Αυτή την εποχή βρίσκεται στην Αγγλία για να ερμηνεύσει στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου τον Διοικητή στον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, ρόλο με τον οποίο έκανε το ντεμπούτο του στο σημαντικό θέατρο κατά την περίοδο 2019/20. Ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς, γνωστός στο ελληνικό κοινό από δεκάδες εμφανίσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή, χτίζει αξιοσημείωτη καριέρα και στο εξωτερικό, με παραστάσεις μεταξύ άλλων στην Οπερα του Μπιλμπάο, στην Εθνική Οπερα της Ουαλίας και στην Οπερα του Κιέλου.
Αξιόλογη, την ίδια στιγμή, είναι και η παρουσία του στη δισκογραφία, στις βραβευμένες ηχογραφήσεις έργων του Χέντελ («Ορέστης», «Αριάδνη στην Κρήτη», «Ταμερλάνος», «Ο Ιούλιος Καίσαρας στην Αίγυπτο», «Αλέξανδρος Σεβήρος» και «Αρμίνιο») που διευθύνει ο Γιώργου Πέτρου. Ανθρωπος με γοητευτικό λόγο, συγκροτημένη σκέψη και ενδιαφέρουσες απόψεις πάνω στην τέχνη του ο κ. Μαγουλάς, μας μίλησε ενώ ετοίμαζε τις βαλίτσες του για το πρώτο μετά τη λήξη των lockdowns ταξίδι του στο Λονδίνο. Η πανδημία, ή μάλλον η επόμενη μέρα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα από τα θέματα που μας απασχόλησαν στη συζήτησή μας.
Ποια είναι λοιπόν η νέα καθημερινότητα ενός λυρικού τραγουδιστή που καλείται να λειτουργήσει με περιορισμούς αλλά και με τον φόβο της COVID-19;
«Θα έλεγα ότι η καθημερινότητα σε επίπεδο μελέτης και άσκησης δεν αλλάζει καθόλου. Αυτό που αλλάζει είναι η εργασιακή πραγματικότητα για χιλιάδες καλλιτέχνες οι οποίοι αποτελούν μια από τις πλέον πληγείσες ομάδες, μιας και οι περισσότεροι έμειναν χωρίς εργασία για πάνω από έναν χρόνο. Τώρα που τα θέατρα ξεκίνησαν σιγά-σιγά την επαναλειτουργία τους, αυτό που κατ’ αρχάς αλλάζει είναι οι περιορισμοί στον χώρο εργασίας. Καλούμαστε κι εμείς να τηρούμε τα αυστηρά πρωτόκολλα υγιεινής. Αυτό είναι κάτι που γίνεται με θρησκευτική ευλάβεια, μιας και κανείς δεν θέλει να ρισκάρει ούτε την υγεία του ούτε την ακύρωση της εργασίας του».
Οπότε και το ταξίδι σας για την επιστροφή σας στο Λονδίνο πρέπει να είναι διαφορετικό από προηγούμενα ταξίδια…
«Ο συνδυασμός του Brexit με τα μέτρα για την COVID-19 το έκαναν εξαιρετικά δύσκολο από άποψη γραφειοκρατικών διαδικασιών. Για να ταξιδέψεις και να εργαστείς εκεί χρειάζεσαι πια κάποιου είδους βίζα – την εκδίδει ο εργοδότης που σε προσκαλεί. Επίσης χρειάζεσαι 4 COVID τεστ, τα οποία και θα πρέπει να «κλείσεις» πριν το ταξίδι (αλλιώς δεν σου επιτρέπεται να ταξιδέψεις), και τέλος θα πρέπει να μείνεις σε καραντίνα τις πρώτες έξι μέρες εκεί. Αντίστοιχη ταλαιπωρία υφίστανται και άλλοι συνάδελφοι που ταξίδεψαν σε διαφορετικά μέρη, όχι μόνο στην Αγγλία. Οπότε καταλαβαίνετε, πέρα από τους όποιους δικαιολογημένους φόβους, τα πράγματα γίνονται δύσκολα και σε πρακτικό επίπεδο».
