Η ποίηση είναι η έκρηξη του παρελθόντος στην καρδιά.

Ρίλκε

Πρέπει να ονομάσουμε το Σύστημα. Την πανουργία του και την ευήθειά του. Ιδού πώς επανέρχεται διαρκώς η επιταγή αυτή στην αρθρογραφία όποιου το μη-συστημικό γίνεται το αντικείμενό του, προκειμένου να συλλάβει το παρόν ως ιστορική καινοτομία και όχι ως ιστορική στασιμότητα υπό το πρόσχημα του ορθολογισμού. Εχει κατ’ αρχήν την υποχρέωση να διασώσει από τη διανοητική ανυποληψία των αληθολογούντων την αλήθεια. Γνωρίζει προφανώς ότι η έννοια της αλήθειας είναι κανονιστική. Επιπλέον, ξέρει ότι η αλήθεια αντλεί την κανονιστικότητά της από τη γνώση. Τέλος, αναγνωρίζει πως η γνώση δεν συνδέεται μόνο με τον ορθολογισμό, αλλά και με την έννομη βία που προσιδιάζει στις «σχέσεις εξουσίας», αποτελέσματα των οποίων υποτίθεται ότι παράγει η αλήθεια.

Ο γράφων γνωρίζει να υποχωρεί. Αλληγορεί. Αποτυγχάνει. Αντλεί μέσα από την ανεπάρκεια του αληθολόγου των μίντια κουράγιο. Επιμένει όμως να ονομάσει το Σύστημα. Ονομάζεται όμως; Την ερώτηση αυτή θέτει για να διαπιστώσει τους κινδύνους του εγχειρήματός του εφόσον δημοσιογραφεί. Αλλά επειδή αποφαίνεται στο εσωτερικό των κανόνων του Συστήματος, ο μόνος τρόπος για να εκφραστεί δημόσια – εφόσον δεν αυτολογοκρίνεται – είναι να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία.

Τότε ο αδύναμος αρθρογράφος, σωτήρας υποτίθεται, του μη-συστημικού και απορρυθμιστής κάθε ολοκληρωτισμού, γίνεται μέρος της εξουσίας του Συστήματος. Πράγμα που σημαίνει πως το μη-συστημικό εν τέλει δεν ονομάζεται. Η αυταπάτη του να το ονομάσει είναι άθελά του η θέλησή του να το διαιωνίσει. Η βούλησή του για δύναμη (να καταγγείλει το Σύστημα) δείχνει τη βούλησή του για υποταγή σ’ αυτό. Αλλά παραδόξως, η «θέληση για αλήθεια» παραμένει – έστω και ως προσομοίωση της αλήθειας, σε κοινωνίες που η προσομοίωση και το δυνητικό είναι η πραγματικότητα.

Θα ήθελα να επανέλθω στην προσφιλή μου «Θεωρία του αντάρτη», για να σημειώσω ότι επειδή δεν προσδοκώ από τον αντίπαλο δικαιοσύνη, μου επιτρέπεται να αποδώσω στη γραφίδα μου ό,τι ο Καρλ Σμιτ ονομάζει «ψυχή του κλέφτη». Γνωρίζω άλλωστε πως σε ένα «αντάρτικο» επιδίδονται οι «κοινωνίες των συμμοριών» (Καρλ Σμιτ). Ο Αντόρνο γράφει για τους «συμμορίτες»: «Αν η κοινωνία είναι πράγματι όπως διδάσκει μια σημερινή θεωρία, μια κοινωνία συμμοριών, τότε το πιο πιστό της μοντέλο είναι ακριβώς το αντίθετο της συλλογικότητας, δηλαδή το άτομο ως μονάδα». Αυτό όμως δεν πρεσβεύει και η θεωρία των «αρίστων» του Μητσοτάκη;

Ζητώ να παρέμβω στο μεγάλο θέμα των ημερών: στους εμβολιασμούς. Στη σύγκρουση ανάμεσα στην «πρόοδο» και στην «οπισθοδρόμηση», στο «παλαιό» και στο «νέο», στο «ελληνικό» και στο «ανθελληνικό», εξωθώντας τους αντιπάλους μου στην άβυσσο της πιθανής αυτοϋποτίμησής τους, πολύ πιο επικίνδυνης από την εξόντωση που επιφυλάσσουν οι ίδιοι για τον εχθρό τους. Και δεν μ’ ενδιαφέρει το «θέμα των ημερών», ό,τι δηλαδή η πανουργία του Σύστηματος θέτει μονίμως σε αντιπαλότητα: τη διάζευξη, ή το «ένα» ή το «άλλο», ενώ στην κοινωνία μας – πώς να το κάνουμε – ισχύουν και τα δύο.

Αυτοί οι παράγοντες του Συστήματος υπήρξαν μοιραίοι για την Ελλάδα. Δεν την άφησαν να υπερβεί την ιδεοληψία του «ίδιου» και του «άλλου». Δεν της επέτρεψαν να ξεπεράσει την ιδεοληψία της Ελλάδας, ιδρύοντας νέους Παρθενώνες. Αναμόρφωσαν. Εβαλαν πιπέρι στο στόμα. Εξέδωσαν πιστοποιητικά φρονημάτων. Πότισαν με ρετσινόλαδο. Μπέρδεψαν την ιδεοληψία με την αλήθεια, αφού προηγουμένως ανακήρυξαν ως αληθινό το «εθνικό», ενώ άλλα εννοούσε ο Σολωμός. Οι άνθρωποι αυτοί θέλησαν ο μοντερνισμός να μη γίνει κατηγορία ποιοτική. Η φαντασία να υποτιμηθεί. Γι’ αυτούς η τέχνη έγινε θέμα φολκλόρ και αναπαράστασης.

Οι μοιραίοι άνθρωποι – συντηρητικοί, δεξιοί, ενίοτε αριστεροί – αναπαριστούν την Ελλάδα ως σκηνοθεσία στο Δελφινάριο, ή στο Παναθηναϊκό στάδιο. Ο τρόπος ύπαρξής της είναι όμως και ο τρόπος ύπαρξης του καπιταλισμού. Η σύγχρονη Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να αντιληφθεί τον εαυτό της ούτε ως επανακάμπτουσα αρχαία Ελλάδα (το «ένα»), ούτε ως ανθιστάμενη νέα Ελλάδα (το «άλλο»). Διότι και τις δύο φορές, πράγματι, το παρελθόν συνεχίζει ως καταστροφή του παρελθόντος. Στην πολιτική όμως. Και όχι στην καρδιά.