Η απαγκίστρωση των αμερικανών στρατιωτικών και των συμμάχων τους από το Αφγανιστάν μετά είκοσι έτη είναι πλέον γεγονός. Τρεις λόγοι αναφέρονται από τον πρόεδρο Μπάιντεν που υλοποίησε την απόφαση του προκατόχου του, προέδρου Τραμπ και την επιθυμία του προέδρου Ομπάμα. Το κόστος του πολέμου σε δολάρια, νεκρούς και τραυματίες, η αμερικανική κοινή γνώμη και η αδυναμία της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας να αναλάβει τη διακυβέρνησή της. Enough is enough.
Το Πεντάγωνο πρόσφατα υπολόγισε την επιβάρυνση του κράτους σε 820 δισ. και σε ζωές 2.400 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, καθώς και 3.800 αμερικανοί πολίτες. Η κοινή γνώμη μπορεί να υποστήριζε την επέμβαση ως επιχείρηση για την εξόντωση του Οσάμα μπιν Λάντεν μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους, αλλά όχι πια. Ο ίδιος ο πρόεδρος Μπάιντεν από παλιά υποστήριζε την απόσυρση της Αμερικής, εδώ και δέκα χρόνια.
«Η αποστολή στο Αφγανιστάν είχε ως στόχο την εξουδετέρωση της Αλ Κάντα η οποία επετεύχθη με τον θάνατο του Μπιν Λάντεν, δηλαδή πριν από δέκα χρόνια. Από τότε οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν αποσυρθεί… Στο Αφγανιστάν δεν πήγαμε για να διαμορφώσουμε ένα έθνος… η αποστολή αυτή εναπόκειται στον αφγανικό λαό και αυτός θα αποφασίσει πώς θέλει να κυβερνηθεί».
Ωστόσο το θέμα μας δεν είναι αν και πότε θα έπρεπε να αποσυρθούν η Αμερική και το ΝΑΤΟ από τη χώρα. Ούτε γιατί τόσα χρόνια δεν μπόρεσαν οι σύμμαχοι να μετατρέψουν τη χώρα νομάδων σε δυτική δημοκρατία. Ούτε το πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα, η εκπαίδευση, στρατιωτική και πολιτική. Το θέμα μας είναι το πώς βγαίνεις από έναν πόλεμο και τι συνέπειες έχει η έξοδος στους δεκάδες χιλιάδες Αφγανούς που πίστεψαν στις αρχές της Δύσης. Στους διερμηνείς, στους συνεργάτες των ξένων στρατευμάτων και κυρίως στον γυναικείο πληθυσμό των πόλεων που γεύθηκε τα αγαθά της Δημοκρατίας και της μόρφωσης. Οι σύμμαχοι, αντιμέτωποι με τα κύματα απελπισμένων συνεργατών που ζητούν να εγκαταλείψουν τη χώρα φοβούμενοι τις συνέπειες για την ίδια τους τη ζωή και των οικογενειών τους, περιμένουν ακόμη το «πράσινο διαβατήριο» μετανάστευσης. Οσο για τους στρατιώτες που πολέμησαν στο πλευρό των συμμάχων, απλώς εγκαταλείπουν τα όπλα και κρύβονται στις φυλές τους.
Ιδια κατάσταση έχουμε ξαναδεί πολύ παλαιότερα, όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στη χώρα και την εγκατέλειψαν ηττημένοι μετά δέκα χρόνια πολέμου. Οι συνεργάτες των Ρώσων είχαν την τύχη που γνωρίζουμε.
Η όλη εικόνα θυμίζει την εποχή που οι βιετναμέζοι συνεργάτες των Αμερικανών θαλασσοπνίγονταν σε κάθε είδους πλεούμενα για να αποφύγουν τη μοίρα που τους επεφύλασσαν οι νικητές Βιετκόνγκ.
Το θέμα μας λοιπόν δεν είναι το δίκαιο ή μη ενός πολέμου – συνήθως συμφερόντων – αλλά η μοίρα των ανθρώπων που μένουν ανυπεράσπιστοι στο τέλος του πολέμου. Προδομένοι, εγκαταλειμμένοι και θύματα του κυνισμού των ισχυρών που τους εγκαταλείπουν.
Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορούμε να ανακαλέσουμε από την πρόσφατη ιστορία. Οι κούρδοι μαχητές συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα του ISIS στον πόλεμο της Συρίας. Οι Αμερικανοί είχαν επίσημα αναγνωρίσει τη συμβολή τους. Με την εκλογή Τραμπ – «Πρώτα η Αμερική» – οι πιο αξιόπιστοι σύμμαχοι της Δύσης εγκαταλείφθηκαν προδομένοι. Οι Τούρκοι βάφτισαν όλους τους Κούρδους οπαδούς του PKK με τις γνωστές συνέπειες. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και στο Ιράκ.
Ιδια εικόνα έχουμε με την τύχη των μαρωνιτών και ορθόδοξων χριστιανών στους πολέμους του Λιβάνου. Μετά τη λανθασμένη βαθιά προέλαση του Ισραήλ και την αντεπίθεση της Χεζμπολάχ και του Ιράν, Αμερικανοί και Ισραηλίτες αποχώρησαν αφήνοντας την τύχη των συμμάχων τους στην «καλή» προαίρεση των Σιιτών λόγω ιδιομορφίας του συντάγματος της χώρας.
Τι φταίει όμως και το φαινόμενο του κυνισμού της εγκατάλειψης είναι τόσο διαδεδομένο;
Κατ’ αρχάς οι εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών. Είναι δυνατόν στην εποχή μας να αγνοούν τις ταυτοτικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας; Είναι δυνατόν να θέλουν να επιβάλλουν καθεστώτα Δημοκρατίας σε χώρες στις οποίες επικρατεί η λογική της φυλής;
Κι όμως είναι. Αν δούμε τι συμβαίνει σε τέως γαλλικές αποικίες της Αφρικής, οι πολιτικές δυνάμεις που εκλέχθηκαν με δημοκρατικές διαδικασίες αργά ή γρήγορα μετατρέπονται σε διεφθαρμένους δικτάτορες. Το επόμενο βήμα είναι οι εξεγέρσεις, η διάλυση του κρατικού μηχανισμού και η επικράτηση φονταμενταλιστικών κινημάτων. Η παρουσία του γαλλικού στρατού πλέον αμφισβητείται από την ίδια τη Γαλλία που δεν γνωρίζει τι να πράξει. Οι σύμμαχοί της σταδιακά βρίσκονται στο στόχαστρο των ανταρτών και η τύχη τους είναι γνωστή.
Ολες αυτές οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται σε μικρές και ανίσχυρες χώρες. Στις μεγάλες και ισχυρές, όχι. Και αυτό δείχνει ίσως τη διέξοδο από πολέμους που δεν τελειώνουν και αφήνουν χιλιάδες ανθρώπους προδομένους από τον κυνισμό των μεγάλων. Η επιβολή κυρώσεων. Γιατί οι πόλεμοι, δίκαιοι ή άδικοι, πάντα θα υπάρχουν. Συνεπώς το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, καλό είναι να επανεξετάσουν τον ρόλο τους, όχι μόνο σε σχέση με το είδος και τις αφορμές πολεμικών εμπλοκών, αλλά κυρίως με το πώς θα βγουν από τις εμπλοκές.
*Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης είναι μέλος του ΕΣ της διαΝΕΟσις, μέλος της ΣΕ του ΕΛΙΑΜΕΠ, πρώην στέλεχος της ΕΕ.