Ολοένα περισσότεροι θεωρούν – αν δεν δηλώνουν βέβαιοι – ότι ένας μελλοντικός πόλεμος ανάμεσα σε μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και η Κίνα, δεν θα διεξαχθεί με τον παραδοσιακό και συμβατικό τρόπο. Θα έχει, όπως ισχυρίζονται, νέα μορφή, που θα συμβαδίζει με τα δεδομένα της ψηφιακής εποχής μας.
Λένε, με άλλα λόγια, ότι θα είναι ένας κυβερνοπόλεμος ο οποίος θα διεξαχθεί κυρίως στο πεδίο του Διαδικτύου, ενώ οι «βόμβες» που θα πέφτουν εκατέρωθεν δεν θα έχουν στόχο στρατόπεδα και εγκαταστάσεις, στρατιώτες και αμάχους, αλλά κρίσιμες υποδομές τις οποίες κάθε πλευρά θα επιχειρεί να θέσει εκτός λειτουργίας. Με σκοπό, όπως τονίζουν, να «γονατίσει» τους αντιπάλους της και να τους αναγκάσει να συνθηκολογήσουν, χωρίς να χρειαστεί να χυθούν ποταμοί ανθρώπινου αίματος.
«Προσγείωση» στην πραγματικότητα
Ο Τζο Μπάιντεν, πάντως, φαίνεται να μην πολυπιστεύει σε αυτό το σενάριο – ίσως και επειδή απέκτησε την πολιτική του εμπειρία σε διαφορετικές εποχές. Παρά το γεγονός ότι δίνει μεγάλη σημασία σε αυτό το νέο μέτωπο και έχει θέσει επιτακτικά – και απειλητικά – το ζήτημα των κυβερνοεπιθέσεων στους ηγέτες τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας, ειδικά μετά τα πρόσφατα «πλήγματα» σε αμερικανικό έδαφος, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρεί ότι η κατάληξη θα είναι η γνωστή: Ένας πόλεμος με τα γνωστά μέσα και με τις αναμενόμενες συνέπειες.
«Εάν ποτέ καταλήξουμε σε ένα πόλεμο – ένα πραγματικό πόλεμο με ανταλλαγή πυρών με μια μείζονα δύναμη – πιστεύω ότι αυτό θα είναι συνέπεια μιας καταστροφικής κυβερνοεπίθεσης, που αυξάνει εκθετικά τις υπάρχουσες δυνατότητες», σημείωσε χαρακτηριστικά, κατά τη διάρκεια της ημίωρης ομιλίας του προς τα στελέχη του γραφείου που συντονίζει και ελέγχει τη δράση των 17 διαφορετικών αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών (ODNI).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια ομιλία, ο Μπάιντεν έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην απειλή της Κίνας, τονίζοντας ότι ο πρόεδρός της, Σι Τζινπίνγκ, «εννοεί μέχρι θανάτου ότι επιδιώκει να τη μετατρέψει στην πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη του κόσμου, καθώς και στη μεγαλύτερη οικονομία, ως τα μέσα της δεκαετίας του ’40».