Είδα πρόσφατα τις δύο εξαιρετικές οσκαρικές ταινίες, τον «Πατέρα» του Φλοριάν Ζελέρ με τον Αντονι Χόπκινς και την Ολίβια Κόλμαν και το «Ασπρο πάτο» του Τόμας Βίντερμπεργκ με τον Μαντς Μίκελσεν. Σκέφτηκα πάλι τι έγινε, τι μας έχει συμβεί στην Ελλάδα, έχουμε πια ξεχάσει την τέχνη της αφήγησης.
Την αφήγηση μιας ιστορίας στη μεγάλη μας φόρμα (σινεμά – θέατρο – μυθιστόρημα) αλλά και στο τραγούδι. Φτιάχνουμε πια φορτωμένες κατασκευές με άποψη, ιδεολογία, εξυπνάδα, διδακτισμό, θέση, ηθικό δίδαγμα και γενικεύουμε την προσωπική μας συναισθηματική κατάσταση. Ολα εκείνα δηλαδή που τα φέρει στον οπλισμό της η τέχνη αλλά μόνο μέσα από τους κώδικές της, που άλλοτε είναι η ποίηση, άλλοτε ο συμβολισμός, άλλοτε το άρρητο, άλλοτε ο υπαινιγμός και άλλοτε το μετέωρο πέταγμα ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Που ποτέ δεν φωνάζουν, ποτέ δεν πουλάνε τη σιγουριά και το θέσφατο, αλλά την αγωνία για την αντιφατική ανθρώπινη ύπαρξη, για το δράμα της ατελούς φύσης. Δίχως κραυγαλέους τρόπους, χωρίς άτεχνα ιδεολογήματα και επίμονες υπογραμμίσεις λες και απευθύνονται σε κοινό που είναι σίγουρα δύο σκάλες κάτω και θέλει βοήθεια για να ανέβει…
Εχω αισθανθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια πως όταν ξεκινάμε να γράφουμε έχουμε έναν κατάλογο από λέξεις, σαν κατάλογο με ψώνια στο ψυγείο, και τσεκάρουμε αν τα έχουμε βάλει όλα μέσα στο έργο μας. Πολιτική τοποθέτηση, κοινωνική συνθήκη, κορεκτίλα γύρω από θέματα της επικαιρότητας, κάποια αιρετική αποστροφή – όσο αντέχει το κλίμα – και μια καταναγκαστική προσπάθεια να σπάσουμε τις παραδοσιακές φόρμες με νεοτερισμούς, που προδίδει μάλλον ημιμάθεια της παραδοσιακής φόρμας, χαζή αγωνία να χαρακτηριστούμε πρωτοπόροι και όχι πραγματική ανάγκη έκφρασης.
Ακόμη κι όταν το κείμενο τα λέει όλα και ζητάει ελάχιστα από εμάς – βλέπε Αρχαίο Δράμα – στεκόμαστε σαν ισότιμοι απέναντι στον Ευριπίδη και τον φέρνουμε στα μέτρα της εποχής μέσα από το δικό μας στενό πρίσμα, στενεύοντας τον σπουδαίο λόγο που για κάποιες αιτίες προκαλεί ρίγος εδώ και τόσους αιώνες.
Μια απαραίτητη υποσημείωση, δεν θεωρώ πως το μεγάλο ταλέντο και οι σπουδαίοι δημιουργοί ανήκουν μόνο στο μακρινό παρελθόν, κάθε άλλο, πιστεύω πως έχουν γραφτεί και σπουδαιότερα κείμενα στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από τα έργα των τραγικών και του Ομήρου. Σχεδόν όλα όμως κατείχαν πρωτίστως την τέχνη της αφήγησης, μπόρεσαν να πουν μια ιστορία με τα πλέον απλά υλικά, εκτός από εκείνα βέβαια που σε προϊδέαζαν από την πρώτη σελίδα πως θα διαβάσεις ένα ευφυές κράμα μυθιστορήματος και φιλοσοφικού δοκιμίου.
Σαν να μη μας ενδιαφέρει η ιστορία αλλά η άποψη και η κριτική των ηρώων. Η θέση μας για όλα. Η θέση μας είναι έτσι κι αλλιώς η αισθητική μας, η επιλογή των υλικών και σίγουρα ο τρόπος με τον όποιο θα μιλήσουμε για πράγματα που έχουν μιλήσει χιλιάδες πριν από εμάς.
Η αγάπη για τον άνθρωπο νομίζω πως δεν έχει σχέση με το πώς μοιράζεις εσύ το δίκιο και το άδικο, αλλά από το πώς τον ακούς να αφηγείται την ιστορία του. Και κατ’ επέκταση από το πώς θα την αφηγηθείς μετά εσύ.