Το φετινό καλοκαίρι έρχεται να υπογραμμίσει με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια εικόνα από το μέλλον, αλλά στοιχείο της καθημερινότητας του πλανήτη. Οι θερμοκρασίες ρεκόρ στις ΗΠΑ και τον Καναδά, που δημιούργησαν αφόρητες συνθήκες, συναντήθηκαν με τις χωρίς προηγούμενο πλημμύρες στη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που οδήγησαν σε μεγάλο αριθμό θυμάτων, αλλά και το γεγονός ότι η Ζενγκζού στην Κίνα είχε μια από τις πιο καταστροφικές πλημμύρες που σημειώθηκαν με αποτέλεσμα όχι μόνο σημαντικό αριθμό θυμάτων αλλά και σημαντική διατάραξη στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες από τη διακοπή λειτουργίας των εργοστασίων.
Τα «ακραία καιρικά φαινόμενα» που γίνονται όλο και πιο συχνά, όπως και η καταγραφή τιμών ρεκόρ σε μια σειρά από μετεωρολογικές παραμέτρους (από τις μέγιστες θερμοκρασίες μέχρι τον όγκο βροχόπτωσης), αποτυπώνουν ακριβώς τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής. Και μπορεί να μην έχουμε ακόμη εκείνη την αύξηση της μέσης στάθμης των θαλασσών που θα σημαίνει ότι περιοχές του πλανήτη όπου διαμένουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα βρεθούν κυριολεκτικά κάτω από το νερό, ωστόσο οδεύουμε με αρκετά γρήγορους ρυθμούς προς αυτό το αποτέλεσμα.
Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ολοένα και περισσότερο φοβούνται ότι όχι μόνο δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη ε σχέση με πριν τη βιομηχανική επανάσταση στον 1,5 βαθμό Κελσίου, αλλά και ότι είναι πιθανό στο τέλος του αιώνα να βρεθούμε με αύξηση 3 βαθμών Κελσίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ιδίως ως προς λιώσιμο των πάγων, την αύξηση της μέσης στάθμης των θαλασσών και τις αβίωτες συνθήκες σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη.
Και όμως η ζήτηση για γαιάνθρακα αυξάνει!
Θα περίμενε κανείς ότι με τα ανησυχητικά σημάδια να πληθαίνουν και να πλησιάζουν ένα πραγματικό όριο συναγερμού, ότι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα θα μειωνόταν, ξεκινώντας από τον άνθρακα, το καύσιμο που συνδέθηκε με τη βιομηχανική επανάσταση και την εκκίνηση σώρευσης ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Όμως, την ίδια στιγμή η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αυξάνεται και αρκετές χώρες εξακολουθούν να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε θερμοηλεκτρικά εργοστάσια που λειτουργούν με γαιάνθρακα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, ενώ το 2020 η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρισμού υποχώρησε κατά 1%, αναμένεται να αυξηθεί κατά 5% το 2021 και κατά 4% το 2022, καθώς οι περισσότερες χώρες εξέρχονται από τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία και η τόνωση της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας μεταφράζεται και σε αυξημένη κατανάλωση ενέργειας.
Ένα μέρος αυτής της αύξησης θα καλυφθεί από την αυξανόμενη προσφορά αιολικής και ηλιακής ενέργειας, καθώς όλο και περισσότερες χώρες επενδύουν σε αυτές και αυξάνουν το εγκατεστημένο δυναμικό παραγωγής.
Όμως, για μια σειρά από χώρες αυτό προϋποθέτει και εργοστάσια που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα συμπεριλαμβανομένου του γαιάνθρακα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι παραγόμενη από γαιάνθρακα ηλεκτρική ενέργεια θα αυξηθεί κατά 5% το 2021 με μια επιπλέον αύξηση 3% το 2022 που αναμένεται να είναι το ρεκόρ συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από γαιάνθρακα.
Παρότι στην αύξηση της ζήτησης για γαιάνθρακα έπαιξαν ρόλο και συγκυριακοί παράγοντες όπως ήταν η ξηρασία νωρίτερα μέσα στη χρονιά στη Νότια Κίνα που μείωσε την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, εντούτοις η τάση είναι πιο βαθιά.
