Εγγραφο για την… μαζική αδιαφορία αστυνομικών σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας- όπως αυτή που οδήγησε στην δολοφονία της άτυχης 31χρονης στην Δάφνη- είχε συντάξει πριν ένα περίπου χρόνο η ηγεσία της ΕΛΑΣ.
Στο έγγραφο αυτό επισημαίνονταν όχι μόνο οι πλημμελείς ενέργειες αστυνομικών αλλά κι οι προσπάθειες πολλών ένστολων να αποθαρρύνουν πολίτες να προχωρούν σε σχετικές καταγγελίες!
Με άλλα στελέχη όμως της ΕΛΑΣ όμως να μιλούν για τις παρενέργειες της αποδυνάμωσης των αστυνομικών υπηρεσιών και της υπερπίεσης με δεκάδες συμβάντα, κυρίως στις υπηρεσίες της Αμεσης Δράσης που οδηγεί σε ελλιπείς ελέγχους σαν κι αυτούς στην Δαφνη, με δραματικά αποτελέσματα.
Κι έτσι τα 5.500 περίπου περιστατικά κακοποιήσεων μέσα στο σπίτι που κατεγραφησαν επισήμως το 2020 (με αυξητική ταση εν μέσω καραντίνας και μετά από αυτήν) να θεωρούνται κατά πολύ λιγότερα από αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Το αρχηγείο της ΕΛΑΣ έθεσε λοιπόν, το βραδυ της Παρασκευής, σε διαθεσιμότητα δύο αστυνομικούς που, σύμφωνα με όσα κατήγγειλε γειτόνισσα του θύματος στην Δάφνη κλήθηκαν να ελέγξουν περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας στις 11 Ιουλίου, ωστόσο έφυγαν άπραγοι με αποτέλεσμα 19 μέρες μετά η 31χρονη να δολοφονηθεί εν ψυχρώ από τον σύζυγό της.
Σε μία προβληματική διαχείριση του περιστατικού που κάθε άλλο παρά φαίνεται ότι ήταν κάτι μεμονωμένο.
Σε έγγραφο του αρχηγείου της ΕΛΑΣ που συντάχθηκε στις 2 Ιουλίου 2020 με τίτλο «Παραλείψεις αστυνομικού προσωπικού κατα τον χειρισμό των υποθέσεων ενδοικογενειακής βίας» προσδιοριζόταν το πρόβλημα αυτό στην διαχείριση τέτοιου είδους συμβάντων. Όπως σημειωνόταν «παρά την προφανή σημασία που αποδίδεται στο εν λόγω φαινόμενο το Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας έχει γίνει δέκτης παραπόνων και καταγγελιών από φορείς και πολίτες αναφορικά με παραλείψεις κατά το χειρισμό τέτοιου είδους υποθέσεων. Οι εν λόγω καταγγελίες αφορούν κυρίως στην αποθάρρυνση των πολιτών στην υποβολή καταγγελιών , στην άρνηση λήψης μήνυσης καθώς και στην εν γένει μη εκδήλωση των ενδεδειγμένων ενεργειών. Οπως επί παραδείγματι αναζήτηση σύλληψη του δράστη και παραπομπή του ενώπιον των εισαγγελικών αρχών »
Τι ζητούσαν στο έγγραφο
Με βαση αυτές τις καταγγελίες στο έγγραφο της ΕΛΑΣ ζητείτο τότε «απαρέγκλιτη εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία κι άμεσης εκδήλωσης των υπηρεσιακών και δικονομικών ενεργειών στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης δίωξης του αδικήματος.
Ακόμη πρέπει να γίνονται οι ορθές υπηρεσιακές ενέργειες για τη σύλληψη του δράστη σε περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος και την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη . Ακόμη από το προσωπικό του σώματος που χειρίζεται υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας να υπάρχει επίδειξη της απαιτούμενης ευαισθησίας και την παγίωση της επαγγελματικής αντιλήψεις και υπευθυνότητας τήρηση εχεμύθειας ως προς τα στοιχεία ταυτότητας του θύματος και του φερόμενου ως δράστη».
Όμως φαίνεται ότι πολλές από αυτές τις προτροπές έμειναν κενό γράμμα…
Όπως αναφέρουν ‘εμπειρα στελέχη της ΕΛΑΣ «το περιπολικό που πήγε στις 11 Ιουλίου στο σπίτι που έγινε την Παρασκευή ο φόνος, έπρεπε να συνομιλήσει αμέσως με την καλούσα και να λάβει επαρκείς πληροφορίες Το τηλέφωνο της ήταν εξάλλου καταγεγραμμένο στο επιχειρησιακό κέντρο. Επρεπε να αναζητησει την διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, επίσης για λήψη πληροφοριων.
Επρεπε να χτυπήσει οπωσδήποτε το κουδούνι του επίμαχου διαμερισματος (ισως υπήρχε ξυλοδαρμός σε εξέλιξη ή και απόπειρα ανθρωποκτονίας). Επρεπε να συνομιλήσει με το ζεύγος και σε καθε επικίνδυνη περίπτωση, να ζητήσει ενίσχυση. Επρεπε να σχηματισθεί δικογραφία, έστω και με κατάθεση της καλούσας (περι «φωνών βοήθειας»), διότι ο νόμος περί ενδοοικογενειακής βίας είναι σε αυτεπάγγελτο επιπεδο και δεν χρειάζεται το αίτημα για ποινική δίωξη εκ μέρους του θύματος. Ακόμη θα πρέπει να εξετασθεί αν υπήρχαν καταγγελίες και σε τοπικές αστυνομικές υπηρεσίες –υπάρχουν σχετικές πληροφορίες- κι αν σχηματίσθηκε δικογραφία, υπήρξε ενημέρωση του Τμήματος Ενδοοικοιγενειακής Βίας κι έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες».
Ωστόσο από την άλλη πλευρά ένστολοι υποστηρίζουν ότι «λόγω αποδυνάμωσης των αστυνομικών τμημάτων τα περιπολικά της Αμεσης Δράσης που καλούνται να διαχειριστούν δέχονται σε κάθε βάρδια τουλάχιστον 50-70 εντολές για διαχείριση διαφόρων συμβάντων . Κι έτσι δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στα περισσότερα από αυτά. Όπως λοιπόν συνέβη και με τον προγενέστερο αστυνομικό έλεγχο για το μοιραίο ζευγάρι στην Δαφνη, προχωρούν σε τυπικούς ελέγχους, μεταβιβάζουν στο κέντρον «ουδέν ανευρέθη» κι αποχωρούν για την επόμενη κλήση…».