Μια αναμέτρηση από εκείνες που δύσκολα θα μπορούσε να απαρνηθεί οδήγησε τη Βέρα Κρούσκα στη Θεσσαλονίκη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: Είναι το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και ο ρόλος της Μαίρης Τάιρον, ένας από τους κορυφαίους του παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Ηθοποιός λεπτών αποχρώσεων, η Βέρα Κρούσκα αντιμετωπίζει αυτή τη «συνάντηση» με την εμπειρία και την αγωνία της: Γι’ αυτό, πριν καν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, την ακούω να μου λέει: «Ενας ηθοποιός σε έργα όπως αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από μανιερισμούς, κλισέ, κόλπα. ΄Η θα παίξει ή θα χάσει το παιχνίδι». Αλλά το δικό της παιχνίδι έχει μάθει, εδώ και χρόνια, να το κερδίζει.

Μιλήστε μου για την ηρωίδα σας, κυρία Κρούσκα…

«Η Μαίρη Τάιρον προέρχεται από μια αστική οικογένεια. Είχε πάει στις καλόγριες, μάθαινε πιάνο. Κλειστό παιδί, χαρούμενο, ιδιαίτερο. Ερωτεύθηκε τον Τάιρον, τον παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία. Δεν μπορούσε όμως να συναναστραφεί εύκολα τους ανθρώπους του θεάτρου. Δεν είχε καμία σχέση μαζί τους. Τον ακολουθούσε στα ταξίδια, στις περιοδείες του, τον περίμενε νύχτες ολόκληρες. Του άρεσε πολύ το αλκοόλ – κάποιες φορές τον έφερναν  μεθυσμένο. Εζησε πολλά η Μαίρη Τάιρον».

Τι την οδήγησε στη μορφίνη;

«Κάποια στιγμή η ζωή της κινδύνεψε από τη μοναξιά. Εχασε ένα παιδί – «γεννούσα παιδιά σε φτηνά ξενοδοχεία, σε ακολουθούσα σε τρένα χωρίς κρεβάτια» του λέει. Λόγω των ρευματισμών της, ένας γιατρός τής έδωσε μορφίνη και άρχισε να μπαίνει σε αυτόν τον κόσμο. Εθίστηκε. Η μορφίνη τής έδινε την ψευδαίσθηση ότι γυρίζει πίσω στα παλιά – την ανακούφιζε. Ενα μεγάλο κορίτσι είναι η Μαίρη. Μπορεί η μορφίνη να της γιατρεύει τους πόνους, αλλά εκείνη έψαχνε κυρίως να γιατρέψει τους πόνους της ψυχής της».

Ποιες είναι οι απαιτήσεις του ρόλου;

«Κατ’ αρχάς είναι ρεαλιστικό θέατρο, ρεαλιστικότατο. Δεν μπορείς να πεις «το ‘χω». Είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει στο θέατρο. Εύχομαι να αξιωθώ και να μπορέσω να τα βγάλω πέρα.

Στην πορεία του έργου παρουσιάζεται κάπου ανάμεσα σε ένα νέο κορίτσι κι ένα δυστυχισμένο πλάσμα που περιφρονεί στο βάθος τον εαυτό της – γιατί δεν αντιστάθηκε, δεν έφυγε. Μεταμορφώνεται. Και αγαπάει τον Τάιρον και τον μισεί και τον κατηγορεί. Θέλει να απαλλαγεί από τη μορφίνη – δεν μπορεί.

Ο Τάιρον είναι εγωκεντρικός, σκληρός, ένας καθρέφτης του θεάτρου, καθρέφτης της ζωής είναι και το ίδιο το έργο».

Είναι τόσο σκληρό το θέατρο;

«Ναι, είναι. Είναι και γλυκό. Εχει τα πάντα. Ανταγωνισμό, θαυμασμό, περιφρόνηση, αγάπη, τσακωμούς, πόσα ακόμα. Μια δεύτερη ζωή με πολλές ζωές μέσα της».

Αναγνωρίζετε δικά σας στοιχεία;

«Οπως λέμε πάντα, ο ηθοποιός βιώνει τη «χαρά» να ξεφεύγει, να παίζει, να γνωρίζει και να πονάει έναν άνθρωπο που μπορεί να μην έχει καμία σχέση μαζί του – χρήστρια δεν υπήρξα ποτέ… Το γράψιμο του Ο’ Νιλ σου δίνει τόσο πολλά, είναι πολυσύνθετο. Δεν μπορείς να αντλήσεις κάτι προσωπικό σου. Το κείμενο σε καλεί να ερμηνεύσεις. Δεν γίνεται αλλιώς».

