«Ναι, θα είμαι υποψήφιος». Με αυτή του τη δήλωση στο «Βήμα της Κυριακής» ο Νίκος Ανδρουλάκης, μετά τη Φώφη Γεννηματά και τον Ανδρέα Λοβέρδο, παίρνει θέση στην αφετηρία της κούρσας για την ηγεσία στο Κίνημα Αλλαγής.
«Εχει έρθει η ώρα να αλλάξουμε περπατησιά» τονίζει ο κ. Ανδρουλάκης, επισημαίνοντας ότι «ο προοδευτικός κόσμος της χώρας διψά για ένα θεσμικό κόμμα που θα ενώσει την κοινωνικά κατακερματισμένη δημοκρατική παράταξη και θα αγωνιστεί για δικαιοσύνη, διαφάνεια και αξιοκρατία».
Στη συνέντευξή του ο ευρωβουλευτής του Κινήματος Αλλαγής αναφέρεται στην πανδημία, στις ανατροπές που έφερε, στην ευκαιρία που προσφέρει στη χώρα το Ταμείο Ανάκαμψης, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας τον 21ο αιώνα.
Η πανδημία αποδεικνύεται μια πρόκληση για όλον τον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, πώς κρίνετε τη διαχείρισή της από την ελληνική κυβέρνηση;
«Η κυβέρνηση σε πολλές δύσκολες στιγμές επέλεξε την επικοινωνία από την ουσία, δημιουργώντας συνθήκες εφησυχασμού ενώ δεν θα έπρεπε. Πέρα από το πρώτο κύμα στο οποίο υπήρξε αποτελεσματική αντιμετώπιση, έχουν γίνει πολλά στρατηγικά λάθη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από το τέλος Φεβρουαρίου έχει γίνει σαφές ότι υπάρχει πρόβλημα με τον εμβολιασμό των υγειονομικών και των ηλικιωμένων, η κυβέρνηση άργησε πολύ να αντιδράσει. Ακόμα και σήμερα, παρά τις εξαγγελίες, η υποχρεωτικότητα δεν έχει γίνει πράξη. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον κατ’ οίκον εμβολιασμό που, ενώ φαίνεται από το ξεκίνημά του ότι βρίσκει ανταπόκριση και θα μπορούσε να έχει βελτιώσει τα πράγματα, καθυστέρησε πολλούς μήνες. Θέλω να είμαι δίκαιος, σε τόσο ακραίες συνθήκες δεν μπορείς να τα προβλέψεις όλα. Οφείλεις όμως να λαμβάνεις υπ’ όψιν σου τι γίνεται σε άλλες χώρες και να προσαρμόζεσαι ταχύτατα. Για παράδειγμα, ενώ στην Πορτογαλία βλέπαμε την επέκταση της μετάλλαξης Δέλτα με την οικονομική ζημιά που προκαλεί στον τουρισμό της χώρας, εμείς δεν αυστηριοποιήσαμε εγκαίρως τα υγειονομικά πρωτόκολλα, ούτε αυξήσαμε τους ελέγχους επιτήρησής τους».
Την Τρίτη εγκρίθηκε από το ECOFIN το ελληνικό σχέδιο για το Ταμείο Ανασυγκρότησης. Είναι ικανό να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας;
«Η Ελλάδα είναι από τις ευνοημένες χώρες στην κατανομή των κονδυλίων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί πλήρως η ζημιά που έχουμε υποστεί. Χρειάζεται αξιοκρατία, διαφάνεια και μακροπρόθεσμη στρατηγική. Είναι χαρακτηριστικό ότι είμαστε η μόνη χώρα που διαθέτουμε τα 12,5 δισ. που πήραμε ως δάνεια, μόνο μέσω των τραπεζών βάσει εμπορικών κριτηρίων, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο χιλιάδες επιχειρήσεις που έχουν πραγματική ανάγκη, δίνοντας ρευστότητα σχεδόν μόνο σε αυτούς που είχαν ήδη πρόσβαση σε αυτήν. Οσον αφορά τις επιδοτήσεις που ανέρχονται σε 18,5 δισ., πέρα από την απορροφητικότητα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα αφενός στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, αφετέρου στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων που επιδεινώθηκαν. Μετά από αυτή τη νέα περιπέτεια οι πολίτες νιώθουν ακόμα πιο έντονο το αίσθημα της ανασφάλειας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, γι’ αυτό η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να είναι μια συμπληρωματική πολιτική. Η υγεία, η παιδεία και τα κίνητρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού μαρασμού πρέπει να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής μας. Ζητήματα όπως η ενεργειακή μετάβαση και ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά σε αυτή την κατεύθυνση».
