Το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσαμε να κάνουμε για τα συλλαλητήρια των αντιεμβολιαστών στην Αθήνα και άλλες πόλεις στις 14 Ιουλίου είναι να τα αντιμετωπίσουμε ως ένα φαινόμενο γραφικό, ή απλώς ως τη μάζωξη των ψεκασμένων.
Γιατί αυτό που βλέπουμε είναι η επιστροφή της ακροδεξιάς.
Μιας ακροδεξιάς που αναζητά ένα πολιτικό θέμα το οποίο να το εκπροσωπήσει και το οποίο να έχει μαζική απήχηση.
Αυτό δεν μπορεί να είναι το Μακεδονικό, γιατί η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχτεί τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δεν μπορεί να είναι μόνο ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, γιατί αυτό από μόνο του δεν αρκεί, χρειάζεται και κάτι πιο άμεσο.
Και αυτό είναι η πανδημία.
Ιδίως όταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει κουραστεί με τα περιοριστικά μέτρα και ταυτόχρονα θέλει να βρει έναν ορατό εχθρό, μια ορατή «συνωμοσία».
Αλλά και όταν εδώ και χρόνια έχει φτιαχτεί μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τα εμβόλια, που επίσης τροφοδοτείται από θεωρίες συνωμοσίας που συμβάλλουν και αυτές στο να κατασκευάζονται «εχθροί» αλλά και να διαμορφώνονται «ψευδοκινήματα» που δίνουν μια ψευδαίσθηση «συλλογικότητας», έστω και στο επίπεδο των ομάδων «ψεκασμένων» μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτό διαμορφώνει ένα πεδίο πολιτικής επένδυσης για όσους θέλουν να φτιάξουν μια «νέα ακροδεξιά» τώρα που η ηγεσία της Χρυσής Αυγής είναι στη φυλακή.
Αυτό δεν είναι φαινόμενο μόνο ελληνικό.
Σε όλη την Ευρώπη η ακροδεξιά επενδύει, είτε εμφανώς είτε εμμέσως, στις θεωρίες συνωμοσίας για την πανδημία και στην αντίθεση στα απαγορευτικά μέτρα ή στα υποχρεωτικά εμβόλια.
Σε αυτό την έχουν ευνοήσει οι παλινωδίες των κυβερνήσεων, ο τρόπος που συχνά αρθρώθηκαν αντιφατικά «αφηγήματα», σε ορισμένες στιγμές και η υπερβολική επένδυση στον φόβο.
Γι’ αυτό τον λόγο και δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αυτή την επιστροφή της ακροδεξιάς.
Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να της χαρίσουμε ένα ακροατήριο, ακόμη και εάν στην Ελλάδα αρκετές δεκαετίες βαθύτερης πολιτιστικής κρίσης το έχουν διευρύνει.
Δεν μπορούμε να βλέπουμε την ανησυχία των ανθρώπων να γίνεται αντικείμενο καπηλείας με τέτοιο τρόπο.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο η κεντρική κατεύθυνση για την πανδημία να αρθρωθεί λιγότερο με τον φόβο και την απειλή και περισσότερο με την πειθώ και με την επίκληση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής ευθύνης.
Οι ειδικοί δεν πρέπει να επικεντρώνουν στο να σπέρνουν την ανησυχία μέσα από τα τηλεοπτικά «παράθυρα», αλλά και να βοηθήσουν την κοινωνία να απαντήσει στον φόβο με τον ορθολογισμό και τη γνώση.
Τα πολιτικά κόμματα του «συνταγματικού τόξου» πρέπει να συντονίσουν τον πολιτικό τους λόγο για την πανδημία με σκοπό να απαντήσουν και στους συνωμοσιολόγους και να συσπειρώσουν ξανά την κοινωνία σε κάτι που μόνο ως «κοινός αγώνας» μπορεί να περιγραφεί.
Γιατί η ακροδεξιά δεν πρέπει να σηκώσει κεφάλι εκμεταλλευόμενη την πανδημία.