Ο 20ός αιώνας υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ο αιώνας του Ψυχρού Πολέμου. Η αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης, διένεξη του παρασκηνίου και διαμάχη που διεξήχθη δι’ αντιπροσώπων, ήταν ταυτόχρονα ένας χορός κατασκόπων. Στην αέναη αναζήτηση πληροφοριών και αδύνατων σημείων του άλλου, οι μυστικές υπηρεσίες και των δύο μπλοκ αναπτύχθηκαν σε ασύλληπτο βαθμό, χρησιμοποιώντας πλήθος πρακτικών και τεχνικών που καθόρισαν το προφίλ τους ακόμη και μετά την πτώση του Τείχους. Πραξικοπήματα, απαγωγές, υποκλοπές, δολοφονίες, αποπλανήσεις, δολιοφθορές συνθέτουν έναν κατά κανόνα κρυφό και συχνά αιματηρό καμβά, από τον οποίο μπορεί να αντλήσει κανείς δειγματοληπτικά πλήθος επιχειρήσεων όπου, σε αντίθεση με την ψηφιακή εποχή των drones, οι αναμετρήσεις διακρίνονταν σχεδόν πάντοτε από την προσωπική διάσταση.
Το μακρύ χέρι της NKVD
«Θα πεθάνω ως προλετάριος επαναστάτης, μαρξιστής, οπαδός του διαλεκτικού υλισμού και, κατά συνέπεια, ασυμβίβαστα άθεος» έγραφε ο Λέον Τρότσκι τον Φεβρουάριο του 1940 συντάσσοντας τη διαθήκη του έξι μήνες πριν από τον θάνατό του. Εξόριστος από το 1929, περιπλανώμενος σε Τουρκία, Γαλλία, Νορβηγία και τέλος στο Μεξικό, αποτελούσε διαρκή στόχο των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και ο ίδιος είχε πλέον εξοικειωθεί με την ιδέα ότι κάποτε θα τον δολοφονούσαν. Η ασφάλειά του στο σπίτι της Αβενίδα Βιένα στην Πόλη του Μεξικού ήταν περισσότερο ανησυχία των μελών της οικογένειας και των οπαδών του που είχαν φροντίσει για την εγκατάσταση συναγερμού, σκοπιών και φρουράς, όπως σημειώνει ο Ρόμπερτ Σέρβις στο βιβλίο του «Trotsky. A Biography» (εκδ. Pan Books). Ωστόσο, υπό την ηγεσία του Λαβρέντι Μπέρια η NKVD, μετέπειτα KGB, κληρονόμος του τσαρικού κατασταλτικού μηχανισμού τον οποίο είχε διευρύνει κατά πολύ, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική κατά των φανταστικών «εχθρών του λαού», όπως είχαν ήδη αποδείξει οι δίκες της Μόσχας. Στις 20 Αυγούστου 1940 ο «Τζάκσον», σύντροφος της περιστασιακής γραμματέως του Τρότσκι, Σίλβια Αγγέλοφ, συναντήθηκε μαζί του για να ζητήσει συμβουλές ως προς ένα άρθρο οικονομικού χαρακτήρα το οποίο υποτίθεται ότι έγραφε. Πλησιάζοντάς τον από πίσω την ώρα της συζήτησης του κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι με ορειβατική σκαπάνη. Ο Τρότσκι πέθανε την επόμενη μέρα, ενώ ο ισπανός πράκτορας Ραµόν Μερκαντέρ, όπως ήταν το κανονικό όνοµα του «Τζάκσον» συνελήφθη και έμεινε στη φυλακή ως το 1960. Μετά την απελευθέρωσή του έζησε στην ΕΣΣΔ τιμώμενος με τον τίτλο του Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Στίβεν Κότκιν στoν δεύτερο τόμο της τρίτομης βιογραφίας του «Stalin. Waiting for Hitler, 1929-1941» (εκδ. Penguin) ο Στάλιν είχε προετοιμάσει από τις 16 Αυγούστου 1940 το άρθρο της «Πράβντα» όπου σημειωνόταν ότι «ο Τρότσκι τελείωσε τη ζωή του άδοξα, ως ένας αχρείος, μπαίνοντας στον τάφο με τη σφραγίδα του διεθνούς κατασκόπου στον σκελετό του».
