Σαράντα επτά χρόνια μετά την πρώτη εισβολή στην Κύπρο η Τουρκία πραγματοποιεί εφέτος, ακριβώς την ίδια μέρα στις 20 Ιουλίου, μια δεύτερη «εισβολή», όχι βέβαια στρατιωτική τη φορά αυτή, αλλά με την αποστολή μιας πολυπληθούς κυβερνητικής, στρατιωτικής και κομματικής ηγεσίας με επικεφαλής τον τούρκο πρόεδρο. Με στόχο, πέρα από τη γνωστή ήδη εξαγγελία του για την ίδρυση δύο κρατών (που θα επισημοποιήσει έτσι τη διχοτόμηση που δημιούργησε η πρώτη εισβολή), την ανακοίνωση για τα επόμενα βήματα που σχεδιάζει για τα Βαρώσια. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας εθνικοθρησκευτικής εκδήλωσης που θα συνδυάζει τη θρησκευτική γιορτή του Μπαϊραμιού με την ίδρυση βάσης για τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορεί τέτοιου είδους φιέστες να εντυπωσιάζουν τον χειμαζόμενο από τη δραματική οικονομική κρίση τουρκικό λαό, αποδεικνύουν όμως παράλληλα ότι η Τουρκία γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις γνωστές αποφάσεις του ΟΗΕ για την ίδρυση μιας Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ενώ αγνοεί πλήρως τις αντιδράσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων. Και τούτο διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα υποστεί κυρώσεις. Από την ΕΕ λόγω της στάσης του Βερολίνου στο Προσφυγικό και από τις ΗΠΑ λόγω της εξαιρετικά σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης που κατέχει. Ενώ, πέρα από όλα τα άλλα, πουλάει τώρα εκδούλευση προς τους Αμερικανούς, με την πρότασή της να αναλάβει την ασφάλεια του αεροδρομίου της Καμπούλ, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων. Γι’ αυτό και δεν έχει υποστεί έως τώρα, παρά τις σχετικές απειλές, καμία κύρωση για την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400.
Αυτό όμως που παράλληλα πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η απόφαση για τα δύο κράτη δεν συνδέεται τόσο με το Κυπριακό (το οποίο είναι προφανές ότι δεν επιλύει) αλλά με την ανάγκη να ισχυροποιήσει η Τουρκία τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς αισθάνεται να έχει απομονωθεί μετά τη δημιουργία των τριμερών συμμαχιών που συνήψε η Ελλάδα. Αφορά δηλαδή τον διαμοιρασμό των ενεργειακών κοιτασμάτων της περιοχής, όπου φοβάται πως παρότι κατέχει το μεγαλύτερο μήκος ακτών στην περιοχή αυτή, θα μείνει τελικά έξω από τη μοιρασιά. Παρόλο που οι όποιοι ενεργειακοί σχεδιασμοί έχουν τώρα παγώσει, λόγω της μείωσης των τιμών του πετρελαίου και των αμφιβολιών αν τα υπάρχοντα κοιτάσματα είναι εμπορικώς εκμεταλλεύσιμα. Δηλαδή πολύς καβγάς για το τίποτα, ενώ παραμένει η τεράστια ευθύνη των Ελληνοκυπρίων, που όλα αυτά τα χρόνια αγνόησαν τις όποιες συμβιβαστικές προτάσεις υποβλήθηκαν για λύση του Κυπριακού, με κορυφαία πάντα το Σχέδιο Αναν.