Αντέγραψα από την τελευταία Ποιητική (τεύχος 27) δύο σατυρικά ποιήματα – το πρώτο του Ευριπίδη Γαραντούδη, το δεύτερο της Σοφίας Κολοτούρου – , όχι μόνο για να εξηγήσω επιτέλους καλύτερα την «περίπτωσή» μου, αλλά και γιατί έτσι μόνο μπορεί να αποδοθεί με μεγαλύτερη πιστότητα και μεγαλύτερη ευγένεια η ιδιοσυγκρασία του καθενός μας.
«Οι πιο πολλοί γιατροί μου έχουν πεθάνει·
τους φάγαν τα λεφτά, τα χρόνια κι οι ασθένειες.
Βαθιά το ξέραν, η Επιστήμη ό,τι κι αν κάνει
θα γίνουνε κι αυτοί κούκλες κερένιες.
Κι αν είχανε πανάκεια τους το σεξ,
το κάνανε με τον σπασμό του Χάρου.
Πάντα όταν έχυναν, άκουγαν, σαν ρεφλέξ,
«Γιατρέ μου, σόρυ, μα ήρθε η ώρα να σε πάρω.»
Αυτοί που ακόμα είν’ ζωντανοί τώρα προσφεύγουν
στα ποιήματά μου. Τους δονούν σαν δυναμίτιδα.
Τους κουράρω πια εγώ. Μα όλοι τους φεύγουν,
άλλοι απ’ ορχίτιδα κι άλλοι από προστατίτιδα,
για εκεί που είναι όντως κάπως χρήσιμα τα ποιήματα·
γιατρειά για τα ιατρικά τους ανομήματα».
του Ευριπίδη Γαραντούδη
—
«Είναι λοιπόν ένας εδώ… Κυρία, με πειράζει.
Έρχεται κι όλο μου τραβάει τις κοτσίδες.
Το ημερολόγιό μου κλέβει και διαβάζει
τις πιο κρυφές, τις άγραφες σελίδες.
Σαν μεγαλώσουμε θα γίνει ποιητής
και στο Πανεπιστήμιο θα δίνει διαλέξεις.
Κι όλοι θα λένε «ο σεβαστός καθηγητής»∙
και θα του πούνε: «Πρέπει να διαλέξεις,
καημένε, κοίτα να ’σαι πάντα σοβαρός.
Κομμένα τα σονέτα, οι μαλακίες∙
να γράφεις μόνο τα υψηλά σου πρέπει, εμπρός,
άσε λοιπόν τις δοκησι-Σοφίες.»
Κυρία, μεγαλώσαμε και τον πειράζω εγώ
που όλο τους στίχους του διαβάζω∙ και μεθώ».
της Σοφίας Κολοτούρου