Πιστεύετε ότι μετά την πανδημία τα πράγματα και στον χώρο του λυρικού θεάτρου θα επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση ή θεωρείτε πως κάτι αλλάζει;
«Οι πανδημίες, συμβαίνουν περίπου κάθε εκατό χρόνια και προκαλούν τομές σε όλα τα επίπεδα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες είναι πάντα «πρωτάρηδες», μιας και οι άνθρωποι ζούμε λιγότερο από εκατό χρόνια. Και ο ιός αλλά και η έλλειψη εμπειρίας και ετοιμότητας είναι που φέρνουν τα εκατομμύρια θύματα, το χάος και τις ανεπιθύμητες καταστάσεις που βιώνουμε. Είναι προφανές ότι τίποτα δεν θα μείνει ίδιο μετά από αυτό το παγκόσμιο σοκ. Οπως σε όλους τους κλάδους έτσι και στον δικό μας θ’ αφήσει το στίγμα του για πολλές δεκαετίες, ώσπου πια αυτό να εκληφθεί ως κανονικότητα από τις ερχόμενες γενιές. Μιλώντας τώρα για εμάς, πέρα από τη διεθνή οικονομική κρίση που θα υποστούν όλοι οι εργαζόμενοι, βλέπουμε ήδη να αλλάζουν πολλά στον χώρο μας. Αντί για το κοινό, συνηθίζουμε να βλέπουμε απέναντί μας τους φακούς της κάμερας. Οι πρακτικές βιντεοσκόπησης και διάθεσης των παραστάσεων μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες επί πληρωμή είναι ήδη εδώ για να μείνουν, δημιουργώντας ένα νέου είδους ιντερνετικό-τηλεοπτικό κοινό για την όπερα και τις παραστατικές τέχνες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ζωντανές παραστάσεις θα εκλείψουν. Θα έλεγα μάλιστα ότι με την απαιτούμενη προσοχή και ευαισθησία από την πλευρά των εργοδοτών, αυτή η νέα εποχή θα μπορούσε να έχει θετικές συνέπειες για όλους. Φορείς, καλλιτέχνες και κοινό. Είναι μεγάλη πρόκληση να διαχειριστούμε τα νέα δεδομένα με τρόπο έξυπνο και ωφέλιμο».
Ανήκετε στους έλληνες τραγουδιστές που κάνουν εμφανίσεις και στο εξωτερικό. Ηταν κάτι που ήρθε τυχαία ή το επιδιώξατε;
«Δεν σας κρύβω ότι ανήκω στον τύπο ανθρώπου που του αρέσει η ασφάλεια και η οικογένεια. Προτιμώ να είμαι στο σπίτι και στη βάση μου παρά να περιφέρομαι ως αιώνιος εργένης με μια βαλίτσα στο χέρι. Οχι, δεν επιδίωξα σώνει και καλά μια διεθνή καριέρα. Θα έλεγα πως ό,τι έχω κάνει εκτός συνόρων, προέκυψε από μόνο του. Αυτό που προσωπικά επιδίωκα είναι μάλλον μια βήμα-βήμα προσέγγιση με στόχο τον επόμενο ρόλο, παρά ένας μεγάλος στόχος σε βάθος χρόνου. Ολα αυτά βέβαια είναι επιλογές ζωής, με τα θετικά και τα αρνητικά τους».
Πόσο δύσκολη είναι σήμερα η διεθνής καριέρα;
«Η διεθνής καριέρα στον δικό μας χώρο δείχνει να είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, αλλά ταυτόχρονα απαραίτητη (κάποιος με διεθνή εμπειρία συνήθως προτιμάται). Αν ξεκινούσα σήμερα, ενδεχομένως να άλλαζα τον τρόπο προσέγγισης που σας ανέφερα πιο πάνω. Αυτό που λέω συνεχώς στους νέους συναδέλφους είναι δύο πράγματα: «Μη σταματάτε τη μελέτη και τη βελτίωση και φύγετε για έξω όσο πιο γρήγορα μπορείτε», γνωρίζοντας βέβαια πόσο απαραίτητο και συνάμα δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Αυτοί που θα επιμείνουν με πολλή δουλειά, υπομονή, αγάπη και προσήλωση, στο τέλος θα τα καταφέρουν».
Εχετε αγαπημένους ρόλους; Ποιοι είναι αυτοί;
«Είναι ο Τζάκοπο Φιέσκο από τον «Σιμόν Μποκανέγκρα», o Παγκάνο από τους «Λομβαρδούς στην Πρώτη Σταυροφορία», ο Μπάνκο από τον «Μάκβεθ», και οι τρεις του Βέρντι. Είναι επίσης, για να περάσουμε στον Μότσαρτ, o Διοικητής και ο ομώνυμος ρόλος από τον «Ντον Τζοβάνι» – ναι, έχω ερμηνεύσει και τον Ντον Τζοβάνι -, o Οσμίν από την «Απαγωγή απ’ το Σεράι», και ο Σαράστρο από τον «Μαγικό αυλό». Επίσης, ο Ντον Μπαζίλιο από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι, o Βασιλιάς Χάινριχ στον «Λόενγκριν» και ο Ντάλαντ στον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Βάγκνερ».
