Αν ρωτήσετε ένα παιδί το γνωστό «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», θα ακούσετε συνηθισμένα ή ευφάνταστα πράγματα, δύσκολα όμως θα σας απαντήσει κάτι σχετικό με «σκηνοθεσία» ή «σεναριογραφία». Οταν ήταν μικρή, ως και την εφηβεία της, η Μελίνα Τσαμπάνη δεν διαισθανόταν ότι είχε τάσεις καλλιτεχνικές. «Μου άρεσε τρομερά το διάβασμα, έβλεπα πολλές ταινίες, έγραφα καλές εκθέσεις, αλλά ως εκεί. Αργότερα που πέρασα στη Νομική άρχισα να ασχολούμαι με τη φωτογραφία και πήγα σε κάποια σεμινάρια κινηματογράφου, κυρίως από περιέργεια. Ετσι ξεκίνησε, και μετά τα πρώτα ταινιάκια που κάναμε κατάλαβα πως είναι κάτι που μου αρέσει πάρα πολύ. Ηταν μια μεγάλη απόφαση να αφήσω αυτό που πίστευα ότι θέλω να ακολουθήσω επαγγελματικά και να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά το έκανα, γιατί η νιότη είναι πάντα τολμηρή». Μεσολάβησαν ειδικές κινηματογραφικές σπουδές, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Στις ταινίες υπήρξα και παραμένω λάτρις του Κουστουρίτσα, του Σκορσέζε και του Κιούμπρικ. Νομίζω πως μέσα στην αίθουσα που είδα το «Underground» συνειδητοποίησα πως αυτός ο κόσμος είναι μαγικός και θέλω να τον ακολουθήσω». Σταδιακά ωστόσο την κέρδιζε όλο και περισσότερο η γραφή. Πολλές φορές κατά το παρελθόν σκέφτηκε ότι ίσως και να είχε πάρει τη λάθος απόφαση, «αλλά επειδή έχω τρομερή υπομονή, επιμονή και αφοσίωση σε ό,τι αγαπώ, εκ του αποτελέσματος μπορώ να πω πια ότι χαίρομαι που δεν το εγκατέλειψα».

Αναλόγως ευχαριστημένοι είναι σήμερα οι έλληνες τηλεθεατές, οι οποίοι περιμένουν εναγωνίως την τρίτη σεζόν των δραματικών «Αγριων μελισσών» στον ΑΝΤ1 και που καθηλώθηκαν, εν τω μεταξύ, από τον «Σιωπηλό δρόμο» στο Mega, ένα κράμα αστυνομικού και ψυχολογικού θρίλερ με επίκεντρο μια μαζική απαγωγή παιδιών. Αυτές είναι οι δύο επιτυχημένες σειρές που η Μελίνα Τσαμπάνη έχει συν-δημιουργήσει εσχάτως με τον σύζυγό της Πέτρο Καλκόβαλη. «Ο «Σιωπηλός δρόμος» ήταν μια σειρά δεκατριών επεισοδίων, ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Και εγώ και ο Πέτρος είμαστε φανατικοί θεατές τέτοιων σειρών, λατρεύουμε το crime drama και θέλαμε πολύ καιρό να γράψουμε κάτι ανάλογο. Η συγγραφή του «Σιωπηλού δρόμου» ήταν τρομερά δημιουργική όσο και δύσκολη διαδικασία, καθώς περίπου τα μισά επεισόδια γράφτηκαν σχεδόν παράλληλα με τις «Αγριες μέλισσες». Το εγχείρημα απαιτούσε προσήλωση και διαύγεια, ώστε να βγει σεναριακά το αποτέλεσμα που επιδιώκαμε. Από την άλλη μεριά, το να πουληθεί η σειρά στο εξωτερικό δεν ήταν το κίνητρο, ήταν όμως – και είναι ακόμα – ένας φιλόδοξος στόχος. Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουμε, ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος και μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι θα υπάρξει ενδιαφέρον. Στις «Αγριες μέλισσες», στη συνέχειά τους, πηγαίνουμε χρονικά στην περίοδο της δικτατορίας. Αυτό θα πω μόνο. Τα υπόλοιπα σύντομα επί της οθόνης. Πάντως, τα όσα γράφονται γύρω από τις εξελίξεις στα περιοδικά και στις ιστοσελίδες είναι σε μεγάλο βαθμό πολύ μακριά από το τι θα παρουσιάσουμε» είπε η Μελίνα Τσαμπάνη μιλώντας στο BHMAgazino από το σπίτι της, σε μια παραθαλάσσια, ήρεμη περιοχή της Αττικής.