Το χρυσάφι του Βερολίνου
Η «Επιχείρηση Χρυσός» ήταν επιτακτικό αίτημα της εποχής. Η αίσθηση μεταξύ των δυτικών υπηρεσιών και κυβερνήσεων το 1954 ήταν ότι υπολείπονταν της ΕΣΣΔ στον τομέα της συγκέντρωσης πληροφοριών, όταν επομένως η ΜΙ6 πλησίασε τη CIA με την προσφορά τεχνογνωσίας για την υποκλοπή των τηλεπικοινωνιών του εχθρού στο Βερολίνο οι Αμερικανοί την αποδέχθηκαν ασμένως. Το μόνο πρόβλημα για τον Γουίλιαμ Χάρβεϊ, επικεφαλής της CIA στο Βερολίνο, ήταν να σκάψει ένα τούνελ 450 μέτρων που θα απέληγε στο καλωδιακό δίκτυο του σοβιετικού τομέα και να ξεφορτωθεί κάπου 3.000 τόνους χώματος. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Τιμ Γουάινερ στο βιβλίο του «Η Ιστορία της CIA. Ερείπια και στάχτες» (εκδ. Γκοβόστη), οι σύμμαχοι προέκριναν τελικά τη λύση της εξαπάτησης: ένα γιγάντιο κτίριο μεγέθους οικοδομικού τετραγώνου θα ανεγειρόταν σε πλήρη θέα με κεραίες που θα έδιναν στους Σοβιετικούς να καταλάβουν ότι επρόκειτο για εγχείρημα υποκλοπής ασύρματων εκπομπών. Οι Αμερικανοί θα πραγματοποιούσαν την εκσκαφή, οι Βρετανοί, οι οποίοι από το 1951 χρησιμοποιούσαν την ίδια μέθοδο στη Βιέννη, θα εγκαθιστούσαν τους κοριούς και θα αναλάμβαναν τη μετάφραση των σημάτων. Το τούνελ ήταν έτοιμο στις αρχές του 1955 και η λειτουργία του απασχολούσε έκτοτε περισσότερους από 650 πράκτορες με κόστος 6,7 εκατομμυρίων δολαρίων. Μεταξύ Φεβρουαρίου 1955 και Απριλίου 1956 απέδωσε περισσότερες από 90.000 υποκλαπείσες επικοινωνίες και θεωρήθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία της CIA. Στην πραγματικότητα, υπήρξε ένα παράδειγμα του λεγόμενου long game: οι Ρώσοι γνώριζαν την ύπαρξή του εξαρχής μέσω του βρετανού διπλού πράκτορα Τζορτζ Μπλέικ και προτίμησαν να κάνουν πως το αγνοούν επί 11 μήνες προκειμένου να μην εκθέσουν την πολύτιμη πηγή τους. «Ακόμη και σήμερα», γράφει ο Γουάινερ, «παραμένει το ερώτημα του κατά πόσο η Μόσχα διοχέτευε παραπλανητικές πληροφορίες μέσω του τούνελ».
«Βυθίστε το Ουράνιο Τόξο»
Η Greenpeace δεν είναι σήμερα αυτό που υπήρξε τη δεκαετία του ’80: το αρχέτυπο των μη κυβερνητικών οργανώσεων, μαζί με τη Διεθνή Αμνηστία, με ηθικό εκτόπισμα που υπερέβαινε κατά πολύ εκείνο ηγετών και κυβερνήσεων ανά τον κόσμο. Συμβολικού χαρακτήρα, αλλά υποδεικνύοντας πάντοτε καίρια περιβαλλοντικά προβλήματα, οι παρεμβάσεις της προσέλκυαν τακτικά την προσοχή του κοινού – και την οργή διαφόρων κρατών. Στην ατόλη Μουρουρόα της Γαλλικής Πολυνησίας το καλοκαίρι του 1985 η Greenpeace σκόπευε να οδηγήσει έναν στολίσκο από σκάφη με επικεφαλής το δικό της «Rainbow Warrior» εν είδει διαμαρτυρίας κατά των συνεχιζόμενων γαλλικών πυρηνικών δοκιμών. Ομως στις 10 Ιουλίου μέλη της DGSE (Γενική Διεύθυνση Εξωτερικής Ασφάλειας της Γαλλίας) τοποθέτησαν δύο βόμβες στα ύφαλα του σκάφους οι οποίες εξερράγησαν βυθίζοντάς το. Αμέσως μετά την πρώτη έκρηξη ο φωτογράφος Φερνάντο Περέιρα ανέβηκε στο «Rainbow Warrior» για να πάρει τον εξοπλισμό του, με αποτέλεσμα να χαθεί μαζί με το πλοίο. Ο θάνατός του προξένησε παγκόσμια κατακραυγή και τις αδέξιες προσπάθειες της γαλλικής κυβέρνησης να καλυφθεί. Κατά τον Φίλιπ Σορτ στη βιογραφία του Φρανσουά Μιτεράν με τίτλο «Mitterand. A Study in Ambiguity» (εκδ. Bodley Head) ο πρωθυπουργός Λοράν Φαμπιούς πράγματι δεν γνώριζε την πρωτοβουλία του υπουργού Αμυνας Σαρλ Ερνί, όμως ο Μιτεράν ήδη από τον Μάιο είχε συζητήσει το ζήτημα με τον επικεφαλής της DGSE ναύαρχο Λακόστ και είχε εγκρίνει την «εξουδετέρωση» του «Rainbow Warrior» – εύλογος ευφημισμός χάρη στον οποίο μπορούσε έπειτα να αρνείται οποιαδήποτε γνώση ακόμη και ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η αποπλάνηση
