Η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με μια ημιτελή ανάκαμψη, αλλά η χώρα έχει επιδείξει ανθεκτικότητα στην αντιμετώπιση της COVID-19. Με τη διαπίστωση αυτή ξεκινά η αξιολόγηση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, μετά την επίσκεψη της 9ης Ιουλίου, την οποία ενέκρινε η εκτελεστική επιτροπή του Ταμείου.
Σύμφωνα με τη Δήλωση Συμπερασμάτων της Αποστολής του ΔΝΤ του Άρθρου 4, η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, καλύτερα από το αναμενόμενο, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της Ελλάδας από τον τουρισμό και τις προϋπάρχουσες ευπάθειες.
Η κυβέρνηση παρείχε μεταξύ των μεγαλύτερων δημοσιονομικών κινήτρων στον προϋπολογισμό και η εποπτεία και η στέγαση της ΕΚΤ προστάτευσαν τον τραπεζικό τομέα και διατήρησαν τις συνθήκες χρηματοδότησης εξαιρετικά ευνοϊκές. Παρά την πανδημία, οι μεταρρυθμίσεις εξελίχθηκαν σε διάφορους τομείς, αν και με βραδύτερο ρυθμό από ό, τι τα τελευταία χρόνια.
Το ΔΝΤ, προσθέτει ότι ενώ ο πλήρης εμβολιασμός προχωρά με ρυθμό πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μια πιο παρατεταμένη πανδημία θα προσθέσει άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα και μειονεκτικούς κινδύνους για όλους τους τομείς της οικονομίας.
Οι επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης επιχορηγούν τη χρηματοδότηση, η κατανάλωση που χρηματοδοτείται από την ανάληψη καταθέσεων και το άνοιγμα του τουρισμού αναμένεται να είναι οι βασικοί παράγοντες της ανάκαμψης με την ανάπτυξη να εκτιμάται σε 3,3% φέτος και στο 5,4% το 2022. Τα επίπεδα δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθούν μεσοπρόθεσμα, και οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης και η ικανότητα αποπληρωμής του ΔΝΤ παραμένουν επαρκείς.
Βιωσιμότητα του χρέους
Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Ταμείο η αβεβαιότητα είναι πολύ υψηλή για να καταλήξει σε σταθερό συμπέρασμα σχετικά με τη βιωσιμότητα του μακροπρόθεσμου χρέους.
Για το δημόσιο χρέος το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αναφέρει πως αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα και πως τόσο οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, όσο και η ικανότητα της χώρας να αποπληρώσει το Ταμείο , είναι εξασφαλισμένες από διάφορους αρνητικούς κινδύνους.
«Μετά από μια ανοδική πορεία το 2020, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται να κορυφωθεί το 2021 και να μειωθεί σταδιακά μεσοπρόθεσμα, αν και παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από τα προβλεπόμενα πριν από την πανδημία. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, στηριζόμενο από την διαφορά επιτοκίου-ανάπτυξης και τη σταδιακή επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα. Το μεγάλο απόθεμα μετρητών της κυβέρνησης και η ενεργητική η διαχείριση του χρέους μειώνουν περαιτέρω τους κινδύνους αναχρηματοδότησης».
«Αυτό σηματοδοτεί μια απόκλιση από την προηγούμενη μακροπρόθεσμη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του προσωπικού του ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε το 2018, που αναγνώριζε επίσης μεγάλη αβεβαιότητα, αλλά εντούτοις κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν διασφαλιζόταν με μια ρεαλιστική σειρά μακροοικονομικών υποθέσεων», αναφέρεται στην ανακοίνωση και προστίθεται ότι ενώ οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα έχουν διευρυνθεί μεσούσης της πανδημίας και παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με την πιθανή πορεία της ανάπτυξης, αυτές οι ανησυχίες αντισταθμίζονται από τη σημαντική μείωση του spread και την απότομη πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Το κόστος δανεισμού
Τονίζει πάντως, ότι όλα θα κριθούν από το κόστος που θα δανείζεται η Ελλάδα από τον ιδιωτικό τομέα στο μέλλον, οπότε και θα αναχρηματοδοτεί τα δάνεια τους επίσημου τομέα, με τα δάνεια που θα παίρνει από τις αγορές.
Προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και στη στήριξη των νέων που επλήγησαν από την πανδημία: «Οποιαδήποτε ύπαρξη αρνητικών κινδύνων θα πρέπει να διευθετείται μέσω αυτόματων σταθεροποιητών καθώς και περαιτέρω στοχευμένης υποστήριξης, εάν απαιτείται. Παράλληλα, οι αρχές θα πρέπει να εντείνουν τις μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δίνοντας προτεραιότητα σε εκείνες που ενθαρρύνουν την ταχεία, βιώσιμη ανακατανομή κεφαλαίου και εργασίας και την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς».
Χαλαρή δημοσιονομική πολιτική
Το ΔΝΤ στο σημείο αυτό αναφέρει πως τάσσεται υπέρ μια χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής και το 2022. Σημειώνει δε, ότι τα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία υποδηλώνουν ένα πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7,25% του ΑΕΠ το 2021, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα για το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο επαναλαμβάνει τις συστάσεις για δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσα από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης στο φόρο εισοδήματος, την αντιμετώπιση των κενών συμμόρφωσης στον ΦΠΑ, την εξοικονόμηση δαπανών από τις συντάξεις, από παρεμβάσεις στους μισθούς του Δημοσίου και από εξοικονομήσεις στις κρατικές επιχειρήσεις (οι οποίες όπως λέει εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό).
Αναφερόμενο στο σχέδιο «Ηρακλής» τονίζει ότι θα μπορούσε να επιτύχει την ταχεία μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τραπεζών υπό την προϋπόθεση ότι οι προσπάθειες συγκέντρωσης κεφαλαίων των τραπεζών θα αποδειχθούν επιτυχημένες.
«Η πανδημία θα μπορούσε να καθυστερήσει περαιτέρω την εξομάλυνση των ισολογισμών των τραπεζών, απαιτώντας μια κυβερνητική προσέγγιση που θα υποστηρίζεται από μια ολοκληρωμένη ανάλυση κόστους-οφέλους όλων των διαθέσιμων επιλογών» αναφέρει.
Επισημαίνει επίσης, ότι μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει σε αρκετούς τομείς και η διεύρυνση των εξωτερικών ανισορροπιών της Ελλάδας το 2020 αντικατοπτρίζει κυρίως προσωρινούς παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία. «Η βελτίωση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων των ελληνικών Αρχών για την κινητοποίηση του εργατικού δυναμικού, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία (ιδίως χρηματοδοτώντας τη φροντίδα των παιδιών) και επενδύοντας στις προοπτικές της νεολαίας και στον επαναπατρισμό εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας. Τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU) έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τη μετάβαση της Ελλάδας σε ένα μοντέλο πλούσιο σε θέσεις εργασίας, πιο δίκαιο και πιο πράσινο με την προϋπόθεση ότι το δημόσιο επενδυτικό πλαίσιο θα αναβαθμιστεί. Το Συμβούλιο του Ταμείου αναφέρει πως τα στελέχη του ΔΝΤ συνέστησαν ότι η επικείμενη κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας θα πρέπει να ενισχύσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας και ότι η προσαρμογή των ελάχιστων μισθών πρέπει να είναι συνετή».