 

Πάθος για τη λογοτεχνία

Πριν από μερικά χρόνια, το 2015, η ίδια εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Ο πρώτος αμέθυστος», ένα ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στην Τήνο του 18ου αιώνα. «Προήλθε μέσα από μια κουβέντα που είχα με τον Πέτρο, με τον οποίο μπορούμε να περνάμε ώρες ατελείωτες συζητώντας ιστορίες και ιδέες που μας έρχονται στο μυαλό. Σ’ ένα καφέ λοιπόν μιλούσαμε για κάτι που είχα ακατέργαστο στο μυαλό μου και ώρες αργότερα είχε διαμορφωθεί η ιστορία του «Πρώτου αμέθυστου». Εκείνη την περίοδο είχα ήδη αποφασίσει πως ήθελα να ασχοληθώ αποκλειστικά με το σενάριο, γιατί ήταν κάτι που απολάμβανα ιδιαίτερα. Οταν έμεινα έγκυος στην κόρη μας, είχα μείνει και άνεργη και σκέφτηκα πως θα ήθελα να δοκιμαστώ και στη συγγραφή ενός βιβλίου». Στη διαμόρφωση της Μελίνας Τσαμπάνη είχε εξαρχής το κρίσιμο μερίδιό της και η λογοτεχνία. «Πάντα με θυμάμαι με ένα βιβλίο στο χέρι. Διάβαζα πάρα πολύ, διάβαζα διαφορετικά είδη και τα αγαπημένα μου βιβλία μπορούσα να τα διαβάσω ως και 10 φορές. Ενα από αυτά ήταν το «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα», το είχα διαβάσει τουλάχιστον 7-8 φορές. Μάλιστα, ως φόρο τιμής στον τεράστιο αυτόν συγγραφέα, τον Μενέλαο Λουντέμη, είχαμε συμφωνήσει με τον Πέτρο ότι στις «Αγριες μέλισσες» οι πρωταγωνίστριες θα λέγονται Σταμίρη (από την Αγράμπελη Σταμίρη, την κοπέλα που αγαπούσε ο Μέλιος στο βιβλίο). Με τα χρόνια έγινε, δυστυχώς, όλο και πιο δυσεύρετος ο χρόνος για διάβασμα, προσπαθούσα να διαβάζω το καλοκαίρι στις διακοπές, ακόμα προσπαθώ. Δεν τα καταφέρνω όσο καλά θα ήθελα και είναι κάτι που μου λείπει» εξομολογήθηκε.

Τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Αγριες μέλισσες», ενόσω η ομότιτλη τηλεοπτική σειρά συνεχιζόταν ακάθεκτη και ανέβαζε ρυθμούς. «Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η ιστορία των δύο οικογενειών [σ.σ. η ιδιότυπη βεντέτα Σταμίρηδων και Σεβαστών] πριν από τη σειρά. Αποτελείται από ιστορίες που έχουμε ακούσει στα επεισόδια και από καινούργιες, από τις οποίες άλλες θα επηρεάσουν το τι πρόκειται να συμβεί στην τηλεοπτική μυθοπλασία και άλλες όχι. Προέκυψε από ένα τηλεφώνημα από τον εκδοτικό οίκο Ωκεανός, που εξέφρασε την επιθυμία να μεταφέρουμε τη σειρά σε ένα μυθιστόρημα. Καθώς τότε ήταν ο πρώτος χρόνος προβολής των «Αγριων μελισσών», τους εξηγήσαμε πως αυτό θα ήταν ιδιαίτερα επίφοβο, αφού ήταν μια ιστορία υπό εξέλιξη. Σκεφτήκαμε όμως πως ίσως θα ήταν ωραίο να ειπωθεί το παρελθόν αυτών των ηρώων που αγαπήσαμε τόσο πολύ. Οπότε το βιβλίο ήταν αποτέλεσμα της σειράς. Αλλά όσο γραφόταν βρήκαμε κομμάτια πολύ ενδιαφέροντα που θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε και στη συνέχεια. Λειτούργησαν κάπως σαν «συγκοινωνούντα δοχεία», γιατί όσο μπαίναμε βαθύτερα στον ψυχισμό και στο υπόβαθρο των χαρακτήρων, ανακαλύπταμε κομμάτια τους που θα μπορούσαν να δώσουν τροφή στο μέλλον τους (στην τρίτη σεζόν δηλαδή). Γι’ αυτόν τον λόγο, παρ’ όλο που το βιβλίο το έχω γράψει εγώ, το όλο στήσιμο έγινε μαζί με τον Πέτρο, γιατί αφορούσε και το σενάριό μας, οπότε μιλούσαμε και αποφασίζαμε από κοινού την κάθε εξέλιξη» εξήγησε η Μελίνα Τσαμπάνη.