Για περισσότερα από 20 χρόνια οι διεθνείς υπηρεσίες εκτιμούσαν ότι ο ισραηλινός πυρηνικός αντιδραστήρας της Ντιμόνα στην έρημο Νεγκέβ παρήγε πυρηνικά όπλα. Η επιβεβαίωση ήρθε στις 5 Οκτωβρίου 1986, όταν οι «Sunday Times» δημοσίευσαν μια συνέντευξη με τον πρώην πυρηνικό τεχνικό του κέντρου, Μορντεκάι Βανούνου. Αποτιμώντας τα στοιχεία της ειδικοί κατέληξαν στο συμπεράσμα ότι το Ισραήλ διέθετε ένα οπλοστάσιο 150 πυρηνικών βομβών. Θεωρώντας τον κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια η ισραηλινή κυβέρνηση έδωσε εντολή απαγωγής του. Οι φιλικές της σχέσεις όμως με την ομόλογή της της Μάργκαρετ Θάτσερ δεν ευνοούσαν μια επιχείρηση στη Βρετανία. Συγκροτώντας ένα ψυχολογικό προφίλ του Βανούνου η Μοσάντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έξοδος από τη χώρα μετά την απόλυσή του, το 1985, τον είχε απομονώσει από τη γυναικεία συντροφιά. Η έμπνευση των Ισραηλινών ήταν να πλευρίσουν τον 34χρονο Βανούνου με την 26χρονη πράκτορα της Μοσάντ Τσέριλ Μπεν-Τοβ. Γοητεύοντάς τον ως «Σίντι», τον έπεισε να φύγουν για μια ρομαντική εκδρομή στη Ρώμη – όπου τρεις συνάδελφοί της τον νάρκωσαν και τον μετέφεραν σε πλοίο του ισραηλινού Ναυτικού που ανέμενε σε διεθνή ύδατα. Περίπτωση υποδειγματικής κατασκοπικής αποπλάνησης, έληξε με την καταδίκη του Βανούνου σε 18 χρόνια φυλάκισης. Απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 2004.
Το σκάνδαλο Ιράν – Κόντρας
Ανατρέχοντας στο ιστορικό της ανάμειξης της CIA στην αμερικανική εξωτερική πολιτική θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει πλήθος «μαύρων επιχειρήσεων», από το πραξικόπημα της Γουατεμάλας το 1954 ως την ενθάρρυνση και τη στήριξη των στοιχείων που ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973. Ωστόσο, η υπόθεση που ήρθε αναπάντεχα στο φως αποκαλύπτοντας στο κοινό τις αμφιλεγόμενες τακτικές και πρακτικές της ήταν το σκάνδαλο Ιράν – Κόντρας το 1986. Η περίπτωσή του προέκυψε από την αδυναμία της κυβέρνησης Ρίγκαν να απελευθερώσει μέσω επίσημων διαπραγματεύσεων μια σειρά Αμερικανών που είχαν απαχθεί στη Μέση Ανατολή από την οργάνωση Χεζμπολάχ. Αναζητώντας ένα κρυφό κανάλι επικοινωνίας η CIA βρέθηκε να συνομιλεί με τη σκιώδη μορφή του Πέρση Μανουχέρ Γκορμπανιφάρ, πρώην πράκτορα της SAVAK (Εθνικός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Πληροφόρηση του Ιράν) και νυν κακόφημου μεσάζοντα παροχής πληροφοριών. Ο Γκορμπανιφάρ έπεισε τους ιθύνοντες της αμερικανικής υπηρεσίας ότι με τη διακριτική πώληση οπλικού υλικού ως ένδειξη καλής θέλησης το Ιράν του αγιατολάχ Χομεϊνί θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για την απελευθέρωση των ομήρων. Εν μέσω του πολέμου Ιράν – Ιράκ στον οποίο η Δύση στήριζε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν επρόκειτο για ριψοκίνδυνη κίνηση, ωστόσο ο επικεφαλής της CIA, Γουίλιαμ Κέιζι, έδωσε τελικά το πράσινο φως. Η διαδικασία ήταν εξαιρετικά περίπλοκη, καθώς περιλάμβανε την εικονική πώληση χιλιάδων αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυραύλων στη CIΑ (ή σε άλλες περιπτώσεις την αντίστοιχη προμήθεια από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις) και τη μεταφορά τους στο Ιράν μέσα από κρυφούς διαύλους. Κομβικό ρόλο στην επιμελητεία της επιχείρησης έπαιξε από αμερικανικής πλευράς ο συνταγματάρχης Ολιβερ Νορθ, μέλος του στρατιωτικού επιτελείου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, ο οποίος διαχειριζόταν την υπονόμευση του καθεστώτος των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Επειτα από συνεννόηση με την ηγεσία της CIA ο Νορθ διοχέτευσε τα χρήματα από την πώληση των όπλων στο Ιράν στους αντικαθεστωτικούς Κόντρας, μια και η χρηματοδότησή τους είχε περιοριστεί από το Κογκρέσο. Σύμφωνα με υπολογισμούς που παραθέτει ο Τιμ Γουάινερ στην «Ιστορία της CIA», οι Κόντρας έλαβαν περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια προτού η κατάρριψη ενός μεταγωγικού με φορτίο όπλων στη Νικαράγουα αποκαλύψει την επιχείρηση. Το σκάνδαλο που προκλήθηκε κλόνισε την προεδρία Ρίγκαν και συνέβαλε στην απώλεια του κύρους της CIA και στη σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου της.
Η απαγωγή του «Απο»
Τον Φεβρουάριο του 1999 ο ηγέτης του κουρδικού κόμματος PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν συμπλήρωνε 129 ημέρες ως φυγάς. Αναγκασμένος να εγκαταλείψει τη Συρία τον Οκτώβριο του 1998, είχε περιπλανηθεί ήδη στην Ιταλία, στη Ρωσία, στη Λευκορωσία και στην Ελλάδα αναζητώντας άσυλο. Ωστόσο, για την Ευρώπη ο ένοπλος αγώνας των Κούρδων κατά της Τουρκίας συνιστούσε τρομοκρατική εκστρατεία και ο «Απο» ήταν ανεπιθύμητος. Εχοντας προσγειωθεί στην Ελλάδα στα τέλη Ιανουαρίου επιβαίνοντας σε ιδιωτικό τζετ έλληνα επιχειρηματία έπειτα από συνεννόηση με τον απόστρατο αρχιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού Αντώνη Ναξάκη, σύμφωνα με άρθρο των «Los Angeles Times» της 19ης Φεβρουαρίου 1999, αποτελούσε μείζονα διπλωματικό κίνδυνο για την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Προσωρινά, ο Οτσαλάν στάλθηκε στην Κένυα όπου παρέμεινε στην ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι. Η παρουσία του όμως διέρρευσε είτε γιατί στην περιοχή αφθονούσαν οι πράκτορες του FBI που ερευνούσαν την τρομοκρατική επίθεση στην αμερικανική πρεσβεία που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 213 άτομα τον Αύγουστο του 1998 είτε γιατί ο «Απο» δεν έπαψε να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο αναζητώντας μονιμότερο καταφύγιο. Ο Ρίτσαρντ Μπούντρο έγραφε στους «Los Angeles Times» ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε προετοιμάσει την απαγωγή του ήδη από τις 4 Φεβρουαρίου, αφήνοντας όμως χρόνο «στους Αμερικανούς προκειμένου να βεβαιωθούν για τη συνεργασία των Κενυατών και των Ελλήνων». Στις 12 Φεβρουαρίου ένα ενοικιασμένο από τούρκο επιχειρηματία Falcon βαμμένο με τα χρώματα της Μαλαισίας αναχώρησε μεταφέροντας στο Ναϊρόμπι μια ομάδα κομάντος της ΜΙΤ (Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών της Τουρκίας). Ο Οτσαλάν στο μεταξύ είχε συμφωνήσει με την ελληνική πρεσβεία να αποχωρήσει κατευθυνόμενος προς το Αμστερνταμ. Ο βαθμός γνώσης του τι επρόκειτο να συμβεί αλλά και η ακρίβεια των όσων συνέβησαν στη συνέχεια δεν αποσαφηνίστηκαν ποτέ πλήρως, ωστόσο το βέβαιο είναι ότι φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν δεν επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο για το Αμστερνταμ, οδηγήθηκε από κενυατικές δυνάμεις ασφαλείας στο τζετ που τον μετέφερε στην Τουρκία, όπου και παραμένει φυλακισμένος έως σήμερα έπειτα από την καταδίκη του σε θάνατο τον Ιούνιο του 1999.