Ποιος ποιητής δεν θα ήθελε να είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός στον οποίο πολλοί ερευνητές αποδίδουν τη σύνθεση των Χαιρετισμών στη Θεοτόκο; Νομίζω θα ήθελαν όλοι, σίγουρα πάντως ένας ποιητής που ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο προσπαθώντας να συγκροτήσει τη δική του θεολογία. Την ονομάζει «θεατρική θεολογία» γιατί έχει βαθιά αίσθηση της σημασίας της τελετουργίας, του ρυθμού με τη διπλή έννοια, ποιητική και εκκλησιολογική. Γνωρίζει όμως ότι πρόκειται για τη σύνθεση της πολιτικής και της προσωπικής του θεολογίας. Μιας θεολογίας των αυθαίρετων αλλά κατά βάθος καθόλου ανεξήγητων συνειρμών. Μιας θεολογίας που τη θέλει αναπαραστατική ως ποιητής που υποτάσσεται στον θεατρικό λόγο και αναζητεί εξηγήσεις στον δοκιμιακό λόγο.
Η Παρθένος του Γιώργου Βέλτσου «αναλαμβάνεται» από τον ίδιο. Πρόκειται για μια προσωπική ανάληψη / πρόσληψη, όπως υπάρχει μια προσωπική Πεντηκοστή / επιφοίτηση. Ο ίδιος θέλει να τεθεί υπό τη σκέπη της Παρθένου, να συνάψει μαζί της μια σχέση ερωτική με τη θεολογική έννοια του όρου. Μια σχέση – ευλογία που να του παρέχει τη χάρη, δηλαδή την άδεια και την άνεση της οικειότητας και της εξομολόγησης. Ακόμη και της φαινομενικής αλλά όχι πραγματικής βλασφημίας.
Αυτή η ποιητική εξομολόγηση συντελείται βεβαίως αποφατικά. Και μυστικά και φανερά. Και ιδιωτικά (μόνο για φίλους και προνομιακούς αναγνώστες ) και δημόσια (για κάθε πιθανό αναγνώστη). Με υπαινιγμούς άλλοτε κρυπτικούς και άλλοτε ευανάγνωστους. Με τον μορφωτικό εξοπλισμό της θύραθεν παιδείας και τον λατρευτικό αφοπλισμό αυτού που ακολουθεί τη μοίρα των παιδικών του αναμνήσεων και τραυμάτων. Αλλωστε ο Γ. Βέλτσος ως ποιητής ζει και πεθαίνει διαρκώς με την προσδοκία της δικής του Ανάστασης που έχει ακούσει από παιδί ότι θα είναι και σωματική, έστω και εν ετέρα μορφή.
Τώρα βεβαίως η πανδημία καθίσταται αναγκαστικό υπόστρωμα της ποίησης του Γ. Βέλτσου. Το μεταμοντέρνο νιώθει άβολα λόγω της αναγκαστικής συνύπαρξής του με το αρχαϊκό. Ο ιός έχει το πλεονέκτημα της μετάλλαξης. Ο ποιητής έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να χειριστεί την αντιφατική αυτή συγκυρία ελλειπτικά. Η βασική θεματολογία δεν αλλάζει. Η μεταφορική χρήση των Αγίων Παθών, της Ανάστασης, των θαυμάτων / σημείων είναι πάντα στη θέση της σε εντυπωσιακά πολλά ποιήματα της συλλογής.
Εικονοκλασία
Ο Γ. Βέλτσος ξεκίνησε και επιβλήθηκε ως εικονοκλάστης σε όλα τα πεδία, δηλαδή σε όλα τα είδη του λόγου, ενώ πάντα λάτρευε τις εικόνες. Είναι θύτης και θύμα αυτής της αντίφασης. Δικαιούται συνεπώς μια δική του «Κυριακή της Ορθοδοξίας». Μια δική του αναστήλωση των εικόνων, μια δική του εικονολατρική ομολογία που διαχέεται σε σπαράγματα αναμνήσεων, υπόγειες διακλαδώσεις ιδεών, συνεχείς αναφορές στην εποχή των Φώτων. Μόνο που τώρα σε αυτά τα Φώτα παραδόξως προστίθενται τα Θεοφάνια, το άνοιγμα των ουρανών, χοροστατούντος του Ιωάννη του Βαπτιστή, που από Jean Baptiste ξαναγίνεται Αϊ-Γιάννης αλλά και διαχρονικός κλήδονας.