Η Ελλάδα του ’50 και τα λαϊκά θεάματα

Πόσο όμως έχουν συμβάλει το σκηνικό (ο αγροτικός κάμπος της Θεσσαλίας) και η εποχή (τα μέσα του περασμένου αιώνα) στη δημοφιλία της σειράς; «Αυτό το ανακαλύψαμε εκ των υστέρων. Εμείς είχαμε την ιδέα, αλλά δεν πιστεύαμε ότι μπορούσε να πουληθεί. Είχε πολλά χρόνια να γίνει σειρά εποχής και κυρίως όλες αυτές μέχρι εκείνη τη στιγμή βασίζονταν σε βιβλία. Πόσω μάλλον όταν μιλούσαμε και για μια καθημερινή σειρά, που θα είχε και πολλές προκλήσεις στην παραγωγή της. Οταν σχεδιάζαμε τις «Αγριες μέλισσες», υπήρχε πολύ μεγάλος φόβος για το πώς θα την υποδεχθεί το κοινό, μάλιστα το γεγονός ότι διαδραματιζόταν στη δεκαετία του ’50 δημιουργούσε περισσότερες ανασφάλειες, παρά σιγουριά για την αποδοχή της. Εμείς διαλέξαμε το τέλος της δεκαετίας του ’50 γιατί ήταν μια περίοδος που η Ελλάδα άλλαζε, όμως διατηρούσε ακόμα αρκετές από τις αγκυλώσεις και τα προβλήματα του ταραγμένου παρελθόντος της, οπότε μας έδινε πολλά θέματα με τα οποία θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε. Ούτε εμείς φανταζόμασταν ότι ο κόσμος θα αγκάλιαζε τη σειρά με τόση αγάπη και γι’ αυτό θέλουμε να ανταποδίδουμε αυτή τη στήριξη με το να δουλεύουμε ακατάπαυστα και να γινόμαστε καλύτεροι».

Από τη μια πλευρά, οι συμβάσεις μιας τηλεοπτικής μυθοπλασίας που «ανακαλεί» το παρελθόν. Από την άλλη, οι σημερινοί θεατές. Πώς επήλθε η πειστική ισορροπία; «Ολα τα έργα απευθύνονται στο κοινό που τα παρακολουθεί σε μια δεδομένη στιγμή. Το έχουμε δει σε άπειρες ταινίες και σειρές ακόμα και του εξωτερικού. Κάθε έργο πρέπει να προκαλεί το ενδιαφέρον και να έχει κάτι να πει, που θα αγγίζει και θα προβληματίζει τον θεατή. Αυτό ισχύει κυρίως για τον τρόπο που εκφράζονται οι ήρωες, που βέβαια πάντα προσπαθούμε να μη χάνουν την αυθεντικότητα του καιρού τους. Ως προς τη θεματολογία όμως, επειδή το θίξατε, πολλά απ’ αυτά που βλέπουμε στις «Αγριες μέλισσες» απασχολούν την κοινωνία μας ακόμα και τώρα. Υπάρχει η σύζευξη των εποχών έτσι κι αλλιώς, γιατί ο άνθρωπος ταλανίζεται από ζητήματα που είναι διαχρονικά. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, ούτε εύκολες λύσεις στα πάθη και στα παθήματα των ανθρώπων. Με τον ίδιο τρόπο που μια γυναίκα βιώνει, για παράδειγμα, μια κακοποίηση, όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, ψυχολογικά τουλάχιστον περνάει την ίδια τραυματική εμπειρία είτε ζούσε στο 1961 είτε ζει στο 2021». Τι περιεχόμενο αποδίδει η Μελίνα Τσαμπάνη στο «λαϊκό θέαμα», σε αυτή τη φράση; «Είναι το θέαμα που απευθύνεται στο πλατύ κοινό, με τρόπο που το κοινό το καταλαβαίνει βαθιά, σαν να μιλάει μέσα στην ψυχή του. Εχουν υπάρξει «λαϊκά θεάματα» που επιτέλεσαν κοινωνικό έργο και έφτασαν σε σημείο να περνούν σημαντικά μηνύματα μέσα από την απλότητα και την αμεσότητά τους. Στην ιστορία βέβαια του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης υπήρχαν και λαϊκά θεάματα που παρά την αποδοχή τους κάποια δεδομένη περίοδο δεν είχαν την ίδια αξία. Ομως προτιμώ να σταθούμε στην πιο «ρομαντική» και θετική πλευρά του όρου και να πω ότι θεωρώ τα λαϊκά θεάματα πολύτιμα».