Το σπουδαίο παρελθόν του αντικατοπτρίζεται σε μερικά από τα αριστουργηματικά του κτίρια, που μοιάζουν να διηγούνται μνήμες από το παρελθόν: η Οικία Πατσιάδου, σε σχέδια Ερνέστου Τσίλερ, το σπίτι της οικογένειας Στρίγκου που έγινε πίνακας διά χειρός Τσαρούχη, ο πέτρινος πύργος στο Πασαλιμάνι ή το κτίριο του κινηματογράφου Χάι Λάιφ, που οικοδομήθηκε το 1925, πρόβαλε την πρώτη ομιλούσα ταινία στην πόλη και έγινε αργότερα έδρα της Γκεστάπο.
Είναι μόνο λίγα από τα χιλιάδες κτίρια του Πειραιά που χτίστηκαν την περίοδο 1840-1940 και στέκουν ακόμη, κάποια αγέρωχα και άλλα λαβωμένα από το χρόνο, υπενθυμίζοντας την πολυκύμαντη ιστορία της πόλης. Κρυμμένα ακόμη και στις πιο αναπάντεχες γωνιές της, τα περισσότερα παραμένουν άγνωστα στους πολλούς- όμως, σύντομα, θα αποκαλυφθούν σε όλο τους το μεγαλείο: Για πρώτη φορά στα χρονικά, μια φιλόδοξη προσπάθεια καταγραφής του αρχιτεκτονικού πλούτου του Πειραιά, έχει ήδη ξεκινήσει με στόχο τη διάσωση αυτού του πολιτιστικού θησαυρού.
Την καταγραφή εγκαινίασαν πιλοτικά η Εταιρία για την Προστασία της Φυσικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Monumenta, η οποία έχει ολοκληρώσει με επιτυχία την καταγραφή 11.200 κτιρίων της περιόδου 1830-1940 στην Αθήνα και η καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Σταματίνα Μαλικούτη, η οποία έχει αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της επιστημονικής της έρευνας στο κτιριακό απόθεμα του Πειραιά.
«Ο Πειραιάς είναι μια αρχιτεκτονική πινακοθήκη για τη μεοσαστική, μικροαστική αλλά και για τη λαϊκή κατοικία. Μια βόλτα στην παράκτια διαδρομή από το λιμάνι της Ζέας μέχρι την οδό Τζαβέλα, στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αποκαλύπτει κτίρια, το ένα καλύτερο από το άλλο, που αντιπροσωπεύουν όλη την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, της τελευταίας 100ετίας στην ελληνική πραγματικότητα», λέει η Σταματίνα Μαλικούτη, η οποία, μεταξύ άλλων, έχει διδάξει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΜΠ για την Προστασία των Μνημείων, την ενότητα του Πειραιά. «Εκτιμώ ότι συνολικά εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου υπάρχουν περίπου 3000-3500 κτίρια της περιόδου 1840-1940. Πρόκειται για ένα μεγάλο αριθμό, μια σημαντική κληρονομιά», λέει. «Θα πρότεινα στο κοινό να κάνει αρχιτεκτονικές διαδρομές σε μη αναμενόμενα σημεία της περιοχής, γιατί πραγματικά οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη».
Είναι ενδεικτικό πως όταν τμήμα της πόλης του Πειραιά κηρύχθηκε ως ιστορικό κέντρο, χαρακτηρίστηκαν μαζικά διατηρητέα περίπου 450 κτίρια ενώ στη συνέχεια, μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή, υπήρξαν περισσότερες από 500 επιπλέον μεμονωμένες κηρύξεις. «Αν ρωτήσεις κάποιον στον δρόμο τι ξέρεις από τον Πειραιά; Οι περισσότεροι θα σου πουν «το λιμάνι», κάποιοι «τη βιομηχανική κληρονομιά του» και κάποιοι άλλοι «τα προσφυγικά».
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το αστικό κομμάτι της πόλης έχει τόσο πλούσια αρχιτεκτονική. Και είναι πολύ λίγες οι σχετικές μελέτες- τα περισσότερα στοιχεία μάς έρχονται μέσω Αθήνας. Δυστυχώς το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά τα κτίρια βρίσκονται σε κακή κατάσταση, κάποια είναι πανέμορφα και αξιόλογα αλλά κινδυνεύουν και αυτός είναι ένας από τους στόχους αυτής της προσπάθειας που γίνεται εντελώς ανιδιοτελώς, να αφυπνιστεί το ενδιαφέρον και να κατασταλούν ενδεχόμενες προθέσεις για κατεδάφιση», εξηγεί η κα Μαλικούτη.
Η κοινωνική προέκταση των κτιρίων του Πειραιά είναι εξόχως ενδιαφέρουσα. Οι τυπολογίες των κτιρίων, η χρήση νέων υλικών, η εμφανής επιθυμία των πειραιωτών να υπερβούν την αθηναϊκή αρχιτεκτονική, οι ενίοτε υπερβολικές όψεις των διακοσμητικών στοιχείων, όλα δείχνουν πως η αρχιτεκτονική δεν είναι άμοιρη της ιστορίας. «Ήδη έχουμε κάνει δύο πιλοτικές καταγραφές και εντυπωσιαστήκαμε με τον μορφολογικό πλούτο των κτηρίων και τις ιστορίες τους» λέει από την πλευρά της η επικεφαλής της Monumenta, Ειρήνη Γρατσία. «Επίσης είδαμε πόσο μεγάλη εγκατάλειψη υπάρχει και πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για αποκαταστάσεις.
Ταυτόχρονα σε εξέλιξη βρίσκεται και η καταγραφή των κτιρίων σε Θεσσαλονίκη και Καλαμάτα», προσθέτει. «Από τα γνωστά κτίρια του Πειραιά αυτό που όλοι ξεχωρίζουν είναι το Δημοτικό Θέατρο, όμως εγώ θα επέλεγα το κτίριο του Ελευθέριου Βενιζέλου, προίκα της Έλενας, στο εμπορικό κέντρο του Πειραιά, γωνία Γούναρη και Τσαμαδού», συνεχίζει η κα Μαλικούτη. «Είναι ένας θησαυρός που συνδυάζει το τρίπτυχο της αρχιτεκτονικής τυπολογία, κατασκευή και μορφή χωρίς να είναι ένα περιώνυμο αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Είχα την τύχη να μπω μέσα και είναι εκπληκτικό.
Έχει ελλειπτικές αίθουσες οι οποίες αρθρώνονται σε ένα κεντρικό οκτάγωνο στο οποίο βγαίνουν οπές για τη θέρμανση, μιλάμε για τα τελειότερα μέσα θέρμανσης της εποχής, ενώ το ισόγειό του είναι φτιαγμένο με στοές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης το συγκρότημα του ναυτικού νοσοκομείου, η πρώην έπαυλη Μελετόπουλου». Η καταγραφή θα συνεχιστεί το Σεπτέμβριο και όσοι πολίτες επιθυμούν να συμμετάσχουν σε εθελοντική βάση μπορούν να επικοινωνήσουν με τη Monumenta.