Πριν από λίγες μέρες ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφτηκε το Ντιγιαρμπακίρ, τη μεγαλύτερη κουρδική πόλη της Τουρκίας. Η επίσκεψή του αυτή στις 9 Ιουλίου ήταν η πρώτη μετά από 2,5 χρόνια και δεν άσχετη με το γεγονός ότι ουσιαστικά έχει ξεκινήσει η προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές του 2023, με ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει και προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
Ο Ερντογάν δεν έκανε κάποια μεγάλη εξαγγελία. Ούτε ανακοίνωσε την επανεκκίνηση κάποιου διαλόγου για την αντιμετώπιση του Κουρδικού, ενός ζητήματος που παραμένει ανοιχτή πληγή στην Τουρκία. Το μόνο που έκανε ήταν να πει ότι επιμένει στη δήλωση που είχε κάνει το 2005 ότι «του κουρδικό πρόβλημα ήταν και δικό μου πρόβλημα». Η πιο σημαντική εξαγγελία ήταν ότι η διαβόητη φυλακή του Ντιγιαρμπακίρ, γνωστή για τα βασανιστήρια που γίνονταν σε αυτή μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, θα μετατραπεί σε ένα πολιτιστικό κέντρο.
Η αντιφατική σχέση του Ερντογάν με τους Κούρδους
Εάν κανείς παρατηρήσει την τωρινή πολιτική του AKP, με την προσπάθεια να τεθεί εκτός νόμου το αριστερό και φιλοκουρδικό HDP, τις μαζικές καθαιρέσεις δημάρχων του HDP, την επανεκκίνηση του «βρώμικου πολέμου» κατά του PKK, δύσκολα θα πίστευε ότι κάποτε αυτή η εκδοχή του «πολιτικού Ισλάμ» είχε επενδύσει στην απεύθυνση στους Κούρδους.
Μάλιστα ο Ερντογάν για σημαντικό διάστημα φαινόταν να θέλει να σπάσει το ταμπού, να παραδεχτεί ότι υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, να ανεχτεί έναν βαθμό διακριτής ταυτότητας και να δρομολογήσει μια πολιτική λύση, συμπεριλαμβανομένων και συνομιλιών με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK).
Μάλιστα, το AKP είχε επενδύσει σημαντικά στο ότι δεν ταυτιζόταν με τα «κεμαλικά» και εθνικιστικά κόμματα και σε συνδυασμό με την ισλαμική ταυτότητά του είχε καταφέρει να έχει ισχυρή παρουσία στις κουρδικές περιοχές, κερδίζοντας την ψήφο των πιο συντηρητικών και ευσεβών Κούρδων.
Ωστόσο, αυτή η γραμμή έχει τροποποιηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η εξέλιξη του πολέμου στη Συρία και η προοπτική να υπάρξει μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στις υπό κουρδικό έλεγχο περιοχές της Συρίας, οδήγησε σε μια πιο επιθετική γραμμή, ενώ σε αυτό συνέβαλε και η αναγκαστική συμπόρευση με το εθνικιστικό MHP που έχει ιστορικά συνδεθεί με την πιο σκληρή γραμμή στο Κουρδικό.
Σε όλα αυτά προστέθηκε ο εκλογικός και πολιτικός του HDP. Το κόμμα αυτό που κατάφερε να εκπροσωπεί σημαντικό μέρος των Κούρδων και ταυτόχρονα να είναι σημείο αναφοράς ευρύτερων αριστερών και δημοκρατικών ευαισθησιών, αποτελεί για τον Ερντογάν διπλό πρόβλημα: περιορίζει την εκλογική του βάση στις κουρδικές περιοχές και την ίδια στιγμή ακριβώς επειδή καταφέρνει να περνάει το όριο του 10% και να μπαίνει στη Βουλή, κάνει ακόμη πιο περίπλοκη την εκλογική γεωμετρία για το AKP, υποχρεώνοντας το να αναζητήσει συμμαχίες. Επιπλέον, το HDP έχει επιδείξει ικανότητα να έχει μια ευέλικτη πολιτική τακτική, με αποκορύφωμα τις δημοτικές εκλογές του 2019 όταν δεν κατέβασε υποψηφίους στις μεγάλες πόλεις αλλά στήριξε τους υποψηφίους του CHP, συμβάλλοντας έτσι στην εκλογική ήττα του AKP με αποκορύφωμα των απώλεια του δήμου της Κωνσταντινούπολης (της πόλης από την οποία ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ο ίδιος ο Ερντογάν).
Η δύσκολη ακροβασία του Ερντογάν
Θα έλεγε κανείς ότι ο Ερντογάν επιδιώκει μια δύσκολη ακροβασία. Από τη μια θέλει να διατηρήσει μια σκληρή γραμμή απέναντι στο PKK (ενδεικτικές οι επιθέσεις τουρκικών δυνάμεων και στις βάσεις του PKK στο Ιρακινό Κουρδιστάν), ποντάροντας εκτός όλων των άλλων και σε ένα ορισμένο κλίμα «κουρδοφοβίας» που έχει αναπτυχθεί σε τμήμα της τουρκικής κοινωνίας. Στο ίδιο πλαίσιο θέλει να παρουσιάσει το HDP ως πολιτική προέκταση του PKK, σε μια προσπάθεια να το αποξενώσει από μέρος της βάσης του αλλά και εντός της επιδίωξης να το θέσει εκτός νόμου. Όμως, την ίδια στιγμή ο Ερντογάν θέλει να κερδίσει ξανά ένα μέρος της κουρδικής ψήφου για να μπορεί να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη σιγουριά τις επόμενες εκλογές. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένου ότι η τακτική που έχει επιλέξει πετυχαίνει το σκοπό της. Στην πραγματικότητα η αίσθηση ότι κλιμακώνονται οι αντικουρδικές πολιτικές – ενδεικτικός ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων σε γραφεία του HDP με αποκορύφωμα την πρόσφατη δολοφονία της Ντενίζ Ποϊράζ στη Σμύρνη ή κινήσεις όπως η σύλληψη εννέα ιμάμηδων γιατί έλεγαν τις προσευχές στα κουρδικά – μάλλον επιτείνει την απώλεια επιρροής του AKP στις κουρδικές περιοχές. Ακόμη και τα ποσοστά εμβολιασμού στις κουρδικές περιοχές είναι σχετικά χαμηλά, με αρκετούς να το αποδίδουν στο ότι το τουρκικό υπουργείο Υγείας αρνείται να χρησιμοποιήσει και την κουρδική γλώσσα στην καμπάνια για τον εμβολιασμό.
Πάνω από όλα αυτό που φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και να αποτελεί εμπόδιο στους σχεδιασμούς ακόμη και εντός ικανού τακτικιστή όπως ο Ερντογάν, είναι το γεγονός ότι η αντικουρδική μεταστροφή των τελευταίων ετών και η εγκατάλειψη των μεγάλων πρωτοβουλιών για την ειρήνευση και την πολιτική λύση έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική απώλεια αξιοπιστίας του Τούρκου προέδρου στα μάτια των Κούρδων, που πλέον δυσκολεύονται περισσότερο να πιστέψουν τις όποιες υποσχέσεις του. Και όλα αυτά την ώρα που οι δημογραφικές δυναμικές συνεπάγονται μια αυξανόμενη βαρύτητα του κουρδικού στοιχείου και στο εκλογικό σώμα.