Μόλις που πρόλαβε να γνωρίσει τόσο τον άνδρα της όσο και τον αδελφό του. Προτού καν προλάβει να ζήσει η ίδια τη ζωή της, βρέθηκε χήρα με ένα μωρό, τον μικρό Βίνσεντ, όπως και με περίπου 400 πίνακες και εκατοντάδες σχέδια φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο κουνιάδο της, Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση για τη Γιοχάνα Μπόνγκερ (1862-1925), όπως ήταν το πατρικό όνομα της δασκάλας αγγλικών η οποία, μολονότι είχε μεγαλώσει σε ένα συντηρητικό περιβάλλον που την προόριζε για την κοινότοπη ζωή των γυναικών της εποχής της, κατάφερε να ορθώσει το βραχύ της ανάστημα και να ξεφύγει από αυτή τη βαρετή μοίρα, η οποία το δίχως άλλο θα εξασφάλιζε και σε εκείνη την ανωνυμία και την αφάνεια. Χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στην τέχνη, χωρίς τα εφόδια για την κριτική αποτίμηση και την εμπορική προώθησή της σε ένα κοινό που δεν ήταν διατεθειμένο να καλωσορίζει ό,τι δεν προσομοίαζε στην ακαδημαϊκή προσέγγιση της εποχής, κατάφερε παρ’ όλα αυτά να κάνει το όνομα του Βίνσεντ βαν Γκογκ ένα από τα πιο γνωστά στην Ιστορία της Τέχνης. Για την ακρίβεια, έβαλε τα θεμέλια, τα οποία δεδομένης και της ποιότητας του έργου του, έδωσαν μορφή σε ένα οικοδόμημα ακλόνητο και ανεπηρέαστο από τα καπρίτσια και τα γούστα της κάθε εποχής. Εστω και με καθυστέρηση, της αναγνωρίζεται αυτό το σημαντικό έργο, καθώς ο Ολλανδός Χανς Λούιχτεν, μελετητής επί 15 ολόκληρα χρόνια των 902 επιστολών που αντάλλαξαν μεταξύ τους Βίνσεντ και Τεό, όπως και συγγραφέας του εξάτομου βιβλίου «Vincent van Gogh: The Letters» (2009), κυκλοφόρησε επίσης το βιβλίο «Alles voor Vincent» (Ολα για τον Βίνσεντ, 2019), ορμώμενος από την επιθυμία να απαντήσει στο ερώτημα πώς ένας τόσο βασανισμένος και άσημος καλλιτέχνης έφτασε τελικά να γίνει τόσο διάσημος. Επί της ουσίας, πρόκειται για τη βιογραφία της Γιοχάνα, βασισμένη στο ημερολόγιό της, το περιεχόμενο του οποίου παρέμενε σφραγισμένο από το 1925, χρονιά του θανάτου της. Τα κείμενά του παραχωρήθηκαν προς μελέτη από τον εγγονό της Γιοχάνα, Γιόχαν βαν Γκογκ, το 2009 (είναι πλέον διαθέσιμα μέσα από την ιστοσελίδα του Μουσείου Βαν Γκογκ). Ο Λούιχτεν χρειάστηκε 10 χρόνια για να ολοκληρώσει το βιβλίο του, κάτι που σημαίνει ότι συνολικά έχει αφιερώσει τουλάχιστον 25 χρόνια της ζωής του στη μελέτη του βίου και του έργου της οικογένειας Βαν Γκογκ.
Εν αναμονή της μετάφρασής του στα αγγλικά – γιατί για την ώρα κυκλοφορεί μόνο στα ολλανδικά και γίνεται αναφορά σε αυτό σε ένα εκτενές άρθρο στην εφημερίδα «The New York Times» – τα εύσημα για την υστεροφημία του Βίνσεντ βαν Γκογκ αποδίδονται σε αυτή την αυτοδίδακτη γυναίκα, η οποία σημειωτέον ήταν από τις πρώτες που συνέδεσαν το έργο ενός καλλιτέχνη με την τραγική ζωή του. Μέχρι πρότινος ο ρόλος της θεωρούνταν πολύ πιο περιορισμένος και υποβαθμιζόταν συστηματικά. Αφενός επειδή δεν διέθετε το υπόβαθρο που θα της εξασφάλιζε την «επιστημονική» εγκυρότητα, αφετέρου επειδή ήταν γυναίκα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τα ήθη της εποχής της. Ωστόσο ήταν εκείνη η οποία δίχως να γνωρίζει πολλά για τέχνη αποφάσισε να ακολουθήσει το ένστικτό της και όχι τις συμβουλές ειδημόνων και να επιστρέψει στην Ολλανδία από το Παρίσι όπου διέμενε με τον Τεό, μαζί με τους πίνακες του ζωγράφου κουνιάδου της. Με τους «Πατατοφάγους» κρεμασμένους πάνω από το τζάκι και με τα υπόλοιπα έργα να καλύπτουν κάθε σπιθαμή στους τοίχους του σπιτιού της στο χωριό Μπούσουμ, όπου εγκαταστάθηκε μετά τον θάνατο του Τεό, διάβασε με προσοχή την αλληλογραφία των δύο αδελφών και ανάμεσα στις γραμμές τής αποκαλύφθηκε πώς συνδέονταν η ψυχοσύνθεση και οι σκέψεις του ανδρός Βίνσεντ με την εξέλιξη του ιδιώματος του ζωγράφου Βαν Γκογκ. Παράλληλα, άρχισε να διαβάζει κριτικά κείμενα για την τέχνη, το βελγικό περιοδικό «L’Art Moderne», αλλά και τη βιογραφία μιας από τις ηρωίδες της, της Μέρι Ανν Εβανς (1819-1880), της βικτωριανής συγγραφέως που έγραφε μυθιστορήματα με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Τζορτζ Ελιοτ.
