Τα προβλήματα και οι διαδοχικές κρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι πολλά.
Η εξέλιξη της πανδημίας και το χαμηλό ποσοστό των εμβολιασμών (μόλις το 51% του ενεργού πληθυσμού έξι μήνες μετά την έναρξη της επιχείρησης «Ελευθερία») δεν αφήνουν κανένα περιθώριο χαλάρωσης στο μείζον αυτό πρόβλημα της χώρας.
Δυστυχώς το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο μείζον εθνικό θέμα, που είναι πλέον οι διαρκείς προσκλήσεις της γείτονος και του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, οι οποίες κλιμακώνονται, αντίθετα με τις προσδοκίες για «ήρεμα νερά» εν μέσω της εφετινής δύσκολης τουριστικής περιόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση αναζητεί διαφυγή αισιοδοξίας στην οικονομία και στις προοπτικές ανάκαμψης που δημιουργεί η έγκριση των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που θα εισρεύσουν στη χώρα μέχρι το 2025.
Κατά κάποιον τρόπο είναι μονόδρομος να επιτύχει τουλάχιστον σε αυτό το πεδίο, αν θέλει να διατηρήσει τη δυναμική της και τις δυνάμεις που την έφεραν πριν από δύο χρόνια στην εξουσία.
Σε αυτή τη διαδρομή καλό είναι, όμως, να ακούσει και την κριτική που ασκείται από την αξιωματική αντιπολίτευση και το ΚΙΝΑΛ ως προς τον μηχανισμό κινητοποίησης των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών στην προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας.
Από το πλήθος των επιχειρημάτων που έχουν αναπτυχθεί για «συγκεντρωτισμό» και «αδιαφάνεια» στη λήψη αποφάσεων οι οποίες αφορούν την έγκριση των επιχειρηματικών πλάνων που θα ενταχθούν στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης, θα κρατήσουμε μόνο την παρέμβαση του πρώην υπουργού Ανάπτυξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος έχει σημειώσει επανειλημμένως ότι «όταν όλα τα χρήματα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης περνούν από τέσσερις συστημικές τράπεζες, αυτό σημαίνει ότι μόνο 25.000 από το σύνολο των 700.000 ελληνικών επιχειρήσεων θα έχουν δυνατότητα πρόσβασης στη χρηματοδότηση».
Το επιχείρημά του δεν απέχει από την αλήθεια, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η πρόταση που πρέπει να ξανασκεφτεί η κυβέρνηση, ότι σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να αξιοποιήσει το εργαλείο της Αναπτυξιακής Τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να δώσει διέξοδο χρηματοδοτώντας μικρομεσαίες επιχειρήσεις (μεταξύ αυτών και πολλές που έχουν πληγεί από την πανδημία) για να ορθοποδήσουν και να αναπτυχθούν.