Και υπάρχει κάποιος ρόλος από το ρεπερτόριο του μπάσου που ονειρεύεστε να πείτε;
«Θα ήθελα να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω τον Φίλιππο II από τον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι καθώς και τον Βασιλιά Μάρκε από το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ, τον οποίο είχα την ευκαιρία να μελετήσω αλλά δεν τον έχω ερμηνεύσει επί σκηνής».
Πώς μελετάτε έναν νέο ρόλο; Ξεκινάτε προσεγγίζοντάς τον θεατρικά ή αναζητείτε το «κλειδί» κυρίως μέσα από τη μουσική;
«Ξεκινώ κάνοντας μια γρήγορη ανάγνωση στις νότες (ίσως και νοερά, χωρίς φωνή). Η δεύτερη ανάγνωση είναι κι αυτή νοερή και έχει να κάνει με την πλήρη κατανόηση του κειμένου (π.χ. μετάφραση κάποιων άγνωστων λέξεων κ.λπ.) καθώς και του χαρακτήρα που ερμηνεύω, μέσα στο μεγάλο πλαίσιο της πλοκής του έργου. Η τρίτη ανάγνωση είναι συνδυασμός μουσικής, τραγουδιού και κειμένου, και εδώ ακριβώς αρχίζει η ουσιαστική δουλειά στο χτίσιμο του ρόλου. Ολα τα προηγούμενα μπαίνουν σε εφαρμογή. Πεποίθησή μου είναι πως ο ρόλος χτίζεται κατά ενενήντα τοις εκατό σ’ αυτές τις κατ’ ιδίαν πρόβες. Αφού τον χτίσεις μουσικά, φωνητικά και ερμηνευτικά, όταν θα αρχίσουν οι σκηνικές πρόβες η δουλειά του σκηνοθέτη γίνεται πολύ πιο εύκολη μιας και δεν έχει παρά να αποδεχθεί αυτό που εσύ, πειστικά, του προτείνεις – υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις… Προσθέτει κι εκείνος τις προτάσεις του, και έτσι η δουλειά κυλάει όμορφα και αβίαστα. Προσωπικά, δεν χρησιμοποιώ πιανίστα για την εκμάθηση των ρόλων, μιας και ήμουν καλός στην πρίμα-βίστα στο Ωδείο (γέλια). Ομως, τουλάχιστον ένα πέρασμα με τον πιανίστα πριν από τη πρώτη συνάντηση με τον μαέστρο είναι απαραίτητο για τα tempi που εκείνος προτείνει, καθώς και για κάποιες άλλες λεπτομέρειες που αφορούν τη σωστή συνεργασία και τον συγχρονισμό του συνόλου».
Η φωνή του μπάσου είναι μια ιδιαίτερη φωνή που λέγεται πως ωριμάζει πιο αργά από ό,τι οι άλλες φωνές (τενόρος, σοπράνο κ.λπ.). Ισχύει πράγματι αυτό;
«Στη δική μου περίπτωση ισχύει απολύτως. Εχω ακούσει όμως και φωνές μπάσων που παρουσιάζουν εκπληκτική ωριμότητα σε πολύ νεαρή ηλικία. Ξέρετε, κάθε άνθρωπος – τραγουδιστής αποτελεί μια ιδιαίτερη, μια διαφορετική οντότητα, είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Την τεχνική την ανακαλύπτεις εξερευνώντας τις ιδιαίτερες δυνατότητες του δικού σου φωνητικού οργάνου, κατ’ επέκταση του δικού σου σώματος και του δικού σου ψυχισμού, διότι όλα αυτά μαζί είναι ο τραγουδιστής. Δεν μαθαίνεις λοιπόν την τεχνική από κάποιον άλλον. Ο δάσκαλος αυτό που κάνει είναι να σε βοηθήσει να την ανακαλύψεις. Η φωνή του μπάσου είναι όντως ξεχωριστή και πολλές φορές χρειάζεται χρόνο, υπομονή καθώς και σωστές επιλογές και αποφάσεις ως προς το ρεπερτόριο και τη διαχείρισή του».
