47 χρόνια εξωτερικής πολιτικής (επιτεύγματα και λάθη της Μεταπολίτευσης)

Η μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική υπήρξε συνολικά πετυχημένη. Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική δεν ευσταθεί. Η χώρα εκπλήρωσε μια σειρά από κεντρικούς, στρατηγικούς στόχους που είχε θέσει.

There is a tide in the affairs of men…

Η εφετινή 47η επέτειος από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας συμπίπτει με δύο σημαντικές άλλες ιστορικές επετείους: τα 200 χρόνια από την έναρξη του αγώνα της Ανεξαρτησίας και τα 40 χρόνια από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση (ΕΕ). Δικαίως η περίοδος της Μεταπολίτευσης κρίνεται ως η καλύτερη των 200 χρόνων. Η Ελλάδα, παρά τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις κρίσεις, πέρασε από την «κατάσταση της ψωροκώσταινας» στις 35 περισσότερο αναπτυγμένες πολιτικά/δημοκρατικά, οικονομικά, κοινωνικά χώρες του πλανήτη. Με σοβαρές δομικές παθογένειες και ελλείμματα βεβαίως σε πολλούς τομείς. Από την εγκαθίδρυσή της ως ανεξάρτητου κράτους, η εξωτερική πολιτική είχε στην Ελλάδα κομβική προτεραιότητα στην υπηρεσία κεντρικών στόχων, όπως της εθνικής ολοκλήρωσης (Μεγάλη Ιδέα), της αντιμετώπισης απειλών, κ.λπ. Αλλά μόνο στη μεταπολιτευτική περίοδο η εξωτερική πολιτική απέκτησε συνέχεια, σταθερότητα και υψηλή αποτελεσματικότητα. Συνέπεια της ωρίμασης του πολιτικού συστήματος και της σωφροσύνης των μεγάλων πολιτικών ηγετών της περιόδου (Κ. Καραμανλής, Α.Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης).

Η μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική υπήρξε συνολικά πετυχημένη. Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική δεν ευσταθεί. Η χώρα εκπλήρωσε μια σειρά από κεντρικούς, στρατηγικούς στόχους που είχε θέσει, με αποτέλεσμα να ενισχύσει τον ρόλο και την επιρροή της στο περιφερειακό και ευρύτερο διεθνές σύστημα. Οι πολιτικές δυνάμεις (με την εξαίρεση του ΚΚΕ) αποδέχτηκαν τον προσανατολισμό της χώρας προς την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα παρά τις αρχικά αντίθετες θέσεις που είχε διατυπώσει το ΠαΣοΚ και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι οι γενικοί στόχοι της εξωτερικής πολιτικής απέκτησαν συναινετική πολιτική υποστήριξη, με αποτέλεσμα η εξωτερική πολιτική «να βγει» από το πεδίο (agenda) της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης όπως ήταν στο παρελθόν. (Εχω επιχειρήσει μια συνολική θεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης στο πρόσφατο βιβλίο μου «Επιτεύγματα και λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης», εκδόσεις Θεμέλιο.)

Τα κύρια επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω δέκα συν ένα (+1): (1) ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση (1981), (2) ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση – ΟΝΕ (2000), (3) ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση (2004), (4) θέσπιση Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων – ΜΟΠ (1985), (5) θέσπιση της Ρήτρας Αμοιβαίας Συνδρομής στη Συνθήκη της ΕΕ (2002-2003), (6) άνοιγμα της διαδικασίας ένταξης των χωρών των Βαλκανίων στην ΕΕ (2003), (7) κανονικοποίηση των σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, (8) ενίσχυση των σχέσεων με το Ισραήλ, (9) ανάπτυξη των σχέσεων με την Κίνα, (10) ανάδειξη της Ελλάδας ως χώρας σταθεροποιητικής επιρροής και συνεργασίας, ως υπολογίσιμης «ήπιας δύναμης» (soft power).

Ως «συν ένα» (+1) επίτευγμα θα πρέπει να θεωρηθεί βεβαίως η επίλυση του σύγχρονου Μακεδονικού προβλήματος (ονομασία γειτονικής χώρας σε Βόρεια Μακεδονία – 2018), ενός προβλήματος όμως που εν πολλοίς δημιούργησε η ίδια η Ελλάδα.

Ωστόσο η εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης βαρύνεται με πέντε καίρια στρατηγικά λάθη. «Στρατηγικά», με την έννοια ότι έχουν παράξει διαχρονικές συνέπειες που επηρεάζουν τη χώρα μέχρι σήμερα. Τα πέντε λάθη-ευκαιρίες που χάσαμε – συνοπτικά – είναι:

1. Αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή (14 Αυγούστου 1974) να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας σε αντίδραση στη δεύτερη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο απεδείχθη μέγιστο στρατηγικό λάθος. Αν και τότε θεωρήθηκε αναγκαία «ως άνοιγμα της βαλβίδας για την εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης», η απόσυρση ενίσχυσε την Τουρκία σε όλα τα μέτωπα και κυρίως στο Αιγαίο. «Χάρισα το Αιγαίο στους Τούρκους» φέρεται να είπε ο Κ. Καραμανλής αναφερόμενος στην εν λόγω απόφαση. Η Ελλάδα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος το 1980 αλλά με δυσμενέστερο καθεστώς, ενώ ορισμένες από τις συνέπειες ακόμη τις βιώνουμε στο Αιγαίο.