Οταν διαβάσει κάποιος όλη τη συλλογή και τα «επεξηγηματικά υπομνήματά» της, το ποιητικό / «δικανικό» (όπως το χαρακτηρίζει ο ποιητής) επίμετρο και το οπισθόφυλλο, νιώθει ίσως τον βαθύτερο λόγο αυτής της «Μαριολογικής» (όπως θα έλεγε κυρίως ένας δυτικός θεολόγος) ποιητικής θεολογίας του Γιώργου Βέλτσου. Επιζητεί την επιστροφή στη μήτρα και επαναλαμβάνει με τον τρόπο του τον στίχο του βυζαντινού υμνογράφου: «Χαίρε γαστήρ ενθέου σαρκώσεως». Δεν το λέει ρητά, αλλά αντιλαμβάνεται την Παρθένο ως «Δεύτερη Εύα», συναντιέται, χωρίς να το έχει ίσως σχεδιάσει, με αυτήν την πατερική αντίληψη περί Θεοτόκου που με την υπακοή της άνοιξε ξανά την πύλη του παραδείσου. Η πύλη όμως αυτή άνοιξε ως δυνατότητα, ο καθένας χρειάζεται ένα προσωπικό κλειδί για τον δικό του προσωπικό παράδεισο. Αυτό αναζητεί ο ποιητής και αναλαμβάνει την υψηλή διακινδύνευση να τολμήσει να το πει.
Απόσπασμα
Η ανάληψις της Παρθένου
Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας,
εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε
Απολυτίκιο, ήχος α΄
Άνοιξε λοιπόν τα φώτα
δεν έχει τίποτα να δεις
Στα γόνατα πεσμένη
τι θαρρείς;
Η Κόλαση δεν περιμένει
Άνοιξε και κοίτα
θα αναληφθείς αντεστραμμένη
με τα ποδάρια σου γυμνά
Τα σύννεφα ο Κορρέτζο
τα αφήνει σκοτεινά
Ανήκεις στην ψευδαίσθηση
του θόλου
Είσαι μέρος του θαύματος
και τη φωνή του άκου
Σε ζωγραφίζει
εκτός προγράμματος
Παρότι γύρισες από εκεί
που φεύγεις
το σώμα δεν παρέδωσες ποτέ
Τον Διάβολο, Παρθένα μου
δεν αποφεύγεις;
Τον κρίνο τώρα θα πληρώσεις
Εκεί, στον τρούλο του ναού
αδύνατον να λιώσεις
Κι όλοι οι Ευαγγελισμοί
του Μποττιτσέλλι
φιξάρουν μια «κυρία δεν με μέλει»
Άτμητη και κρουστή
μες στα μεταξωτά ρετάλια
ναυτόπουλο που το ξαμόλησαν ψηλά
στα στράλια
Τυχόν κρυστάλλωσή σου στην πορεία
είναι ιδιότητα μελιού, Κυρία
Μ’ άλαλα χείλη οι διάκονοί σου
– μελίσματα ανεκλάλητα
θεολογικό ψηστήρι
Μα πώς αλλιώς;
Κι εδώ το θείο μπανιστήρι!
Καθώς αναχωρείς σχεδόν γυμνή
ταυτίστηκα, Μαντόνα μου,
μαζί σου
Τότε, με διεκπεραίωσες
Τώρα, κοιμήσου!
Δεν με κατέλιπες. Μετέστης
Θωμάς δεν είμαι ν’ αμφιβάλλω
Του ονόματός σου
τον συλλαβισμό
δεν αναβάλλω
Με τις πρεσβείες σου
στην Ποίηση μεσίτευσε για μένα
στην τέχνη που
με έχει υποστείλει
Νύμφη ανύμφευτε,
θα με διαστείλει;
Το ποίημα μόνο με λυτρώνει
Εντάφιο κι αυτό στο μνήμα σου
με την Αγία Ζώνη
Λένε πως ανεβαίνοντας
την πέταξες
– φρικτό πειστήριο
Ας ήταν να μου έστελνες
από τον ουρανό
απολυτήριο
Το Απολυτίκιό σου έμαθα,
του Δεκαπενταυγούστου
βλέποντάς σε με κρίνα
και διατσέντα
Όμως τα απολεσθέντα τα έχασα
Την έκπληξη έχασα της νιότης
τον τρόπο που διεγείρεται
η ανθρωπότης
Τι να μου κάνει η ποίηση
που καταθέτω;
Είναι πολύ αργά για
να εκτίθεμαι και να σ’ εκθέτω
Εκτός και εάν απ’ τη θεατρική θεολογία
μπορείς να μ’ απαλλάξεις,
Παναγία;
H Κοίμησις της Θεοτόκου κατά την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία. Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στο δόγμα της ενσώματης ανάληψής Της.
Γιώργος Βέλτσος
Η Ανάληψις της Παρθένου, Ποιήματα
Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ.104
Τιμή 9 ευρώ