«Το Κυπριακό λύθηκε το 1974» συνήθιζε να λέει ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, πρωθυπουργός της Τουρκίας κατά τη διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο. Στις συνομιλίες για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά, το 2017, πολλοί περίμεναν ότι είχε έρθει η ώρα μιας πολιτικής λύσης, αλλά διαψεύστηκαν. Σήμερα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, μιλώντας για «λύση δύο κρατών». Ανήμερα δε της 47ης επετείου της τουρκικής εισβολής, ανακοίνωσε το «πιλοτικό» άνοιγμα της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, που για πολλούς σηματοδοτεί την απαρχή της οριστικής διχοτόμησης της Μεγαλονήσου.

Χαώδεις διαφορές

Εργαλειοποιώντας κυνικά τα τετελεσμένα (παράνομη εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου), η Τουρκία προωθεί επί του πεδίου τη «λύση των δύο κρατών». Προκειμένου μάλιστα να «αιτιολογήσει» τις ενέργειές της, η Αγκυρα αναφέρεται και στις αποτυχημένες συνομιλίες για το Κυπριακό, με αποκορύφωμα εκείνες στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας το 2017. Λίγες μέρες πριν από την πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στα Κατεχόμενα, τουρκικές διπλωματικές πηγές διατείνονταν ότι η «λύση των δύο κρατών» ήταν πάντα υπαρκτή και πως «μια ομοσπονδιακή λύση ήταν προτιμότερη, αλλά δεν συνέβη». Πλέον, το Κυπριακό μοιάζει να κινείται σε άλλη γραμμή, ενώ η απόσταση Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων με τη Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) – μοντέλο επίλυσης που προκρίνουν Αθήνα, Λευκωσία και διεθνής κοινότητα – μοιάζει χαώδης.

Παιχνίδι με τα Βαρώσια

Οι λόγοι μεταβολής της τουρκικής θέσης στο Κυπριακό περιγράφονται αναλυτικά και στο κείμενο πολιτικής με τίτλο «Επιστροφή στην «παράδοση»: Η τουρκική μεταβαλλόμενη θέση από μια ομοσπονδιακή σε μια λύση δύο κρατών στο Κυπριακό», που δημοσιεύτηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Ifri), από τον πολιτικό αναλυτή Χασάν Οζερτέμ. «Η θέση της Αγκυρας και του Βορρά (σ.σ.: Κατεχόμενα) έχει αλλάξει μετά τις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι το μοντέλο επίλυσης που προτείνουν οι Ελληνες θα οδηγήσει τους Τουρκοκυπρίους να γίνουν μειονότητα στο νησί. Η Αγκυρα θέλει μια μακροχρόνια λύση με πλαίσιο βασισμένο στην αρχή της ισότητας» υπογραμμίζει στο «Βήμα» ο κ. Οζερτέμ.

Οπως εκτιμά ο τούρκος αναλυτής, οι ενέργειες της Αγκυρας στα Βαρώσια έχουν «χάρτη πορείας» και στοχεύουν σε ένα σταδιακό άνοιγμα της περίκλειστης πόλης, ενώ αναφέρεται σε στρατηγική παρόμοια με την Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας. «Η τουρκική πλευρά θέλει να προσέξει να μην παραβιάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ενώ ανοίγει ορισμένα τμήματα της πόλης. Το σταδιακό άνοιγμα της πόλης είναι πιθανώς μια τακτική, όπως και στους διερευνητικούς ελιγμούς των τουρκικών σεισμικών σκαφών, για να δείξουν ότι εάν το status quo δεν διατηρηθεί, τότε Τουρκία και Τουρκοκύπριοι δεν θα ήταν απλώς θεατές στην Ανατολική Μεσόγειο» προσθέτει.

Αντιδράσεις

Σημαντική μερίδα της τουρκοκυπριακής κοινότητας αντιτίθεται σφόδρα στην προώθηση της λύσης δύο κρατών. Εχει ενδιαφέρον ότι τα δύο κόμματα της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης μποϊκοτάρισαν την ομιλία Ερντογάν στην «Βουλή» των Κατεχομένων. «Αυτό ήταν ένα τεράστιο μήνυμα από τη μικροσκοπική τουρκοκυπριακή κοινότητα προς την Τουρκία» τονίζει στο «Βήμα» η Εσρά Αϊγκίν. Για την τουρκοκύπρια δημοσιογράφο και ακτιβίστρια, η «λύση των δύο κρατών» δεν είναι αποδεκτή, καθώς εκτιμά ότι θα συνεπάγεται μεγαλύτερη εξάρτηση και καταπίεση των Τουρκοκυπρίων από την Αγκυρα. Οπως σημειώνει, «οι Τουρκοκύπριοι θα χάσουν την ταυτότητα και τον πολιτισμό τους. Ο κόσμος θα γίνει περισσότερο θρησκευόμενος και συντηρητικός». Ακόμα, εκφράζει ανησυχία για πιθανή εμφάνιση στα Κατεχόμενα «φαινομένων» που λαμβάνουν χώρα στην Τουρκία, όπως παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταστολή κοινωνίας των πολιτών, φίμωση των μέσων ενημέρωσης.

