Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δρόμος της επιστροφής σε επίπεδα κανονικότητας, ισότιμων της προ-πανδημικής περιόδου, ενέχει μεγάλη πολυπλοκότητα και εκτεταμένη αβεβαιότητα. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι κρίσιμο να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ή ανθεκτικότητα (resilience) μιας χώρας στο να ελέγξει όλο το φάσμα των συνεπειών του κορωνοϊού, επιβάλλοντας ωστόσο το ελάχιστο δυνατό πλέγμα περιορισμών, τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο (socio-economic disruption). Μια τέτοια αντισταθμιστική αξιολόγηση, έχει έναν ισχυρά πολυπαραγοντικό χαρακτήρα, καθώς είναι αναγκαίο να συνεκτιμηθούν μετρικές που αποτυπώνουν την ικανότητα των διαφόρων χωρών, όχι σε μια, αλλά σε τρεις βασικές διαστάσεις, ήτοι τη διαδικασία επανέναρξης της ανθρώπινης δραστηριότητας (re-opening process), την παρούσα κατάσταση σε επίπεδο νοσηρότητας (Covid status) και την ποιότητα ζωής (life quality).
Αναφορικά στην πρώτη διάσταση, ως σημαντικά κριτήρια θεωρούνται το ποσοστό του εμβολιασμένου πληθυσμού, η δριμύτητα των περιορισμών (lockdown severity), η πτητική πληρότητα (flight capacity) και το πλήθος ανοικτών ταξιδιωτικών προορισμών για εμβολιασμένους (vaccinated travel routes). Η δεύτερη διάσταση περιλαμβάνει κριτήρια όπως ο μηνιαίος αριθμός κρουσμάτων-θανάτων ανά 100 χιλ. κατοίκους, ο αριθμός θανάτων ανά εκατομ. πληθυσμού από την αρχή της πανδημίας και το ποσοστό θετικότητας στον κορωνοϊό. Τέλος, αναφορικά στην τρίτη διάσταση, ως σημαντικά κριτήρια θεωρούνται η κινητικότητα σε εργασιακούς και εμπορικούς χώρους συγκριτικά με την αρχή της πανδημίας, η εκτίμηση μεταβολής του ΑΕΠ για το 2021, η ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (universal healthcare coverage) και ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης ή ευεξίας (human development index).
Συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός, ότι μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, έλαβε χώρα η ανάπτυξη και συντήρηση βάσεων δεδομένων από πανεπιστήμια, οργανισμούς και ινστιτούτα, στις οποίες καταγράφεται όλη η παραπάνω πληροφορία (βλ. πανεπιστήμιο Οξφόρδης, πανεπιστήμιο Johns Hopkins, ΟΗΕ, ΔΝΤ, Institute for Health Metrics & Evaluation, OAG Flight Database & Statistics κλπ.). Επιπλέον, στα τέλη του περασμένου έτους, ο πάροχος χρηματοοικονομικής πληροφόρησης Bloomberg κατασκεύασε έναν ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό δείκτη (Covid Resilience Index), ο οποίος αξιολογεί την ανθεκτικότητα 53 χωρών παγκοσμίως (με ΑΕΠ άνω των 200 δισ. δολαρίων), ως προς την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, με τους ελάσσονες, ωστόσο, δυνατούς περιορισμούς.
Το παραπάνω μοντέλο αξιολόγησης, είναι ένα υπόδειγμα συμβατικής ποσοτικής τεχνολογίας, και με την αξιοποίηση της επιστήμης των δεδομένων (data science) είναι δυνατόν να βελτιωθεί περαιτέρω, προκειμένου να αυξηθεί η ενδελέχεια των συγκρίσεων μεταξύ των επιδόσεων των χωρών στα διάφορα κριτήρια. Στη βάση αυτή, αναπτύξαμε ένα προηγμένο ποσοτικό μοντέλο αξιολόγησης, το οποίο είναι σε θέση, όχι μόνο να συνθέσει ένα σύνολο αντικρουόμενων κριτηρίων, αλλά και να διεξαγάγει λεπτομερείς διμερείς συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, εκτιμώντας περισσότερο ορθολογικά τις αποστάσεις μεταξύ των επιδόσεων τους, ανά κριτήριο, με τη χρήση εξειδικευμένων μαθηματικών παραμέτρων.
