Ψαράδες

Αν αγαπούσαν το σταθερό, δεν θα ήταν ψαράδες, αν η φύση της δεν ήταν φύση τους, δεν θα την είχαν ερωτευτεί.

Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να την περιγράψει καλύτερα. Ούτε ζωγράφοι ούτε επιμελείς και επίμονοι θαλασσινοί ταξιδιώτες εξωτικών τόπων ούτε αφοσιωμένοι ποιητές. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για την ψυχή της και να συνομιλήσει με τα βάθη της φύσης της. Μόνο οι ψαράδες. Οι ψαράδες των μικρών παραθαλάσσιων χωριών, των άσημων τόπων και των σεμνών λιμανιών.

Πάντα με εντυπωσιάζει ο τρόπος τους. Στις βραδινές παρέες, με τον λιτό μεζέ, το λίγο κρασί, την παγωμένη μπίρα, το μυρωδάτο ούζο, τους ακούς να μιλάνε σαν σε μυσταγωγία. Να διηγούνται σκυμμένοι ιστορίες με όψη παιδικού ενθουσιασμού, να περιγράφουν την πάλη με το κύμα, το μεγάλο ψάρι που τους έφυγε, το παραγάδι που έχασαν, το δίχτυ που σκίστηκε. Για την ψαριά που δεν θα υπάρξει όμοιά της. Για τους φόβους της νύχτας. Για το χάραμα και τη δροσερή αυγή στην αγκαλιά της. Σαν άνθρωποι άλλου κόσμου, μιλάνε για τον κόσμο της.

Ποτέ δεν τους ένοιαξε η πραγματικότητα. Και όλοι οι συνομιλητές της παρέας γνωρίζουν το εύρος της φαντασίας, το πλάτος της κατασκευής του νου, την απώλεια της σχέσης με το στέρεο έδαφος, το αθεράπευτο πάθος που φωλιάζει στο κύμα κάθε θαλασσινής ιστορίας. Ακούνε, συμμέτοχοι στο όνειρο, μέχρι να έρθει η σειρά τους. Να μιλήσουν ανυποψίαστοι και αθώοι για την περιπέτεια που θα πλάσουν εκείνη τη στιγμή. Αν αγαπούσαν το σταθερό, δεν θα ήταν ψαράδες, αν η φύση της δεν ήταν φύση τους, δεν θα την είχαν ερωτευτεί.

Αυτοί μας έκαναν θαλασσινούς. Μας πότισαν με την αγάπη της, μας έδεσαν ακατάλυτα μαζί της. Αυτοί μας καλούσαν από μικρούς στα πρωινά ταξίδια τους. Και μας άρπαζε η επιθυμία, τόσο που δεν ήξερες σε ποιο καΐκι να φανταστείς τον εαυτό σου, πού να πρωτοπάς και με ποιον να πρωτοταξιδέψεις.

Ο καπετάν Γιώργος ο Μοσκιός, που χρόνια πια άφησε τα γήινα, δεν λείπει ποτέ από τη βραδινή παρέα. Ο θρυλικός ψαράς του τόπου ενώνει τους ψαράδες όλων των τόπων. Ενας ο δεσμός. «Οπου και αν γεννιόμουν», έλεγε, βλέποντας στα μάτια του κάθε σταγόνα της, «θα ζούσα», όπως και έκανε, «μέρα-νύχτα μαζί της». Ο ψαράς δεν περιγράφει με λόγια. Είναι ο ίδιος και το ζωντανό καΐκι του «η άφωνη βουή της θάλασσας».

Καθώς «αδέξιοι παραθεριστές» τραβάνε σέλφι στις ακτές και πασχίζουν να αιχμαλωτίσουν την πιο όμορφη στιγμή για μια ανάρτηση στο Διαδίκτυο, οι ψαράδες ακούνε την ψυχή της. Αιώνια παραδομένοι στη φαντασία, «νερά μας παίρνουν, άνεμοι μας παν». Στη θορυβώδη ακτή του καλοκαιριού δεν φτάνει ποτέ το επιφώνημα του καπετάν Γιώργου του Μοσκιού. Ω, θάλασσα.

*Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.