Η οικογένεια και οι παθογένειές της. Σκέφτεστε τη δική σας;

«Η οικογένεια είναι θέμα για όλα τα μεγάλα έργα. Εγώ δεν έχω τέτοιες αποσκευές. Είναι περίεργο, αλλά είχα μια ήσυχη οικογένεια, μια ήρεμη σχέση με όλους, ήμασταν τρία αδέλφια. Ο πατέρας μου μπορεί να αγαπούσε λίγο παραπάνω εμένα – ήμουν μοναχοκόρη – και να ζήλευαν τα αδέλφια μου, αλλά ήταν κάτι πολύ λίγο. Δεν μου θυμίζει τίποτα από τους Τάιρον».

 

Τι κρατάτε από τότε;

«Ολο αυτό διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου. Δεν μαλώνω εύκολα, δεν ζηλεύω καθόλου. Νομίζω ότι με έκανε έναν ήσυχο άνθρωπο αλλά ανήσυχο με όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή, κι ας μην είναι προσωπικά».

Σας κλόνισαν οι καταγγελίες στο θέατρο;

«Κοιτάξτε. Δεν θα έπρεπε να έχει κάποιος τη δυνατότητα κατάχρησης εξουσίας στο θέατρο. Δεν το έχω βιώσει, με τόσους ανθρώπους που έχω συνεργαστεί, με τόσους σπουδαίους σκηνοθέτες. Είναι άρρωστα πράγματα αυτά. Συμβαίνουν όμως, όπως συμβαίνουν και στη ζωή, και μάλιστα ακόμα χειρότερα.

Ομολογώ ότι πάρα πολύ με στενοχώρησαν συγκεκριμένοι άνθρωποι που βρέθηκαν μέσα σε αυτές τις καταγγελίες, με κυριότερο το θέμα για τον Δημήτρη Λιγνάδη. Εχω συνεργαστεί μαζί του, γνώριζα τον πατέρα του, στενοχωρήθηκα. Και δεν αισθάνομαι καλά που βρίσκεται εκεί τώρα. Είναι πολύ κρίμα. Με φοβερή γνώση γύρω από το θέατρο, έναν άνθρωπο που εκτιμούσα πολύ γι’ αυτό του το κομμάτι. Θα βάλω στην άκρη το προσωπικό μου αίσθημα: Για το άλλο κομμάτι είναι από τις περιπτώσεις που δεν ξέρεις τι να πεις, ειλικρινά».

Εχετε πάντα αγωνία για την πρεμιέρα;

«Ναι, πάντα. Θέλω πάντα να είμαι μήνες μπροστά, να έχω παίξει και ξαναπαίξει. Ετσι ηρεμεί η ψυχούλα μου αλλά δεν γίνεται. Θα ήθελα να βλέπω τον δρόμο σαν να τον έχω ήδη κάνει».

Τι σας έμεινε από τον κορωνοϊό;

«Αυτή η έλλειψη ελευθερίας – είναι μεγάλη ιστορία η έλλειψη ελευθερίας. Για μένα ήταν και είναι το πρώτο στη ζωή. Θέλω να νιώθω ελεύθερη. Αλλά στενοχωρήθηκα που έχασα φίλους. Μου αφήνει μια θλίψη για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έφυγαν έτσι. Και είμαι τελείως κάθετη με τους ανθρώπους που δεν θέλουν να εμβολιαστούν – μεγάλο λάθος».

Εχει τίμημα η ελευθερία για μια γυναίκα;

«Ναι, βαρύ και το έχω βιώσει. Γιατί εγώ έχω κάνει στη ζωή μου την ελευθερία πράξη. Μεγάλη κούραση. Δεν επαναπαύθηκα, έπρεπε να τα κάνω όλα εγώ. Να πάρω τις αποφάσεις, να διεκδικήσω, να ζήσω, να χειριστώ, να μην χάσω τον χαρακτήρα και τον εαυτό μου μέσα από αντίξοες συνθήκες. Πρόσεξα πολύ. Ηταν δύσκολο».

Το βλέμμα των άλλων πάνω σας άλλαξε μέσα στα χρόνια;

«Να σας πω κάτι; Δεν το πρόσεξα ποτέ αυτό το βλέμμα. Δεν το άφησα να ακουμπήσει πάνω μου, να με αμφισβητήσει. Χαιρόμουν τους ανθρώπους που με δέχτηκαν, που έγιναν φίλοι μου. Οχι, δεν το πρόσεξα ποτέ».