Για όσους γνώρισαν από κοντά την απερχόμενη πρεσβευτή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα, την Κέιτ Σμιθ, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσουν την πολυσχιδή προσωπικότητά της και να μη θαυμάσουν την επιμονή της να ομιλεί πάντοτε στα ελληνικά – σε μια αέναη προσπάθεια να τα βελτιώνει επί καθημερινής βάσης. Η κυρία Σμιθ αποχωρεί από την Ελλάδα έπειτα από μια γεμάτη θητεία τεσσεράμισι ετών που αναμφίβολα σημαδεύτηκε από δύο γεγονότα. Το πρώτο που, όπως παραδέχεται και η ίδια στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» πριν από λίγες ημέρες στη ζεστή ατμόσφαιρα του Morning Room τής πιο εμβληματικής πρεσβευτικής κατοικίας των Αθηνών, ακόμη και η ίδια δεν περίμενε όταν έφτανε στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν το Brexit. Το δεύτερο υπήρξε, φυσικά, η πανδημία που έφερε τα «πάνω κάτω» στην καθημερινότητα όλων και κατέδειξε «την κυριαρχία της διασυνδεσιμότητας, με βασικό χαρακτηριστικό την ταχύτητα της μετάδοσης του ιού». Από τον προσεχή Αύγουστο και αφού μεσολαβήσουν οι διακοπές, η κυρία Σμιθ θα επιστρέψει στο Λονδίνο. Ο διάδοχός της θα είναι ο Μάθιου Λοτζ, ο οποίος έχει επίσης βρεθεί στο παρελθόν στην πρεσβεία των Αθηνών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές εκείνης του 2000.
Ο πρίγκιπας Κάρολος και η αγάπη για την Ιστορία
Η πρώτη ερώτηση αφορά το τι θα θυμάται περισσότερο και τι θα της λείψει περισσότερο από τη θητεία της στην Ελλάδα – και η απάντηση έρχεται μάλλον φυσικά. «Η θητεία μου έπρεπε να λήξει στα τέλη του 2020 και για υπηρεσιακούς λόγους πήρε μια παράταση έξι μηνών. Χάρηκα πάρα πολύ διότι με αυτόν τον τρόπο μου επετράπη να συμμετάσχω στην επέτειο των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ολα ήταν πολύ συγκινητικά και δεν θα ξεχάσω ποτέ την επίσκεψη της Αυτού Μεγαλειότητος, του πρίγκιπα της Ουαλίας Καρόλου, όπως και ότι άκουσα από πολλούς έλληνες επισήμους, αλλά και απλούς ανθρώπους, τα ωραιότερα λόγια για τη συμβολή της Βρετανίας και των βρετανών φιλελλήνων στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας. Αυτή ήταν μια κορυφαία στιγμή» παραδέχεται.
Η βρετανίδα διπλωμάτης έδειξε κατά τη θητεία της μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία των ελληνοβρετανικών σχέσεων και οι διαλέξεις στην αίθουσα της Βιβλιοθήκης του Ελευθερίου Βενιζέλου – που προβλήθηκαν διαδικτυακά και από την ιστοσελίδα του «Βήματος» – ήταν ενδεικτικές αυτού του ενδιαφέροντος. Η ίδια τονίζει ότι «ήταν υψίστης σημασίας η συμμετοχή μου σε όλες τις εκδηλώσεις που μνημονεύουν τα ιστορικά γεγονότα που ενώνουν τις δύο χώρες: η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Εξοδος του Μεσολογγίου και ο θάνατος του λόρδου Βύρωνα, τα 100 έτη από τον Μακεδονικό Αγώνα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μάχη της Κρήτης. Υπάρχει όμως», προσθέτει, «ένα παράδειγμα που δεν θα ξεχάσω. Ηταν μια βραδιά στην πρεσβευτική κατοικία για την επέτειο των 75 χρόνων από την «Επιχείρηση Χάρλινγκ» για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου με τον τελευταίο επιζώντα, τον Θέμη Μαρίνο, να είναι εδώ παρών σε ηλικία 100 ετών». Οσο για το τι θα της λείψει; «Νομίζω ότι θα μου λείψει το στοιχείο που κυρίως μας έλειψε στην πανδημία: η συναναστροφή, η προσωπική επαφή με ένα τεράστιο, ευρύ φάσμα ανθρώπων της κυβέρνησης, της επιχειρηματικότητας, του ακαδημαϊκού κόσμου, των μέσων ενημέρωσης» λέει.
Το Κυπριακό, η Τουρκία και η Ανατολική Μεσόγειος
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βρετανικός ρόλος σε θέματα που άπτονται των ελληνικών συμφερόντων στην εξωτερική πολιτική περιβάλλεται από έναν μανδύα καχυποψίας. Οσα συνέβησαν πρόσφατα με την Προεδρική Δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για τη μονομερή κίνηση της Τουρκίας με το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου συνιστούν ένα κλασικό παράδειγμα. «Εχω παρατηρήσει κι εγώ κατά καιρούς αυτό το φαινόμενο» παραδέχεται η κυρία Σμιθ. Και προσθέτει: «Οσον αφορά την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Κυπριακό, πάντα θέλουμε να διατηρήσουμε ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με όλες τις πλευρές. Μετράμε προσεκτικά τα λόγια μας. Δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε την κατάσταση και όπως είδατε στην εθνική μας δήλωση για τα Βαρώσια, εκφράσαμε τη βαθιά ανησυχία μας για τις εξελίξεις. Συνομιλούμε όμως με όλες τις πλευρές. Θεωρούμε ότι ο ρόλος μας είναι πιο αποδοτικός με αυτόν τον τρόπο».
Μπορεί να υπάρξει φως στον ορίζοντα του Κυπριακού; «Για εμάς, ο μόνος τρόπος να αποφευχθούν περαιτέρω εντάσεις και προκλήσεις είναι η επιτάχυνση των προσπαθειών για την εξεύρεση μιας λύσης» τονίζει η βρετανίδα διπλωμάτης. «Αλλά είμαστε ακόμη προσηλωμένοι σε μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα – και αυτό το επισημαίνω. Μόνο εντός αυτού το πλαισίου υπάρχει δυνατότητα για βιώσιμη, δίκαια και λειτουργική λύση. Ο χώρος όμως εντός του πλαισίου της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι για εμάς αρκετά «ευρύς», αν υπάρχει ευελιξία στις δύο πλευρές, ώστε να βρεθεί η βιώσιμη και λειτουργική λύση. Δεν κάνουμε εμείς συγκεκριμένες προτάσεις, δεν υπάρχει βρετανικό σχέδιο, απλά ενθαρρύνουμε τις πλευρές να καλλιεργηθεί το κοινό έδαφος για συνομιλίες» επισημαίνει.
«Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις για τις πράξεις της Μόσχας»
Πώς βλέπει όμως η ίδια τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μια περιοχή στην οποία η γειτονική Τουρκία έχει μετατραπεί σε έναν απρόβλεπτο νατοϊκό σύμμαχο που επιμένει στη δημιουργία εντάσεων και δεν διστάζει να συνεργαστεί στενά με τη Ρωσία; «Η Ελλάδα είναι πολύ καλός σύμμαχος και εταίρος σε διμερές επίπεδο» ξεκαθαρίζει η κυρία Σμιθ. Στο δε ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών ελίσσεται με παραδοσιακό βρετανικό τρόπο. «Οι διαφορές με την Τουρκία υπήρχαν και θα υπάρχουν, αλλά στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, μέχρι στιγμής, ελέγχονται» σημειώνει. «Νομίζω», προσθέτει, «ότι είναι γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή η Ελλάδα έχει καταφέρει να δημιουργήσει συμμαχίες με ένα ευρύτερο φάσμα χωρών στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια. Πρόκειται για θετικό στοιχείο».
Δεν παραλείπει δε να καταδείξει την ανησυχία της για τον ρόλο της Μόσχας στην περιοχή. «Ολοι οι περιφερειακοί παράγοντες συνειδητοποιούν την προσπάθεια της Ρωσίας να επηρεάσει το τοπίο και η συνεργασία μας με την Ελλάδα είναι σημαντική σε αυτό το θέμα. Οταν οι υπουργοί μας συνομιλούν, το θέμα της Ρωσίας είναι πάντα στο τραπέζι και δεν έχουμε ψευδαισθήσεις για τις πράξεις της Μόσχας» καταλήγει.