Τα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά μεγάλων χωρών, με αναπτυσσόμενη οικονομική βάση όπως η Κίνα ή η Ινδία, που μεταφράζεται και σε αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, σημαίνει ότι δύσκολα μπορούν να απεξαρτηθούν από τον άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 το 57,7% της ενέργειας που καταναλώθηκε στην Κίνα προερχόταν από τον άνθρακα, ενώ η Κίνα ευθυνόταν το 2018 για το 28% των παγκοσμίων εκπομπών και πρωτοστατεί στα σχέδια για νέα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας με χρήση άνθρακα. Το 2020 η δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στην Κίνα αυξήθηκε κατά 29,8 GW την ώρα που παγκοσμίως μειώθηκε κατά 17,2 GW και η χώρα έχει αυτή τη στιγμή 88,1 GW υπό κατασκευή και 158,7 GW που έχουν προταθεί για κατασκευή. Και όλα αυτά παρότι η χώρα έχει δεσμευτεί για μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2060 με αποτέλεσμα να υπάρχουν ακόμη και «εσωτερικές» κριτικές προς την Εθνική Διοίκηση Ενέργειας ότι είναι πολύ χαλαρή απέναντι στην επέκταση της χρήσης άνθρακα.
Η αύξηση των τιμών του γαιάνθρακα
Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι να υπάρχει αύξηση στις τιμές του γαιάνθρακα. Η τιμή του υψηλής ενέργειας γαιάνθρακα της Αυστραλίας, που είναι το benchmark για την ασιατική αγορά αυξήθηκε 86% από την αρχή της χρονιάς και πέρασε τα 150 δολάρια τον τόνο. Αλλά και ο γαιάνθρακας της Νότιας Αφρικής έχει αυξηθεί 44% μέσα στο 2021. Μάλιστα, οι δείκτες του άνθρακα είναι αυτοί με τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις διεθνείς αγορές, με τον μόνο συγκρίσιμο να είναι αυτός του πετρελαίου Brent. Η αύξηση των τιμών οφείλεται τόσο στην αύξηση της ζήτησης όσο και στα προβλήματα της προσφοράς: η Κίνα έχει επιβάλει μια ανεπίσημη απαγόρευση στις εισαγωγές γαιάνθρακα από την Αυστραλία, σε συνέχεια της επιδείνωσης των διμερών σχέσεων, την ώρα που υπήρχαν προβλήματα με την παραγωγή άνθρακα στην Ινδονησία εξαιτίας μεγάλων βροχοπτώσεων αλλά με τα προβλήματα στις μεταφορές από Ρωσία και Νότια Αφρική.
Οι χώρες που επενδύουν στον γαιάνθρακα
Οι χώρες που εξορύσσουν μεγάλες ποσότητες γαιάνθρακα, όπως η Αυστραλία, είναι και χώρες που προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σημασία της κλιματικής αλλαγής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΟΗΡ δεν επέτρεψε στον πρωθυπουργό της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον να μιλήσει στη Σύνοδο Κορυφής για το κλίμα τον περασμένο Δεκέμβρη, επειδή εκτιμήθηκε ότι η Αυστραλία δεν έχει αναλάβει επαρκείς δεσμεύσεις για τη συμβολή της στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η Αυστραλία κατέβαλε πολύ μεγάλη διπλωματική προσπάθεια για να αποτρέψει το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί το Μεγάλο Κορραλιογενές Φράγμα στη λίστα των χώρων Παγκόσμιας Κληρονομιάς που βρίσκονται σε κίνδυνο, ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι αυτό θα επέτεινε την εικόνα μιας χώρας που δεν παίρνει μέτρα για την κλιματική αλλαγή.
Την ίδια στιγμή ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας επιμένει στην ανάγκη ενός στόχου μηδενικών εκπομπών για το 2050, που συνεπάγεται και να μπει τέλος στη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, κάτι στο οποίο αντιδρούν οι χώρες (ανάμεσά τους η Ιαπωνία και η Αυστραλία) και οι εταιρείες που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα.