Μια πλήρης δόση αντιθρομβωτικών μειώνει την ανάγκη μηχανικής υποστήριξης σε ασθενείς που νοσηλεύονται με κοροναϊό εκτός εντατικής. Επιπλέον, η συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή αυξάνει τις πιθανότητες ταχύτερης εξόδου από το νοσοκομείο.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ευρεία διεθνής κλινική μελέτη, η οποία όμως διαπιστώνει πως η χρήση των αντιθρομβωτικών δεν έχει αντίστοιχα θετικά αποτελέσματα στους κρίσιμα ασθενείς που νοσηλεύονται στην εντατική.
Η μελέτη, στην οποία μετείχε το Ινστιτούτο Καρδιολογίας, Πνευμονολογίας και Αιματολογίας των ΗΠΑ, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του επιστημονικού περιοδικού New England Journal of Medicine.
Στην ανάγκη ομαδοποίησης των χαρακτηριστικών των ασθενών, αναφέρθηκε ο διευθυντής του Ινστιτούτου, Γκάρι Γκίμπονς, επισημαίνοντας πως «είναι καθοριστικός ο διαχωρισμός των ασθενών βάσει της σοβαρότητας της νόσου, καθώς για μια ομάδα μπορεί η θεραπευτική παρέμβαση να είναι επωφελής, ενώ για μια άλλη, μπορεί να αποβεί ακόμη και επιβλαβής».
Οι ερευνητές παρατήρησαν σε ασθενείς που τελικά έχασαν τη ζωή τους, ότι θρόμβοι είχαν αναπτυχθεί σε ολόκληρο το σώμα τους, ακόμη και στα μικρότερα αγγεία. Αντιθρομβωτικές αγωγές βοηθούν την πρόληψη των θρομβώσεων από ορισμένες ασθένειες. Όμως οι γιατροί δεν ήξεραν ποια αντιθρομβωτική αγωγή θα ήταν αποτελεσματική. Για να απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, τρεις διεθνείς φορείς εναρμόνισαν τα πρωτόκολλα για την διενέργεια μιας κλινικής μελέτης που αφορούσε τις ηπαρίνες, προκειμένου να προσδιορίσουν τη δόση – πλήρη ή θεραπευτική, έναντι χαμηλής ή προληπτικής – σε νοσηλευόμενους ασθενείς με μέτριας βαρύτητας νόσο ή σε κρίσιμη κατάσταση.
Μέτρια ασθένεια
Οι ερευνητές όρισαν τους ασθενείς με μέτρια ασθένεια ως εκείνους που νοσηλεύονταν για τον COVID-19 χωρίς την απαίτηση μηχανικής υποστήριξης και τους ασθενείς με κρίσιμη κατάσταση ως εκείνους που απαιτούσαν υποστήριξη εντατικής θεραπείας, με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής ή και της καρδιάς.
Τον Απρίλιο του 2020, οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 έλαβαν είτε χαμηλή είτε πλήρη δόση ηπαρίνης για μέχρι και 14 ημέρες. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020, τα ενδιάμεσα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλήρης αντιπηκτική δόση δεν μείωσε την ανάγκη για μηχανική υποστήριξη και μάλιστα μπορεί ακόμη και να προκαλέσει βλάβη σε βαριά ασθενείς. Ωστόσο, ένα μήνα αργότερα, τα ενδιάμεσα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλήρης δόση ηπαρίνης πιθανόν να ωφελήσει ασθενείς με μέτρια νόσο.
«Τα επίσημα συμπεράσματα από αυτές τις μελέτες δείχνουν ότι η έναρξη της θεραπευτικής αντιπηκτικής αγωγής είναι ωφέλιμη για ασθενείς με μέτρια πάθηση. Όμως μόλις οι ασθενείς αναπτύξουν σοβαρή COVID-19, μπορεί να είναι πολύ αργά προκειμένου η αντιπηκτική αγωγή να αλλάξει την πορεία της ασθένειας», δήλωσε η Τζούντιθ Χόχμαν, αναπληρώτρια κοσμήτορας του Τμήματος Κλινικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Πρόσθεσε ότι «Το φάρμακο που αξιολογήθηκε είναι γνωστό στους γιατρούς σε όλο τον κόσμο και είναι ευρέως προσβάσιμο, καθιστώντας τα ευρήματα ιδιαίτερα εφαρμόσιμα σε ασθενείς με μέτρια νόσο».
Η τελική ανάλυση των δεδομένων περιελάμβανε 1.074 βαριά ασθενείς και 2.219 ασθενείς με μέτρια ασθένεια και εξέτασαν πόσο καιρό δεν χρειάστηκαν μηχανική υποστήριξη μέχρι την 21η μέρα νοσηλείας. Για τους ασθενείς με μέτρια πάθηση, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι με μια πλήρη δόση ηπαρίνης είχαν 99% πιθανότητες να μην χρειαστούν μηχανική υποστήριξη έναντι εκείνων που έλαβαν χαμηλή δόση. Ένας μικρός αριθμός ασθενών εμφάνισε μεγάλη αιμορραγία, αν και αυτό συνέβη σπάνια. Για τους σοβαρά ασθενείς, η ηπαρίνη πλήρους δόσης μείωσε επίσης τον αριθμό των σημαντικών θρομβωτικών συμβάντων, αλλά δεν μείωσε την ανάγκη για υποστήριξη οργάνων ούτε αύξησε τις πιθανότητές τους να φύγουν από το νοσοκομείο νωρίτερα.