Αμετάβλητα στα σχεδόν μηδενικά επίπεδα διατήρησε σήμερα τα επιτόκια της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά την πρώτη συνεδρίαση της μετά την πρόσφατη, πρώτη αναθεώρηση των στρατηγικών της στόχων από το 2003.
Το συμβούλιο, μάλιστα, διευκρίνισε πως θα διατηρήσει την πολιτική αυτή έως ότου ο συμμετρικός πληθωρισμός φτάσει το 2% «πολύ μπροστά από το τέλος του ορίζοντα προβλέψεων και εφόσον διατηρηθεί για το υπόλοιπο της περιόδου πρόβλεψης και κρίνει ότι η πρόοδος στον υποκείμενο πληθωρισμό είναι επαρκώς ενισχυμένη για να συνάδει με την σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα». Εξάλλου, η νέα στρατηγική αφήνει περιθώρια για ευελιξία, ήτοι «για ένα μεταβατικό διάστημα κατά το οποίο ο πληθωρισμός μπορεί να είναι μετριοπαθώς πάνω από τον στόχο», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και το ανακοινωθέν της.
Θυμίζουμε πως με την πρόσφατη ανανέωση της στρατηγικής της ΕΚΤ, το όριο του πληθωρισμού ανέβηκε στο 2%, αντί του «κοντά αλλά κάτω από το 2%», αφήνοντας ωστόσο περιθώρια ευελιξίας αν ανέβει ελαφρά πάνω από τα επίπεδα αυτά για κάποιο διάστημα. Το παράθυρο αυτό σε μια μεταβατική περίοδο με πληθωρισμό μετρίως πάνω από το στόχο «έδειξε» και το σημερινό ανακοινωθέν.
Ο δείκτης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη «έπιασε» ήδη το 2% το Μάιο, πριν υποχωρήσει και πάλι ελαφρά στο 1,9% τον Ιούνιο.
Όσον αφορά το επίμαχο ζήτημα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP), το συμβούλιο υποστήριξε πως θα συνεχίσει και μάλιστα με αυξημένο ρυθμό τις αγορές ομολόγων για το τρέχον τρίμηνο σε σχέση με τους πρώτους μήνες της χρονιάς. Αυτό σημαίνει πως οι αγορές θα συνεχίσουν στο μηνιαίο ρυθμό των περίπου 20 δισ. δολαρίων και μάλιστα για όσο ακόμη είναι αναγκαίο.
Επίσης, το συμβούλιο επεσήμανε πως σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, πάντως, για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής.
Μάλιστα, το συμβούλιο επανέλαβε πως το πρόγραμμα των 1,850 δισ. ευρώ θα διατηρηθεί τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του Μαρτίου 2022 (όπως έχει συμφωνηθεί), αλλά και σε κάθε περίπτωση «έως ότου κρίνει πως η κρίση της πανδημίας έχει τελειώσει». Μια αναφορά που ουσιαστικά αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για τυχόν συνέχιση του προγράμματος πέραν του Μαρτίου, αν οι συνθήκες το απαιτούν!