Υλοποιώντας ένα υπόδειγμα σαν αυτό, χρησιμοποιώντας τα πλέον επικαιροποιημένα δεδομένα και εστιάζοντας στοχευμένα σε 20 Ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ), με ΑΕΠ άνω των 200 δισ., παράξαμε την ακόλουθη κατάταξη ανθεκτικότητας: 1) Νορβηγία, 2) Γαλλία, 3) Ελβετία, 4) Αυστρία, 5) Ιρλανδία, 6) Δανία, 7) Φινλανδία, 8) Ελλάδα, 9) Βέλγιο, 10) Γερμανία, 11) Ισραήλ, 12) Σουηδία, 13) Ολλανδία, 14) Ηνωμένο Βασίλειο, 15) Ισπανία, 16) Ρουμανία, 17) Ιταλία, 18) Πολωνία 19) Τσεχία, και 20) Πορτογαλία.
Η ανάλυση ανέδειξε ότι στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται χώρες όπως, η Νορβηγία (πολύ καλές επιδόσεις στα κριτήρια του μηνιαίου αριθμού θανάτων ανά 100 χιλ. κατοίκους, του αριθμού θανάτων ανά εκατομ. πληθυσμού από την αρχή της πανδημίας και της ποιότητας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης) και η Γαλλία (πολύ καλές επιδόσεις στα κριτήρια της πτητικής πληρότητας, του πλήθος ανοικτών ταξιδιωτικών προορισμών για εμβολιασμένους και της ποιότητας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης). Επίσης, ενδεικτικά αναφέρεται, η περίπτωση της Γερμανίας, η οποία εμφανίζεται 10η (χαμηλές επιδόσεις στα κριτήρια της πτητικής πληρότητας, του μηνιαίου αριθμού θανάτων ανά 100 χιλ. κατοίκους και της εκτίμησης του ΑΕΠ για το 2021), καθώς και η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο κατατάσσεται 14ο (χαμηλές επιδόσεις στα κριτήρια της πτητικής πληρότητας, του μηνιαίου αριθμού κρουσμάτων ανά 100 χιλ. κατοίκους και του ποσοστού θετικότητας).
Την ίδια στιγμή, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία, αν και υποχωρεί κατά δυο θέσεις σε σχέση με αμέσως προηγούμενη ποσοτική επεξεργασία, κατατάσσεται 8η, εξαιτίας του ότι εμφανίζεται με την υψηλότερη επίδοση όλων, στο κριτήριο της πτητικής πληρότητας, ενώ έχει πολύ καλές επιδόσεις στα κριτήρια της εκτίμησης του ΑΕΠ για το 2021 (όπως και η Ιρλανδία) και του αριθμού θανάτων ανά εκατομ. πληθυσμού από την αρχή της πανδημίας, ο οποίος, σχεσιακά, έχει μειωθεί σημαντικά. Αντίθετα, οι επιδόσεις της Ελλάδας σε δείκτες όπως το ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού και η ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κρίνονται ως χαμηλές. Περαιτέρω, μια επιπλέον βελτιωτική κατεύθυνση, αφορά στο ότι η Ελλάδα πέτυχε εφάμιλλα αποτελέσματα με χώρες οι οποίες έλαβαν λιγότερα αυστηρά, αλλά πιο στοχευμένα μέτρα.
Η δυναμική των εξελίξεων και των συνθηκών, καθιστούν ποσοτικές επεξεργασίες όπως οι παραπάνω, ως στιγμιαίες και μόνον βαρομετρικές αποτυπώσεις της πανδημικής έξαρσης, που απαιτούν ασφαλώς συνεχή επικαιροποίηση. Οι μάχες θα συνεχίσουν να δίδονται για καιρό, στα νοσοκομεία, στις μονάδες εντατικής θεραπείας και στα πεδία των επιχειρημάτων για τις βέλτιστες στρατηγικές που προσήκει να υιοθετηθούν, ώστε να εξέλθουμε της αδιανόητης κρίσης που έχει ενσκήψει.
Ο Π. Ξυδώνας είναι Καθηγητής στην ESSCA Grande École.