«Δεν αντιμετώπισα την τιμωρητική διάθεση που υπήρχε σε άλλες χώρες»
Πώς νιώθει αλήθεια ένας βρετανός διπλωμάτης που πρέπει να διαχειριστεί την έξοδο από την ΕΕ; «Καλή ερώτηση» λέει με ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Η πιο προφανής αλλαγή είναι ότι πλέον δεν συναντιόμαστε εδώ στην Αθήνα, όλοι μαζί, με τους υπόλοιπους ευρωπαίους συναδέλφους. Αυτό είναι κρίμα. Η δουλειά όμως ενός διπλωμάτη είναι να προβάλλει και να εφαρμόζει την πολιτική της κυβέρνησής του. Οταν ήρθα εδώ δεν περίμενα καθόλου την απόφαση για το Brexit και ανέλαβα τη θέση μου πριν από το δημοψήφισμα. Περάσαμε δύσκολες στιγμές» παραδέχεται. «Είχα», προσθέτει, «να αντιμετωπίσω πριν από όλα μία δυσπιστία ότι θα υλοποιηθεί τελικά η απόφαση για την αποχώρηση καθώς και μία λύπη από τους περισσότερους Ελληνες. Δεν αντιμετώπισα όμως την τιμωρητική διάθεση που υπήρχε σε κάποιες άλλες χώρες ή στις Βρυξέλλες».
Για την ίδια, τόσο η Συμφωνία Αποχώρησης όσο και η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου και Συνεργασίας είναι καλές. Το μόνο σημείο που δεν λειτουργεί καλά είναι το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία. «Η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη και απειλεί την ισορροπία της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, για αυτό και η βρετανική κυβέρνηση κατέθεσε μία πρόταση για επαναδιαπραγμάτευση. Είναι μια ευκαιρία για την Ευρώπη να κάνει τη σχέση με τη Βρετανία πιο σταθερή, διότι η εναλλακτική λύση δεν είναι καλή» εξηγεί. Δηλώνει όμως απόλυτα ικανοποιημένη από τη συνεργασία με τις ελληνικές αρχές για τη διευθέτηση που βρέθηκε για τους Βρετανούς που κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα. «Η συνεργασία που είχαμε τόσο με τη σημερινή όσο και με την προηγούμενη κυβέρνηση ήταν εξαιρετική. Υπήρξε ευελιξία, ώστε οι Βρετανοί να μείνουν εδώ χωρίς προσκόμματα και δυσκολίες» σημειώνει.
Από εδώ και πέρα, ο στόχος είναι μία νέα πολυεπίπεδη διμερής σχέση. «Βρισκόμαστε», τονίζει η κυρία Σμιθ, «στη φάση οριστικοποίησης του Στρατηγικού Διμερούς Πλαισίου και ελπίζω αυτό να υπογραφεί το φθινόπωρο. Είναι ένα κείμενο που εκφράζει τις κοινές αξίες και αρχές, ενώ θέτει τους τομείς και τις προτεραιότητες μιας μελλοντικής συνεργασίας σε τομείς όπως η άμυνα, το εμπόριο, οι επενδύσεις, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η καινοτομία και η έρευνα, η ασφάλεια και η δημόσια τάξη, η ψηφιοποίηση, η δημόσια υγεία, η μετανάστευση». Υπάρχει επίσης και μία ειδικότερη συμφωνία για συνεργασία σε θέματα άμυνας, που επίσης προχωρεί καλά. Σε αυτό το σημείο, δύσκολα η συζήτηση δεν θα μπορούσε να εισέλθει στη βρετανική παρουσία στη διεκδίκηση του προγράμματος για την προμήθεια των νέων φρεγατών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Η ίδια θεωρεί ότι η ανταγωνιστική τιμή, η ευελιξία στη διαμόρφωση του πλοίου αλλά και το γεγονός ότι η προσφερόμενη φρεγάτα (Arrowhead 140) είναι αυτή που έχει επιλεγεί από το Βασιλικό Ναυτικό συνιστούν κομβικά κριτήρια. Ωστόσο, η «μάχη των φρεγατών» θα είναι μακρά και σκληρή.