Την ίδια στιγμή, το δικό σας ρεπερτόριο περιλαμβάνει ρόλους που αφορούν και άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, σε αντίθεση με αυτό του τενόρου που είναι «καταδικασμένος» να παίζει κυρίως εραστές, οπότε έχετε μάλλον το προνόμιο μιας πιο μακράς καριέρας χωρίς τα άγχη του χρόνου που περνά και παίρνει μαζί του τα νιάτα και τη φρεσκάδα της φωνής. Ομως, δεν έχετε ζηλέψει ποτέ τα ερωτικά ντουέτα του τενόρου;
«Αδιαφορώ για τους τενόρους (γέλια). Αλλωστε είναι γνωστό πως οι τενόροι παλεύουν στη σκηνή για πράγματα που οι μπάσοι κάνουν… στη ζωή! Για να σοβαρευτούμε τώρα, όλοι στον χώρο έχουμε ζηλέψει αριστουργηματικές μουσικές που έχουν γραφτεί για μια άλλου είδους φωνή, κι όλοι τις έχουμε ψιλο-τραγουδήσει έστω και στο μπάνιο. Ομως η ικανοποίηση που παίρνεις από την κατάκτηση ενός ρόλου μέσα από τη διαδικασία που σας περιέγραψα παραπάνω είναι τέτοια, που σου αρκεί και με το παραπάνω. Δεν μένει χώρος για εκνευρισμούς και ζήλιες, μόνο θαυμασμός για το υπέροχο προνόμιο που έχουμε εμείς οι άνθρωποι (σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα) να δημιουργούμε και να απολαμβάνουμε το υπέροχο δώρο που ονομάζεται τέχνη».
Ξεκινήσατε από πιο ελαφρούς ρόλους (Μότσαρτ) και έχετε φτάσει να ερμηνεύετε τους δραματικούς ρόλους του Βέρντι. Ηταν δύσκολη η μετάβαση στο πιο «βαρύ» ρεπερτόριο;
«Καθόλου. Ηταν κάτι τελείως φυσικό και αναμενόμενο, κι αυτό έρχεται να συμπληρώσει την απάντηση στην προηγούμενη ερώτησή σας για την ωρίμαση της φωνής. Τραγουδώ με την ίδια ευχαρίστηση και ευκολία ρεπερτόριο από τον Μοντεβέρντι και τον Χέντελ έως τον Βέρντι και τον Βάγκνερ. Ξέρετε, πολλές φορές κάποιοι δάσκαλοι, χωρίς να το θέλουν, φορτώνουν τους μαθητές με βάρη που δεν χρειάζονται. Οταν ερμήνευσα για πρώτη φορά Βάγκνερ στη Γερμανία, δεν έκρυψα από τον μαέστρο την αγωνία μου για το αν θα ακουστώ πάνω από την ορχήστρα. Η απάντησή του ήταν καθοριστική για την πορεία μου, και άκρως καθησυχαστική. «Πέτρο», μου είπε, «εσύ θα κάνεις αυτό που ξέρεις πολύ καλά, τίποτε παραπάνω. Τα άλλα τα έχει ήδη φροντίσει o Βάγκνερ και κάποια θα τα φροντίσω κι εγώ». Τι εκπληκτική απάντηση, πόσα φτερά μου έδωσε! Πράγματι, ο Βάγκνερ (όπως όλοι οι μεγάλοι) ήταν απίστευτος μάστορας στο να ελαφραίνει την ενορχήστρωση εκεί που υπάρχει φωνή και τραγούδι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δουλειά του μαέστρου είναι, συν τοις άλλοις, να φροντίζει για τη σωστή ισορροπία των εντάσεων της ορχήστρας και των τραγουδιστών. Τέλος, ο σκηνοθέτης θα πρέπει να γνωρίζει ή τουλάχιστον να σέβεται τις θεμελιακές ιδιαιτερότητες της όπερας σε σχέση με το θέατρο πρόζας, το οποίο, πρώτον, δεν έχει ορχήστρα και, δεύτερον, έχει ελεύθερο χρόνο σε σχέση με τον αμείλικτο μουσικό χρόνο της όπερας. Απλά πράγματα».
Εχετε είδωλα; Ποιοι καλλιτέχνες σας έχουν εμπνεύσει με το παράδειγμά τους;
«Δεν τα πάω καλά με τα είδωλα, για να είμαι ειλικρινής (με την έννοια της λατρείας ή της μανίας). Ομως θαυμάζω πολλούς καλλιτέχνες του χώρου μας. Από τους γνωστούς βαθύφωνους εκτιμώ πολύ τον Τσέζαρε Σιέπι αλλά και τον Νικολάι Γκιαούροφ, δύο ανθρώπους με διαφορετικές «φύσεις» που όμως κατάφεραν να τις αφουγκραστούν, να τις εξελίξουν και να τις οδηγήσουν στον αλάνθαστο δρόμο που εκείνες ορίζουν».
Επειτα από αρκετά χρόνια καριέρας, διασκεδάζετε ακόμη το τραγούδι; Και διαχειρίζεστε πιο εύκολα το θέμα του τρακ; Ή αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει ποτέ;
«Και βέβαια το διασκεδάζω! Πώς μπορείς, ως καλλιτέχνης, να κάνεις κάτι που δεν το διασκεδάζεις; Μου είναι αδιανόητο. Οσο για το τρακ είναι πάντοτε εκεί, αλλά όπως σωστά παρατηρείτε, με την πείρα μαθαίνει κανείς να το αποδέχεται και να το διαχειρίζεται».