Το σκάνδαλο Pegasus είναι από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα παρακολουθήσεων της πρόσφατης ιστορίας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέχρι τώρα η δημοσιογραφική έρευνα έχει μπορέσει να ταυτοποιήσει τουλάχιστον 1000 ανθρώπους που παρακολουθήθηκαν σε 50 χώρες και τέσσερις ηπείρους και οι οποίοι περιλαμβάνουν αρκετά μέλη αραβικών βασιλικών οικογενειών, τουλάχιστον 65 στελέχη επιχειρήσεων, 85 ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, 189 δημοσιογράφους και πάνω από 600 πολιτικούς και κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων και πρωθυπουργών, αρχηγών κρατών, υπουργών, διπλωματών και στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας, αλλά και δύο γυναίκες που ήταν κοντά στον δολοφονημένα Σαουδάραβα δημοσιογράφο Τζαμάλ Κασόγκι. Και όλα αυτά από μια λίστα 50.000 τηλεφώνα που ακόμη ερευνάται.
Η έρευνα αυτή που περιλάμβανε και τον εξονυχιστικό έλεγχο ενός αριθμού μολυσμένων smartphones έδειξε ότι η αιτία βρισκόταν στο λογισμικό Pegasus που παράγει η ισραηλινή εταιρεία NSO. Το συγκεκριμένο λογισμικό είναι από τα κορυφαία λογισμικά για την παρακολούθηση κινητών τηλεφώνων, αν και ένας πιο ακριβής ορισμός θα ήταν για τη μετατροπή των κινητών τηλεφώνων σε συσκευές παρακολούθησης. Στηρίζεται στο ότι μπορεί να αποκτήσει τον έλεγχο του κινητού τηλεφώνου εκμεταλλευόμενο κενά στα συστήματα ασφαλείας του λογισμικού των συσκευών και μάλιστα χωρίς καν να χρειάζεται ο χρήστης να «πατήσει» κάποιον σύνδεσμο, που ήταν μέχρι τώρα η βασική διαδικασία μόλυνσης από κακόβουλο λογισμικό είτε στους υπολογιστές είτε στα κινητά τηλέφωνα.
Μια εταιρεία με στενές σχέσεις με το ισραηλινό κράτος
Παρότι συνήθως η εταιρεία NSO παρουσιάζεται ως άλλο ένα παράδειγμα μιας πετυχημένης start-up που προέκυψε μέσα από το «οικοσύστημα καινοτομίας» που το Ισραήλ παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ως κατεξοχήν ένδειξη του οικονομικού του δυναμισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν και συγκεκριμένα ερωτήματα για τη σχέση της με το ισραηλινό κράτος.
Αυτό δεν ισχύει μόνο για την NSO αλλά για ολόκληρο τον πολύ αναπτυγμένο κλάδο των επιχειρήσεων κυβερνοεπιτήρησης στο Ισραήλ. Αρκεί να σκεφτούμε ότι σε μεγάλο βαθμό η εκπαίδευση αυτών που ιδρύουν εταιρείες όπως η NSO ξεκινά σε ελίτ μονάδες των Ισραηλινών Ένοπλων Δυνάμεων όπως η Μονάδα 8200 που ειδικεύεται ακριβώς στην κυβερνοεπιτήρηση. Μάλιστα, μια έρευνα του 2018 έδειξε ότι το 80% των 2300 ανθρώπων που ίδρυσαν τις 700 επιχειρήσεις κυβερνοασφάλειας του Ισραήλ είχαν περάσει από την υπηρεσία πληροφοριών των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Τόσο ο Όμρι Λάβι, όσο και ο Σαλέβ Χούλιο, δύο από τους τρεις συνιδρυτές της NSO, πιστεύεται ότι είχαν υπηρετήσει στη Μονάδα 8200.
Συχνά είναι η εμπειρία μέσα σε μια τέτοια μονάδα πληροφοριών (που δεν επικεντρώνεται μόνο στην υψηλή τεχνολογία αλλά και σε πιο παραδοσιακές μορφές απόσπασης πληροφοριών όπως π.χ. ο εκβιασμός) ήταν και η ώθηση ώστε όσοι πέρασαν από εκεί μετά να δραστηριοποιηθούν στον ιδιωτικό τομέα, αξιοποιώντας συχνά και τα δίκτυα γνωριμιών που διαμόρφωσαν μέσα στον στρατό. Και βέβαια εάν αναλογιστούμε ότι το Ισραήλ έχει ένα τεράστια έκτασης δίκτυο επιτήρησης της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης και της Γάζας μπορούμε να καταλάβουμε και το είδος της μαθητείας.
