«Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού». Αυτή τη φράση, που αποδίδεται τόσο στον Σλαβόι Ζίζεκ όσο και στον Φρέντρικ Τζέιμσον, χρησιμοποίησε στη δεκαετία του 2000 ο Μαρκ Φίσερ για να περιγράψει αυτό που όρισε ως καπιταλιστικό ρεαλισμό, δηλαδή αυτή την αντίληψη ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος ιστορικός ορίζοντας πέραν της αναπαραγωγής του βασικού πυρήνα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και οικονομικών μορφών. Και όντως ήταν μια αρκετά πειστική περιγραφή τόσο της ανυπαρξίας ισχυρών αμφισβητήσεων όσο και της αλαζονείας που χαρακτήριζε τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, τουλάχιστον μέχρι το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης του 2008.
Τι γίνεται, όμως, όταν το τέλος του κόσμου παύει να είναι ένα σχήμα λόγου και γίνεται πολύ περισσότερο ένας αρκετά πραγματικός ιστορικός ορίζοντας, τουλάχιστον με την έννοια ενός φυσικού περιβάλλοντος που γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την επιβίωση, εάν αναλογιστούμε ότι χωρίς αντιστροφή των σημερινών τάσεων η κλιματική αλλαγή θα γίνει με βεβαιότητα κλιματική καταστροφή και τότε ένα σημαντικό μέρος του πλανήτη θα γίνει απλώς αβίωτο; Τι γίνεται όταν πληθαίνουν τα περιστατικά καταστροφών, που σε τοπικό επίπεδο παραπέμπουν σαφώς στο τέλος ενός τρόπου ζωής, είτε μιλάμε για το όραμα των Πολιτειών της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ για κατοικίες και συνοικισμούς μέσα στο δάσος, είτε για τη συνύπαρξη των πόλεων και των ποταμιών στην Ευρώπη, είτε για τη σταδιακή αύξηση των ερημοποιημένων εκτάσεων; Τι γίνεται όταν τα κρίσιμα κατώφλια που θα καταστήσουν πολύ πιο δύσκολη εάν όχι αδύνατη τη ζωή σε συγκεκριμένες περιοχές θα έχουν ξεπεραστεί όταν οι σημερινοί έφηβοι θα είναι 45 ετών;
Η συνύπαρξη με το φόβο της απόλυτης καταστροφής δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η κούρσα των εξοπλισμών στην εποχή του (όχι και τόσο) Ψυχρού Πολέμου όχι μόνο έκανε αυτόν τον φόβο ιδιαίτερα υπαρκτό αλλά και πυροδότησε μια εκτεταμένη κινηματογραφική, τηλεοπτική και λογοτεχνική παραγωγή γύρω από την εικονογραφία ενός μετα-αποκαλυπτικού μέλλοντος. Μόνο που τότε η επίγνωση αυτή αντανακλούσε εν μέρει και την πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν θα έπρεπε ποτέ να φτάσουν εκεί. Η σημερινή πραγματικότητα αναλογεί περισσότερο στη δυστοπική βεβαιότητα για την εξελισσόμενη καταστροφή που αποτυπώνουν πιο πρόσφατες μετα-αποκαλυπτικές ταινίες.
Φαινομενικά, η επίγνωση ότι το τέλος του κόσμου (τουλάχιστον όπως τον ξέραμε) έχει οδηγήσει στην επιτάχυνση των μέτρων που σκοπό έχουν να αντιστρέψουν την κλιματική αλλαγή. Βεβαίως, παρά τις διαβεβαιώσεις των κυβερνήσεων, μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει πραγματική πρόοδος, ιδίως όταν αυτή κρίνεται στην παγκόσμια κλίμακα. Βλέπετε είναι εύκολο να διαφημίζεται η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε αναπτυγμένες χώρες, την ώρα που ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη εξακολουθεί ακόμη να έχει μεγάλες ελλείψεις ενέργειας που σήμερα μόνο τα ορυκτά καύσιμα μπορούν να τους προσφέρουν.
Τεχνοκρατικές φαντασιώσεις
Παράλληλα, υπάρχουν και οι τεχνοκρατικές φαντασιώσεις. Οι τεχνολογίες δέσμευσης, αποθήκευσης και μετατροπής του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, καθαυτές μια σημαντική πλευρά της προσπάθειας αντιστροφής της κλιματικής αλλαγής, συχνά παρουσιάζονται ως η δυνατότητα να συνεχίσουμε να έχουμε μια χρήση ορυκτών καυσίμων, αλλά «χωρίς συνέπειες», παραβλέποντας ότι χρειάζεται ταυτόχρονα ο μηδενισμός των νέων εκπομπών και η προσπάθεια για δέσμευση μεγάλου μέρος των αερίων που έχουν ήδη εκπεμφθεί από την βιομηχανική επανάσταση και μετά.
Κυρίως, όμως, αυτό που εντυπωσιάζει στη συζήτηση για την ιδιότυπη συνθήκη ενός εν εξελίξει «τέλους του κόσμου» είναι η απροθυμία συζήτησης του βάθους των αλλαγών στις κοινωνικές σχέσεις, τις καταναλωτικές πρακτικές, τον τρόπο ζωής που συνεπάγεται η αναμέτρηση μαζί του. Παραφράζοντας την φράση που αναφέραμε στην αρχή, θα λέγαμε ότι παρότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, εξακολουθούμε να μην θέλουμε να συζητήσουμε το τέλος του καπιταλισμού ή έστω την ανάγκη υπέρβασης μιας οικονομικής λογικής που στηρίζεται στην απεριόριστη παραγωγή, κατανάλωση και συσσώρευση και η οποία όχι μόνο βρίσκεται στον πυρήνα της επικίνδυνης προσκόλλησής μας στα ορυκτά καύσιμα από τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά και δεν επιτρέπει – με την επιμονή ότι «η αγορά πάντα ξέρει καλύτερα» – την αναμέτρηση με τις μεγάλες απαιτήσεις αναδιανομής πόρων, δημόσια επένδυσης, κεντρικού σχεδιασμού που απαιτεί η αναμέτρηση με το πρόβλημα.
Στην πιο ελπιδοφόρα πλευρά των πραγμάτων ας υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι μια νεώτερη γενιά, ίσως και επειδή έχει επίγνωση ότι κινδυνεύει να ζήσει πραγματικά το τέλος του κόσμου, κινητοποιείται πολύ πιο συστηματικά, γύρω από ένα ζήτημα που σε τελικά ανάλυση μόνο ως το δικαίωμα στο μέλλον μπορεί να περιγραφεί.
Talkin’ about a revolution
Παρότι έκφραση οργής για την ανεργία και τη φτώχεια στη δεκαετία του 1980, το ρεφρέν της Τρέισι Τσάπμαν θα μπορούσε να είναι το μότο στη συζήτησή μας. Η επικείμενη κλιματική καταστροφή και η αναμέτρησή μαζί της επιβάλλουν τόσο εκτεταμένες αλλαγές και ανατροπές στη ζωή μας που μόνο η έννοια της επανάστασης μπορεί να περιγράψει (η ή έννοια της «αλλαγής παραδείγματος» που χρησιμοποίησε ο Τόμας Κουν για τις επιστημονικές επαναστάσεις), είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε, είτε όχι.