Σύμφωνα με την κυρία Αϊγκίν, οι Τουρκοκύπριοι αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα. «Οταν οι Τουρκοκύπριοι είχαν ηγέτες που εργάζονταν για ομοσπονδιακή λύση ή όταν ψήφισαν για ομοσπονδιακή λύση (σ.σ.: Σχέδιο Αναν 2004), αυτό αντιστράφηκε από τους Ελληνοκυπρίους. Τώρα είμαστε αντιμέτωποι με λύση δύο κρατών που θα σημάνει την πλήρη διάλυση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι Τουρκοκύπριοι θα πάψουν να υπάρχουν. Είναι αδιέξοδο» εξηγεί. Αναφορικά με τα Βαρώσια, υποστηρίζει ότι οι ελληνοκυπριακές περιουσίες θα κατασχεθούν.

Η σημασία της Κύπρου

Για τους Βρετανούς, η Κύπρος ήταν ένα «μπαλκόνι στην Ανατολική Μεσόγειο». Για την Τουρκία, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη. «Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα» είχε επισημάνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας και συγγραφέας του «Στρατηγικού Βάθους», κινητήριου δόγματος της εξωτερικής πολιτικής της Αγκυρας επί αρκετά χρόνια. Ακόμα και μια περιήγηση στην ιστοσελίδα του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών μαρτυρεί ότι το Κυπριακό αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.

«H Kύπρος αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και δεκαετίες. Η παρουσία των Τούρκων στο νησί και το καθεστώς εγγυητή της Τουρκίας – μαζί με την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο – καθιστούν την Αγκυρα ένα φυσικό ενδιαφερόμενο μέρος στην αναζήτηση λύσης» λέει ο κ. Οζερτέμ. «Οι δυναμικές έχουν εξελιχθεί με τις μεταβαλλόμενες ισορροπίες από το 2010 και με τις προσπάθειες οριοθέτησης των θαλασσίων ορίων, με τρόπο που θεωρείται ότι αγνοεί τα συμφέροντα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων. Αυτό κρίνεται ως απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της Αγκυρας. Λαμβάνοντας υπόψη μια πιο αποφασιστική τουρκική εξωτερική πολιτική που άρχισε να διαμορφώνεται την ίδια εποχή, η Κύπρος θεωρείται ως μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας τώρα, σε αντίθεση με το status quo ante» επισημαίνει.

Ελληνοτουρκικά και ελιγμοί

Οι εξελίξεις στο Κυπριακό επηρεάζουν άμεσα τις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας. Γνώστες των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτήριζαν στο «Βήμα» προσωρινό το momentum περί ήρεμου θέρους στο Αιγαίο. Επισήμαναν, δε, ότι οι τουρκικές ενέργειες στα Βαρώσια αποτελούν τακτικό ελιγμό για πιθανή επανεκκίνηση των συνομιλιών. Ο πρόεδρος Ερντογάν επιδιώκει να καθιερώσει την Τουρκία ως ηγεμονική περιφερειακή δύναμη και προστάτιδα των απανταχού μουσουλμάνων και τουρκογενών πληθυσμών, δηλώνει στο «Βήμα» ο Γιώργος Καλπαδάκης, εντεταλμένος ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας του προσφάτως εκδοθέντος και άκρως ενδιαφέροντος βιβλίου «Κυπριακό 1954-1974: Στοχαστικές προσαρμογές και ο αιώνιος δηληγιαννισμός».

«Στο πλαίσιο αυτό επιχειρεί εδώ και χρόνια να συνδυάσει τις εξελίξεις στο Κυπριακό με τη χειραγώγηση του τουρκοκυπριακού στοιχείου και τον μετασχηματισμό μιας μετριοπαθούς μουσουλμανικής κοινότητας σε συντηρητική ισλαμική κοινωνία που θα τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο της Αγκυρας. Μια προσπάθεια που συνδέει ένα “εθνικό θέμα” για την τουρκική εξωτερική πολιτική, με τη δική του ισλαμιστική ατζέντα και την στρατιωτικοποίηση της Κύπρου μέσω της εγκατάστασης νέων τουρκικών βάσεων στα Κατεχόμενα» σημειώνει. «Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία», συνεχίζει ο κ. Καλπαδάκης, «πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για δίκαιη και βιώσιμη λύση στη βάση της ΔΔΟ με πολιτική ισότητα, μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και διεθνή εκπροσώπηση, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα. Οι περιφερειακές συνεργασίες», προσθέτει, «αν και εξαιρετικά σημαντικές από μόνες τους, δεν μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την εξέλιξη του Κυπριακού που περνάει από τις Βρυξέλλες, την Ουάσιγκτον και τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας».

Οπωσδήποτε, οι τουρκικές ενέργειες στο Κυπριακό περιπλέκουν περισσότερο μια ήδη δύσκολη εξίσωση, ενώ κομβική σημασία έχει το τι θα αποφασίσουν οι Ελληνοκύπριοι, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία, για το μέλλον τους.