Το κίνημα #MeToo γιγαντώθηκε και στη χώρα μας. Μέσα σε λίγο καιρό αναδείχθηκε το εύρος της κακοποίησης σε βάρος γυναικών, που αποφάσισαν να επιτέλους να μιλήσουν ανοιχτά για τις δικές τους τραυματικές εμπειρίες. Γυναίκες, αλλά και άνδρες, που με σθένος ψυχής έκαναν το δικό τους «άλμα ζωής». Και με γέφυρα τον θεσμό της Δικαιοσύνης, όπου απευθύνθηκαν, πέρασαν από τη θέση του σιωπηλού μάρτυρα, στη θέση του μάρτυρα κατηγορίας ζητώντας το αυτονόητο για τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου: την τιμωρία συγκεκριμένων προσώπων, που εκμεταλλευόμενα τη θέση εξουσίας και την ιδιαίτερη προβολή τους διέπραξαν κατ’ επανάληψη σεξουαλικά εγκλήματα χωρίς να σεβαστούν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια, τη βούληση των θυμάτων τους. Ισως γιατί, όπως πολλοί λένε, πίστευαν ότι η έκνομη συμπεριφορά τους θα έμενε για πάντα στη σκιά των προβολέων του θεάτρου και οι ίδιοι θα κατάφερναν να παραμένουν ατιμώρητοι ως πρόσωπα υπεράνω υποψίας.
Τα αντανακλαστικά της Δικαιοσύνης
Το ελληνικό #ΜeΤoo όμως, όπως μαρτυρούν οι ραγδαίες δικαστικές εξελίξεις τον τελευταίο καιρό, άνοιξε πολλά στόματα ερμητικά κλειστά και κινητοποίησε άμεσα τα αντανακλαστικά της Δικαιοσύνης που κινήθηκε ταχύτατα και εκπληρώνοντας τον δικό της ρόλο έστειλε σαφές μήνυμα τόσο σε όλα εκείνα τα θύματα που νίκησαν τον φόβο και προσέφυγαν στα αρμόδια θεσμικά όργανα όσο και στην ίδια την κοινωνία.
Οταν άνοιγε αυλαία του ελληνικού #ΜeΤoo κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη δυναμική του και κυρίως τις εξελίξεις που θα μπορούσε να δρομολογήσει και δρομολόγησε στο πεδίο της Δικαιοσύνης. Μόνο τα ίδια τα θύματα και οι άνθρωποι που είχαν εμπιστευτεί σε ανύποπτο χρόνο τα εφιαλτικά βιώματά τους ήταν σε θέση να γνωρίζουν το εύρος των σοβαρών αυτών καταγγελιών που συνδέονται με την προστασία της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου.
Ο κομβικός ρόλος της Μπεκατώρου
Και όπως όλοι συμφωνούν, η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου, με τη γενναία αποκάλυψή της ενώπιον των εισαγγελικών αρχών, πρωτοστάτησε στο κίνημα του #MeΤoo σηκώνοντας την αυλαία και εμπνέοντας άλλες γυναίκες να ακολουθήσουν τον δικό της δρόμο βγαίνοντας από το τούνελ της σιωπής. Πρώτη εκείνη μίλησε για τον βιασμό της, κατήγγειλε επωνύμως τον δράστη της αξιόποινης πράξης, γνωρίζοντας από την αρχή ότι ο σκόπελος της παραγραφής στη δική της περίπτωση ήταν απροσπέραστος. Η δική της ιστορία, η δική της μαρτυρία, όπως φάνηκε τις μέρες που ακολούθησαν, άγγιξε γυναίκες και άνδρες που έχουν βιώσει ανάλογες συμπεριφορές στον δικό τους χώρο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν το πρώτο βήμα για να ειπωθούν όλα όσα είχε φτάσει η ώρα να βγουν στη δημοσιότητα.
Οι έρευνες και οι διώξεις
Και όταν όλες αυτές οι ιστορίες απέκτησαν μανδύα νομικό και έγιναν μηνύσεις και μαρτυρικές καταθέσεις, τότε η «σκυτάλη» πέρασε στην Εισαγγελία. Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Κώστας Σπυρόπουλος, ο οποίος σήκωσε το βάρος των συγκεκριμένων ερευνών, έφτασε στην άσκηση ποινικής δίωξης πρώτα σε βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη και μετά σε βάρος του Πέτρου Φιλιππίδη.
Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν θα γινόταν αν τα θύματα δεν αποφάσιζαν να μιλήσουν και να περιγράψουν ενώπιον δικαστών και εισαγγελέων (με λεπτομέρειες που πονούν – και πάντα θα πονούν – τα ίδια και σοκάρουν την κοινή γνώμη) τα πραγματικά περιστατικά, που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τις δικές τους ζωές.
Το παζλ των καταθέσεων
Οι μαρτυρίες τους συνέθεσαν κομμάτι-κομμάτι τις δικογραφίες. Και βήμα-βήμα άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι. Πρώτα ο εισαγγελέας αξιολογώντας τις καταθέσεις των θυμάτων και τους προτεινόμενους μάρτυρες προχώρησε στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των δύο ηθοποιών. Στη συνέχεια, δύο ανακρίτριες επεξεργάστηκαν τα στοιχεία από μηδενική βάση. Ξανακάλεσαν τους καταγγέλλοντες, έχοντας και εκείνες με τη σειρά τους ιδία αντίληψη για την προσωπικότητα και την αξιοπιστία τους.
Και όταν έφτασε η ώρα της απολογίας των δύο κατηγορουμένων, ο καθένας για λογαριασμό του, ασκώντας αναφαίρετο υπερασπιστικό δικαίωμα, επιχείρησε να αποτινάξει το στίγμα του βιαστή αμφισβητώντας το περιεχόμενο των καταθέσεων και την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας.
Ο δρόμος προς την Τρίπολη
Ωστόσο, όπως εκ του αποτελέσματος φάνηκε, με την απόφαση που έλαβαν σε διαφορετικό χρόνο οι δύο ανακρίτριες και οι δύο εισαγγελικοί λειτουργοί που ζύγισαν όλα τα στοιχεία, οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί των ηθοποιών δεν έπεισαν και έτσι οδηγήθηκαν προσωρινά κρατούμενοι στις φυλακές της Τρίπολης.
Ηδη η δικαστική λειτουργός η οποία χειρίζεται την υπόθεση με κατηγορούμενο τον Δημήτρη Λιγνάδη έχει ολοκληρώσει τον ανακριτικό κύκλο και τις επόμενες ημέρες η δικογραφία αναμένεται να περάσει στα χέρια του αρμόδιου εισαγγελέα, ο οποίος θα διατυπώσει την πρότασή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας, τα μέλη του οποίου θα αποφασίσουν για την παραπομπή ή μη του ηθοποιού στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Η ίδια ακριβώς δικονομική πορεία θα ακολουθηθεί και για την υπόθεση με κατηγορούμενο τον ηθοποιό Πέτρο Φιλιππίδη.
Η ιδιαίτερη αξία του βουλεύματος
Γι’ αυτό και το βούλευμα που θα εκδοθεί και στις δύο περιπτώσεις έχει τη δική του αξία και σημασία τόσο για τους κατηγορουμένους όσο και για τα θύματα, που αν τελικά οι υποθέσεις φτάσουν στο ακροατήριο θα βρίσκονται απέναντί τους, στη θέση της πολιτικής αγωγής. Για την υποστήριξη της κατηγορίας, την τιμωρία των ενόχων με βάση την ετυμηγορία των φυσικών τους δικαστών, την κάθαρση.
Το κίνημα φέρνει και αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα
Αναγκαία προϋπόθεση για να παρέμβει η Δικαιοσύνη και να ξεκινήσει επί της ουσίας η έρευνα των καταγγελιών είναι – όπως ισχύει για κάθε παράνομη πράξη – οι αξιόποινες πράξεις να μην έχουν υποπέσει σε παραγραφή και να παραμένουν «ζωντανές» για το ποινικό μας δίκαιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης που αποκαλύφθηκαν στο πλαίσιο του ελληνικού #ΜeΤoo συνετέλεσαν στις προτεινόμενες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που εισηγήθηκε στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας. Αλλαγές, που έχουν να κάνουν με την αυστηροποίηση των ποινών για δράστες βιασμού ή ομαδικού βιασμού, αλλά και επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής για τα σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων, δίνοντας το δικαίωμα στα θύματα να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη και μετά την ενηλικίωσή τους, έναν χρόνο για τα πλημμελήματα και τρία χρόνια για τα κακουργήματα.