Τώρα οι εξαγωγές τεχνολογίας είναι ένα βασικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής του Ισραήλ. Είναι επίσης σαφές ότι όλες οι εξαγωγές οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της τεχνολογίας παρακολούθησης προϋποθέτουν την έγκριση του Ισραηλινού υπουργείο Άμυνας.
Όταν πολιτική και εξαγωγές συνδυάζονται
Το Ισραήλ είναι μια χώρα με έναν ισχυρό εξαγωγικό αμυντικό κλάδο. Από κλασικά οπλικά συστήματα μέχρι τεχνολογίας κυβερνοεπιτήρησης και λογισμικό παρακολούθησης, εξάγει ένα πολύ μεγάλο φάσμα προϊόντων και ισραηλινές εταιρείες κάνουν και σχετικές επενδύσεις στο εξωτερικό.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι για το Ισραήλ αυτού του είδους η εξαγωγή τεχνολογίας είναι και ένα εργαλείο πολιτικής. Όπως έγραφε ένα ισραηλινός δημοσιογράφος, ο Αμιτάι Ζιβ, σε ένα ρεπορτάζ για την NSO το 2020, «όταν το Ισραήλ πουλάει όπλα στο Μαρόκο ή στη Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη του Περσικού Κόλπου, αποκτά διπλωματική ησυχία και αδυνατίζει την διεθνή κριτική της κατοχής. Έτσι, το ένα έγκλημα δικαιολογεί το άλλο. Αυτό είναι ένα από τα κίνητρα για την έγκριση αυτών των σκοτεινών συμφωνιών».
Στην περίπτωση της NSO είναι προφανές ότι οι ισραηλινές αρχές γνώριζαν πολύ καλά σε ποιες χώρες έκανε εξαγωγή του λογισμικού της η εταιρεία, εφόσον άλλωστε έχουν δώσει τις σχετικές εγκρίσεις. Όμως, ταυτόχρονα είναι προφανές ότι γνώριζαν σε σημαντικό βαθμό και ποια χρήση θα γινόταν αυτού του λογισμικού, την ίδια ώρα που ο ιδιωτικός χαρακτήρας της εξαγωγής όπως και οι πολύ αυστηρές ρήτρες απορρήτου προστατεύουν το ισραηλινό κράτος από το να χρεωθεί άμεσα τη χρήση αυτού του λογισμικού. Άλλωστε, μιλάμε για ένα επιθετικό λογισμικό που μπορεί να περιγραφεί ως τμήμα μιας ευρύτερης εξαγωγής «όπλων».
Σε αυτό το φόντο οι εξαγωγές τέτοιου λογισμικού δεν έχουν να κάνουν απλώς με την αύξηση των πωλήσεων αλλά είναι τμήμα της ευρύτερης πολιτικής εξωτερικών και άμυνας του Ισραήλ. Οι ισραηλινές αρχές γνωρίζουν που καταλήγει το λογισμικό, έχουν επίγνωση της χρήσης τους, συχνά οι εξαγωγές αυτές αποτελούν τμήματα τυπικών και άτυπων συμφωνιών που έχει κάνει η ισραηλινή κυβέρνηση με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, δύσκολα θα γινόταν τέτοια πώληση λογισμικού παρακολούθησης στην κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας, με την οποία τυπικά το Ισραήλ δεν είχε καν διπλωματικές σχέσεις, εάν δεν υπήρχε σχετική κυβερνητική απόφαση.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ δεν μπορεί να οχυρωθεί πίσω από το ότι επρόκειτο για ιδιωτικές επιχειρηματικές συναλλαγές, αλλά να εξηγήσει γιατί διευκόλυνε μια τόσο εκτεταμένη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μένει να δούμε τι θα προκύψει και από την task force που συγκρότησε για τη διερεύνηση του ζητήματος.