Μια φορά κι έναν καιρό στο Χόλιγουντ, όταν ο όρος femme fatale, μοιραία γυναίκα, δεν προκαλούσε ενόχληση ως «μη πολιτικά ορθός» – κάτι που πολύ πιθανόν να συμβαίνει σήμερα -, γυναίκες όπως η Λάνα Τέρνερ και η Βερόνικα Λέικ έβγαζαν το ψωμί τους διατηρώντας με ευλαβική προσοχή αυτή την ιδιότητα. Ηταν τα «κακά» κορίτσια του σινεμά και τους άρεσε. Και γι’ αυτό άρεσαν κι εκείνες στο κοινό τους. Υποδύονταν γυναίκες με την ικανότητα να παγιδεύουν τα αρσενικά στα δίχτυα τους, όπως οι αράχνες τις μύγες στον ιστό τους. Και τις περισσότερες φορές οι άνδρες, ενώ καταλάβαιναν πως με μαθηματική ακρίβεια κάποια στιγμή θα την «πατούσαν» δίπλα τους, πολύ απλά δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Οπως συνέβη με τον Τζον Γκάρφιλντ που παρασύρθηκε φτάνοντας ως τον φόνο, μην μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό της λάγνας ομορφιάς της Λάνα Τέρνερ στο «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» («The Postman Always Rings Twice», 1946). Και όπως συνέβη με τον Αλαν Λαντ, που αν και αδίστακτος, ψυχρός, πληρωμένος φονιάς στην «Αγάπη του γκάνγκστερ» («This Gun for Hire», 1942), βρήκε τελικά τον δάσκαλό του, ή καλύτερα τη δασκάλα του, όταν στο διάβα του βρέθηκε η Βερόνικα Λέικ. Μάλιστα, η επιτυχία αυτού του φιλμ είχε ως αποτέλεσμα τη συνεργασία των Λαντ – Λέικ σε αρκετές ακόμα ταινίες.
Ο βίος των δύο αυτών γυναικών είχε αρκετές ομοιότητες και μία από αυτές ήταν ότι ενώ ξεκίνησαν κυριολεκτικά από το πουθενά, μπόρεσαν να επιβληθούν, με όλες τις πιθανότητες να τα καταφέρουν εναντίον τους. Η Βερόνικα Λέικ, κόρη ενός ναυτικού και μιας νοικοκυράς, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης τον Νοέμβριο του 1922 και μεγάλωσε ανάμεσα στη Σάρανακ Λέικ της Νέας Υόρκης και το Μαϊάμι της Φλόριδας, όπου άρχισε η σύντομη καριέρα της. Αυτό έγινε όταν η Λέικ κέρδισε το τρίτο βραβείο σε έναν τοπικό διαγωνισμό ομορφιάς, λόγος αρκετός για τη φιλόδοξη μητέρα της να την πείσει να μετακομίσει στο Χόλιγουντ και να αναζητήσει καριέρα ηθοποιού. Πολλά χρόνια αργότερα η μητέρα της Βερόνικα Λέικ θα τη μήνυε με τον ισχυρισμό ότι την εγκατέλειψε στα γεράματα και δεν τη στήριζε οικονομικά. Στο Χόλιγουντ, αρχικά, η Λέικ έβρισκε μόνο διακοσμητικούς ρόλους-περάσματα, αλλά κάποια στιγμή ένιωσε τα φτερά της να ανοίγουν. Αυτό έγινε όταν υποδύθηκε την τραγουδίστρια σε νάιτ κλαμπ σε μια ταινία που συμπτωματικά είχε τον τίτλο «Δοξασμένα φτερά» («I Wanted Wings», 1941).
Λίγο μεγαλύτερη από τη Βερόνικα Λέικ, η Λάνα Τέρνερ γεννήθηκε στην καρδιά της Αμερικής, το Αϊνταχο, στις 8 Φεβρουαρίου 1921 και ο θρύλος λέει ότι ήταν μόλις 16 χρόνων όταν κάποιος την πρόσεξε ενώ έπινε το αναψυκτικό της σε ένα κατάστημα του Χόλιγουντ. Και στη δική της περίπτωση, η αφετηρία έγινε με μικρούς ρόλους σε ασήμαντες ταινίες της Warner Bros, μέχρι τη στιγμή που ένας άλλος κολοσσός, η Metro-Goldwyn-Mayer – η οποία τη δεκαετία του 1930 έπιασε ταβάνι -, την προσέλαβε για κάτι μεγαλύτερο. Στην αγκαλιά της MGM η Τέρνερ έγινε σταρ, ενώ, παρομοίως με τη Λέικ, ο τίτλος της πρώτης σημαντικής ταινίας της είχε έναν παραλληλισμό με την προσωπικότητά της: «They Won’t Forget» (1937) του Μέρβιν Λερόι. «Δεν θα λησμονήσουν ποτέ». Ο ρόλος της ήταν μικρός, αλλά, πράγματι, έμεινε αξέχαστη.
Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια η Τέρνερ εργάστηκε για την MGM παίζοντας δίπλα σε κορυφαίους σταρ της εποχής, από τον Τζέιμς Στιούαρτ («Σειρήνες του Μπρόντγουεϊ» / «Ziegfield Girl», 1941), μέχρι τον Σπένσερ Τρέισι (Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» / «Dr. Jekyll and Mr. Hyde», 1941) και τoν Ρόμπερτ Τέιλορ («Αιχμάλωτοι του πάθους» / «Johnny Eager», 1941). Η κορύφωση ήρθε με τον «Ταχυδρόμο», που ήταν η αρχή μιας τρομερής ρέντας, καθώς οι ταινίες που τον ακολούθησαν έσπασαν ταμεία: «Το νησί του πράσινου δελφινιού» («Green Dolphin Street», 1947), «Μετανοώ» («Cass Timberlane», 1947) και «Οι τρεις σωματοφύλακες» («The Three Musketeers», 1948).
Η signature κόμη
Eνα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό των Βερόνικα Λέικ και Λάνα Τέρνερ ήταν ότι οι περιορισμένες υποκριτικές δυνατότητές τους αντισταθμίζονταν από την επιβλητική τους περσόνα που τις βοήθησε να παραμείνουν στην κορυφή, αν και όχι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περσόνα, βέβαια, σημαίνει και εμφάνιση.
«Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές» είναι ο τίτλος της ταινίας του Χάουαρντ Χοκς και αν ποτέ υπήρξαν κινηματογραφικές σταρ που έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στο χρώμα των μαλλιών τους αυτές ήταν σίγουρα η Βερόνικα Λέικ και η Λάνα Τέρνερ. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1940 και ενώ η Αμερική είχε μπει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γοητεία που ασκούσαν τα αστέρια του Χόλιγουντ βοήθησε εν πολλοίς στη διατήρηση της οικονομίας. Τόσο η Λάνα Τέρνερ όσο και η Βερόνικα Λέικ, που αποτέλεσαν ενσάρκωση του «Hollywood Glam», υπήρξαν τα τέλεια παραδείγματα, όπως αποδεικνύεται και από μαγνητοσκοπημένα κλιπ ειδήσεων της εποχής. Σε ένα από αυτά, από τον Μάιο του 1942, η Τέρνερ προωθεί το νέο χτένισμά της καλώντας το αμερικανικό γυναικείο κοινό να τη μιμηθεί.
Και η κόμμωση της Λέικ, με τη χαρακτηριστική μακριά φράντζα να καλύπτει το ένα μάτι της (κάτι που πρώτη λάνσαρε), έγινε μόδα, αν και δεν έλειψαν οι… παρενέργειες: η αμερικανική κυβέρνηση ζήτησε από την ηθοποιό να μην εμφανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι τη μιμούνταν πολλές εργάτριες σε εργοστάσια όπλων και το αποτέλεσμα ήταν τα μακριά μαλλιά τους να μπλέκονται με τις μηχανές στη γραμμή παραγωγής προκαλώντας ατυχήματα!