2. Η μη επίλυση των Ελληνοτουρκικών. Αν και η αφετηρία της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στη σύγχρονη εκδοχή της βρίσκεται στη δεκαετία του 1950 (κύρια αιτία το Κυπριακό), ωστόσο τα συγκεκριμένα ζητήματα «γεννήθηκαν» το 1973-1974 ταυτόχρονα με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και με την πάροδο του χρόνου πολλαπλασιάστηκαν με κύρια ευθύνη της Τουρκίας. Σαράντα επτά χρόνια μετά δεν μπορέσαμε να τα λύσουμε. Αν και για την αποτυχία αυτή η Αγκυρα φέρει επίσης το βασικό μερίδιο ευθύνης, ωστόσο η Ελλάδα είναι αυτή που απεμπόλησε μια ιστορική ευκαιρία λύσης διαπράττοντας κολοσσιαίο στρατηγικό λάθος. Ειδικότερα το 2004 η τότε κυβέρνηση (ΝΔ) επέλεξε να εγκαταλείψει τις ρυθμίσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (1999) και το πακέτο συγκλίσεων που είχε επιτευχθεί στις διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας (2002-2004), καθώς ήταν αντίθετη στην παραπομπή ορισμένων θεμάτων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Χάθηκε επομένως μια ιστορική ευκαιρία.

3. Η μη επίλυση του Κυπριακού. Η ευθύνη για τη διαχείριση του Κυπριακού ανήκει βέβαια στη Λευκωσία και όχι στην Αθήνα. Ωστόσο σε δύο ευκαιρίες για την επίλυση του προβλήματος σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία επίτευξης λύσης φέρει και η Αθήνα: το 2004 με το Σχέδιο Ανάν και το 2017 με την αποτυχία στο Κραν Μοντανά. Το 2004 η Αθήνα τάχθηκε ουσιαστικά ενάντια στο σχέδιο. Στο Κραν Μοντανά (2017) – όταν ο κύπριος πρόεδρος αποχώρησε από τις συνομιλίες ουσιαστικά λίγα λεπτά πριν από την επίτευξη τελικής συμφωνίας – οι ευθύνες της Αθήνας είναι επίσης τεράστιες με τις μαξιμαλιστικές θέσεις της για το σύστημα εγγυήσεων και την αποχώρηση των στρατευμάτων. Τις οδυνηρές συνέπειες τις βλέπουμε τώρα.

 

4. Η μη επίλυση του «Μακεδονικού». Από το 1991 που ανέκυψε το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας και μέχρι το 2018 που τελικά διευθετήθηκε, η Ελλάδα είχε ευκαιρίες για την επίλυσή του αλλά λόγω μαξιμαλισμών και εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων δεν τις αξιοποίησε (όπως π.χ. 1992, πακέτο Πινέιρο, κ.ά.). Στα χρόνια που ακολούθησαν σπαταλήσαμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο επιδιώκοντας εν πολλοίς ακατανόητους στόχους (χωρίς να παραβλέπεται και η για πολλά χρόνια αδιαλλαξία των Σκοπίων).

5. Τριμερείς στρατιωτικές συμπράξεις. Το πέμπτο στρατηγικό λάθος (φαίνεται να) συντελείται τώρα. Πρόκειται για τις οιονεί στρατιωτικές συμμαχίες τριμερούς μορφής που συνάπτουμε με χώρες όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος. Με τις χώρες αυτές, όπως και με το σύνολο του αραβικού κόσμου και το Ισραήλ, θα πρέπει να έχουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις αλλά όχι και στρατιωτικές συμμαχίες, και μάλιστα με ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής. Στέλνουν εντελώς λανθασμένα μηνύματα (προσπάθεια περικύκλωσης Τουρκίας), παράγουν αρνητικά για εμάς αποτελέσματα (έκνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης, «λύση δύο κρατών») και κυρίως θα αποδειχθούν αναποτελεσματικές. Χτίζουμε στην άμμο. Στόχος της Ελλάδας για την Αν. Μεσόγειο θα έπρεπε να είναι α) η επέκταση της παρουσίας της ΕΕ, πολιτικής και στρατιωτικής, και β) η δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα ενσωμάτωνε όλες τις χώρες, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας. Η τελευταία δεν θα πρέπει να θεωρεί (ή να παρερμηνεύει) ότι αποκλείεται από τις διαδικασίες της περιοχής.

Η συνολικά όμως πετυχημένη μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική έχει τώρα να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και απειλές σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον ενώ παραμένει και η κύρια προτεραιότητα (Ελληνοτουρκικά). Αλλά έχει όμως και σημαντικές νέες ευκαιρίες και δυνατότητες ως χώρα-μέλος στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

*Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής των FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.