«Ο προοδευτικός κόσμος της χώρας διψά για ένα θεσμικό κόμμα που θα ενώσει την κοινωνικά κατακερματισμένη δημοκρατική παράταξη και θα αγωνιστεί για δικαιοσύνη, διαφάνεια και αξιοκρατία»
Στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είδαμε ότι στις ευρωτουρκικές σχέσεις προκρίνεται η θετική ατζέντα. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι;
«Η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Νοέμβριο ανάγκασε την Αγκυρα να αναθεωρήσει τη στρατηγική της. Ενώ όμως ρητορικά εμφανίζεται πιο ήπια, οι πράξεις της καταδεικνύουν τις πραγματικές της προθέσεις. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να γίνεται λόγος για «πάγωμα των προκλήσεων» από τη στιγμή που στις 20 Ιουλίου ο Ερντογάν θα είναι στα Κατεχόμενα για να εγκαινιάσει στρατιωτική βάση για τουρκικά drones, εξαγγέλλοντας το άνοιγμα των Βαρωσίων κατά παράβαση των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Αλλά ακόμη και αν υπήρχε πάγωμα των προκλήσεων, αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται μόνιμες λύσεις. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η νέα ειδική σχέση μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, που θα αντικαταστήσει τη χίμαιρα της ευρωπαϊκής προοπτικής, πρέπει να έχει τη σφραγίδα της ελληνικής διπλωματίας. Στον αντίποδα των οικονομικών σχέσεων που προκρίνει η θετική ατζέντα πρέπει να υπάρχει και ένα πλαίσιο διασφάλισης των σχέσεων καλής γειτονίας στην ευρύτερη περιοχή μέσω αυτοματοποιημένων κυρώσεων, οι οποίες θα συνοδεύονται με ένα χρονοδιάγραμμα επίλυσης του μοναδικού προς διευθέτηση ζητήματος με την Τουρκία, που δεν είναι άλλο από τη χάραξη των θαλασσίων ζωνών βάσει του Διεθνούς Δικαίου, όπως προβλεπόταν και στο Ελσίνκι».
Εχει νόημα να μιλάμε για σοσιαλδημοκρατία στον 21ο αιώνα;
«Η πανδημία λειτούργησε ως επιταχυντής, κάνοντας περισσότερο αποδεκτό ότι το υφιστάμενο μοντέλο ανάπτυξης είναι μη βιώσιμο. Αυτό το πνεύμα απηχούν τόσο η συμφωνία του G7 για την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και η ατζέντα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, επανέρχεται στο επίκεντρο του πολιτικού διαλόγου το ζήτημα των προνομίων μιας μικρής ελίτ και της ανάγκης για περισσότερη οικονομική δικαιοσύνη μέσω κανόνων ρύθμισης του παγκόσμιου κεφαλαίου. Ο στόχος του εξανθρωπισμού της παγκοσμιοποίησης είναι ο πυρήνας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό άλλωστε πρωτοστατεί εδώ και χρόνια στην κατάργηση των φορολογικών παραδείσων και στην ομαλή και κοινωνικά δίκαιη διαδικασία πράσινης μετάβασης».
Πώς θα περιγράφατε την πορεία του κόμματος τα τελευταία δύο χρόνια;
«Παραμένουμε στάσιμοι σε μια περίοδο που η κυβέρνηση της ΝΔ αρχίζει να συσσωρεύει δυσαρέσκεια και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε πτωτική πορεία, ενώ παράλληλα οι ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας γίνονται εκ νέου επίκαιρες. Σέβομαι την ιστορία μας και όσους κρατήσαμε μαζί το κόμμα μας όρθιο στα δύσκολα. Τώρα έχει έρθει η ώρα, με το βλέμμα μπροστά, να αλλάξουμε περπατησιά, να γίνουμε ένα κόμμα προοπτικής, ανανεώνοντας το πρόγραμμα, το στελεχιακό δυναμικό, τις μεθόδους πολιτικής δράσης. Ο προοδευτικός κόσμος της χώρας διψά για ένα θεσμικό κόμμα που θα ενώσει την κοινωνικά κατακερματισμένη δημοκρατική παράταξη και θα αγωνιστεί για δικαιοσύνη, διαφάνεια και αξιοκρατία».
Εχετε πει ότι έχετε πάρει τις αποφάσεις σας, αλλά δεν έχετε ξεκαθαρίσει ότι θα είστε υποψήφιος;
«Ναι, θα είμαι υποψήφιος. Εχω άλλωστε δηλώσει ότι οι λόγοι που με οδήγησαν να θέσω υποψηφιότητα το 2017 έχουν ενισχυθεί. Την ευκαιρία που μας δόθηκε τότε, με τη συμμετοχή 212 χιλιάδων πολιτών, δεν την αξιοποιήσαμε όσο θα έπρεπε. Ολοι οι υποψήφιοι έχουμε χρέος να συμβάλουμε ώστε η επικείμενη συζήτηση για το μέλλον της παράταξης να είναι βαθιά πολιτική και αναζωογονητική, ενθαρρύνοντας τα μέλη και τους φίλους μας να συμμετάσχουν και πάλι, μαζικά, σε αυτό το νέο ξεκίνημα».