Αποφασισμένη να αναδείξει το έργο του Βίνσεντ, η Γιοχάνα ήρθε σε επαφή με έναν ζωγράφο και κριτικό τέχνης ονόματι Γιαν Βεθ (1864-1925), αλλά και με έναν επιδραστικό ολλανδό καλλιτέχνη της εποχής, τον Ρίτσαρντ Ρόλαντ Χολστ (1868-1938), προκειμένου να τη βοηθήσουν. Αμφότεροι την αποθάρρυναν αρχικά, βρίσκοντας υπερβολική την «ωμή βία» στο ιδίωμα των πινάκων του αυτόχειρα ζωγράφου και την ίδια ενοχλητικά επίμονη, ιδίως έτσι όπως προσπαθούσε να τους πείσει να διαβάσουν και τα γράμματα των δύο αδελφών προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τους πίνακες. Τελικά τη βοήθησαν να διοργανώσει μία από τις πρώτες εκθέσεις με δείγματα δουλειάς του, στο Αμστερνταμ το 1892. Σιγά-σιγά άρχισαν να πείθονται όλο και περισσότεροι και με πολλή επιμονή διοργανώθηκε μια μεγάλη έκθεση με 484 έργα του στο Μουσείο Stedelijk του Αμστερνταμ το 1905. Εκείνη έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία, από το να νοικιάσει τις αίθουσες μέχρι να εκτυπώσει τις αφίσες. Κάπως έτσι, 14 χρόνια μετά τον θάνατό του, όλοι ήξεραν την ιστορία και το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Η Γιοχάνα πέθανε τελικά στα 63 της χρόνια, έχοντας αφιερώσει όλες της τις δυνάμεις στην ανάδειξη της δουλειάς του, έχοντας ακόμα διασχίσει και τον Ατλαντικό για να διαδώσει την τέχνη του και να φροντίσει να μεταφραστεί η αλληλογραφία των δύο αδελφών Βαν Γκογκ στα αγγλικά – αν και δεν ευτύχησε να ζήσει για να το δει με τα μάτια της.
Η ακαταμάχητη δις Μπόνγκερ
Παρά τις ελλιπείς γνώσεις της και με την αμφιβολία να ταλανίζει κάθε κίνησή της, η Γιοχάνα Μπόνγκερ είχε καταφέρει να γοητεύσει τον Τεό βαν Γκογκ σε τέτοιον βαθμό, όταν την πρωτογνώρισε στα 22 χρόνια της το 1885, που της ζήτησε να τον παντρευτεί ύστερα από δύο «ραντεβού» τους. Ο μικρός αδελφός του Βίνσεντ βαν Γκογκ ήταν τότε έμπορος τέχνης στο Παρίσι, φίλος των ιμπρεσιονιστών όταν η δουλειά τους δεν ήταν δημοφιλής, όπως και εμψυχωτής καλλιτεχνών που ήθελαν να εναντιωθούν στον αρτηριοσκληρωτισμό της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της πόλης.
Η προοπτική μιας ζωής η ρουτίνα της οποίας θα περιελάμβανε τον συγχρωτισμό με καλλιτέχνες και διανοουμένους σε καθημερινή βάση, πρέπει να λειτούργησε ως ένα από τα κίνητρα που οδήγησαν τελικά τη Γιοχάνα να πει το «ναι» στον νεαρό Βαν Γκογκ το 1888. Εκείνος δεν της έκρυψε ποτέ την αλήθεια για τον ασταθή ψυχικά αδελφό του και τη βασανισμένη ιδιοφυΐα του, ενώ το διαμέρισμά του κοσμούσαν οι πίνακες που εκείνος παρήγε με φρενήρεις ρυθμούς. Θα το διαπίστωνε βέβαια και η ίδια, καθώς όταν εκείνοι ανήγγελλαν τους αρραβώνες τους ο Βίνσεντ βαν Γκογκ έκοβε το αφτί του στην Αρλ ύστερα από τον έντονο διαπληκτισμό του με τον συγκάτοικό του Πολ Γκογκέν. Ηταν το προοίμιο για αυτό που θα ακολουθούσε. Την άνοιξη του 1890 ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ταξίδευε στο Παρίσι καθώς ο αδελφός του είχε κανονίσει για τη διαμονή του στο χωριό Οβέρ-σιρ-Ουάζ στα βόρεια της πόλης. Λίγες εβδομάδες μετά ήρθε η είδηση ότι είχε αυτοκτονήσει – ήταν μόλις 37 ετών. Σε λιγότερο από έξι μήνες έφυγε και ο Τεό, στα 33 του χρόνια, εξασθενημένος από την παραλυτική άνοια, απόρροια πιθανότατα της σύφιλης, την οποία είχε κολλήσει σε κάποια από τις επισκέψεις του σε οίκους ανοχής.
Αν δεν υπήρχε η Γιοχάνα, αυτό θα ήταν το τέλος της ιστορίας για τους Βαν Γκογκ, τον έμπορο τέχνης και τον άγνωστο αδελφό του, ο οποίος δεν ευτύχησε να δει το έργο του να αναγνωρίζεται όσο ζούσε. Εκείνη κατάφερε να αναπαύονται μαζί στην αιωνιότητα φροντίζοντας για την εκταφή του Τεό από το κοιμητήριο της Ουτρέχτης προκειμένου να ταφεί δίπλα στον αδελφό του στο νεκροταφείο της Οβέρ-σιρ-Ουάζ, μια ύστατη κίνηση αφοσίωσης από την πλευρά της.