Προσωπικοί δαίμονες και παρακμή
Η προσωπική ζωή και των δύο αυτών ηθοποιών υπήρξε προβληματική και αυτό συντέλεσε στην παρακμή τους. Κατ’ αρχάς οι δύο γυναίκες άλλαζαν συζύγους σαν τα φορέματά τους. Η Βερόνικα Λέικ παντρεύτηκε τέσσερις φορές, η Λάνα Τέρνερ οκτώ, με επτά διαφορετικούς άνδρες. Πρώτος γάμος της Λέικ ήταν με τον σκηνογράφο Τζον Ντέτλι, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη και χώρισαν έπειτα από τρία χρόνια γάμου. Ακολούθησε ένας γάμος με τον γνωστό σκηνοθέτη Αντρέ Ντε Τοτ, με τον οποίο απέκτησε δύο ακόμα παιδιά προτού το ζευγάρι χωρίσει ύστερα από οκτώ χρόνια γάμου. Τρίτος στη σειρά σύζυγος ήταν ο μουσικός εκδότης και στιχουργός Τζόζεφ Α. Μακ Κάρθι και τέταρτος ο βρετανός επιχειρηματίας Ρόμπερτ Κάρλτον-Μονρό, το 1972. Προφανώς η Βερόνικα Λέικ δεν ήταν άνθρωπος της οικογένειας και λέει πολλά το γεγονός ότι, πρώτον, τη μήνυσε η ίδια της η μητέρα και, δεύτερον, δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με τα δικά της παιδιά. Είκοσι έξι ταινίες γύρισε στην καριέρα της η Λέικ, η οποία πήρε τελικά την κατιούσα μετά τη δεκαετία του 1950. Εφτασε στο σημείο μάλιστα να αντιμετωπίζει πρόβλημα βιοπορισμού, λόγος για τον οποίο αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά ως υπεύθυνη στο μπαρ του ξενοδοχείου Martha Washington στο Μανχάταν. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τελείως την υποκριτική. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε δουλέψει σε καλοκαιρινούς θιάσους στη Μεγάλη Βρετανία, όπου έζησε αρκετά χρόνια μαζί με τον τελευταίο σύζυγό της. Πέθανε το 1973 στο Μπέρλινγκτον της Πολιτείας Βερμόντ σε ηλικία μόλις 50 ετών, από κίρρωση του ήπατος, τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Veronica», όπου εκτός από τα ειδύλλιά της με μεγιστάνες όπως ο Χάουαρντ Χιουζ ή ο Αριστοτέλης Ωνάσης εκμυστηρεύεται και τον εθισμό της στο αλκοόλ, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «το μεθύσι είναι πιο διασκεδαστικό στο να σε φτιάχνει απ’ ό,τι η βελόνα». Καμία μετάνοια, καμία ενοχή. Οχι, δεν θα μπορούσε να είχε ζήσει τη ζωή της διαφορετικά. «Ειδάλλως, πώς θα μάθαινα να είμαι άνθρωπος;» αναφέρει.
Ακόμα χειρότερες ήταν οι καταστάσεις που έζησε στην πολυτάραχη ζωή της η Λάνα Τέρνερ, αφού στη δική της περίπτωση προέκυψε και ένας φόνος. Το 1958, και ενώ είχε χωρίσει από τον ηθοποιό Λεξ Μπάρκερ, με τον οποίο ήταν παντρεμένη από το 1953 ως το 1957, η έφηβη κόρη της, Σέριλ (την απέκτησε με τον ηθοποιό Στιβ Κρέιν, τον οποίο μάλιστα η Τέρνερ παντρεύτηκε δύο φορές μέσα σε δύο χρόνια), μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τον εραστή της μητέρας της, τον γκάνγκστερ Τζον Στομπανάτο. Η υπόθεση της δολοφονίας Στομπανάτο αλλά και η δίκη που ακολούθησε είχαν λάβει τεράστιες διαστάσεις στην εποχή τους, παρόμοιες ίσως με το σκάνδαλο Ο. Τζ. Σίμπσον στη δεκαετία του 1990. Εν τέλει η Σέριλ Κρέιν αθωώθηκε διότι οι ένορκοι θεώρησαν ότι ο φόνος του Στομπανάτο έγινε εν αμύνη, με την κόρη της Τέρνερ να προσπαθεί να προστατεύσει τη μητέρα της που κακοποιούνταν από το θύμα.
H ειρωνεία είναι ότι εκείνα τα χρόνια η Τέρνερ είχε μπει στον κύκλο μιας νέας καριέρας. Είχε παίξει στο σπουδαίο φιλμ για το ίδιο το σύστημα του Χόλιγουντ με τίτλο «Η ωραία και το κτήνος» («The Bad and the Beautiful», 1952) του Βινσέντε Μινέλι και τo 1958, την ίδια ακριβώς χρονιά της δολοφονίας του Στομπανάτο, είχε προταθεί για πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα της για Οσκαρ, έχοντας παίξει στην κινηματογραφική εκδοχή του «Peyton Place» (προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Η ομορφιά της κολάσεως»). Εναν χρόνο αργότερα, το 1959, πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ντάγκλας Σερκ «Αυτή είναι η ζωή μου» («Imitation of Life»), η ιστορία της οποίας είχε πολλά κοινά στοιχεία με το σκάνδαλο που αφορούσε την ίδια και την κόρη της. Αυτή είναι και η τελευταία μεγάλη της ταινία.
Η Τέρνερ δεν σταμάτησε να εργάζεται μέχρι το 1985, όταν έκανε τις τελευταίες εμφανίσεις της στη σειρά «Το πλοίο της αγάπης». Πέθανε σε ηλικία 74 χρονών, ακριβώς μία δεκαετία αργότερα, στο Λος Αντζελες, έχοντας χάσει τη μάχη με τον καρκίνο, την τελευταία από τις πολλές μάχες που έδωσε στη ζωή της.