Με το νέο σύστημα οι εισφορές των εργαζομένων θα αποταμιεύονται σε ένα δικό τους ατομικό «κουμπαρά» και θα επενδύονται. Τη διαχείριση των χρημάτων θα αναλάβει ένα δημόσιο ταμείο.
Για το θέμα μίλησε στην Κοινωνία Ώρα Mega o υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Παναγιώτης Τσακλόγλου.
«Πρόκειται να εφαρμοστεί από την 01/01/2022 για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας οι οποίοι έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, και προαιρετικά για όσους είναι κάτω των 35 ετών, είτε έχουν είτε δεν έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, οι οποίοι μπορούν να το δηλώσουν μέσα στο 2022 και η ασφάλισή τους να αρχίσει να τρέχει από την 01/01/23», σημείωσε ο κ. Τσακλόγλου.
«Βασική αλλαγή είναι ότι δημιουργείται για κάθε άτομο που θα συμμετέχει στο νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης ένας ατομικός λογαριασμός. Σε αυτόν κατατίθενται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είτε του ιδίου και του εργοδότη, είτε του ιδίου μόνο αν είναι αυτοαπασχολούμενος. Αυτές επενδύονται από το ταμείο που πρόκειται να δημιουργηθεί, το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και όταν φτάσει η ώρα της συνταξιοδότησής του θα λάβει τη σύνταξη που θα αντιστοιχεί στις εισφορές και τις αποδόσεις των επενδύσεών του», εξήγησε ο ίδιος.
«Όλοι όσοι έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης, που είναι οι μισθωτοί δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι δικηγόροι και οι μηχανικοί, αυτόματα θα μπουν στο καινούργιο σύστημα, και δίνεται και η δυνατότητα στα άτομα που είναι κάτω των 35 ετών, να συμμετάσχουν στο καινούργιο σύστημα», τόνισε.
Απαντώντας στο γιατί υπήρχε ανάγκη για μεταρρύθμιση, όταν προ μηνών ο κ. Βρούτσης δήλωνε ότι με τη μεταρρύθμιση που έκανε ο ίδιος, το ύψος των συντάξεων και το ασφαλιστικό είναι διασφαλισμένο μέχρι το 2070, ο κ. Τσακλόγλου είπε ότι «Βιώσιμο μπορεί να είναι και ένα σύστημα αν δώσω χαμηλότερες συντάξεις. Το σύστημα που έχουμε αυτή τη στιγμή στην επικουρική ασφάλιση είναι σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης και μηδενικού ελλείματος. Η επικουρική σύνταξη επηρεάζεται από τον αριθμό των συνταξιούχων, που αυξάνει διαρκώς, άρα η σύνταξη πέφτει προς τα κάτω. Προς τα πάνω την τραβάει μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας. Ο μέσος μισθός ακολουθεί την παραγωγικότητα. Ουσιαστικά η επικουρική σύνταξη θα μειώνεται συνεχώς σαν ποσοστό του μέσου μισθού. Αυτό που λέμε ποσοστά αναπλήρωσης. Μέσα στα επόμενα 30 χρόνια από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα, εκτιμάται ότι θα πέσει στο 9%».
«Οι νέοι συνταξιούχοι θα πάρουν πολύ πιο υψηλές συντάξεις»
«Αν δούμε τις αποδόσεις που έχουν συνήθως τα συστήματα αυτά, σαν αυτό που πάμε να δημιουργήσουμε, οι αποδόσεις μετά από 30-40 χρόνια είναι πολύ ικανοποιητικές. Και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι οι νέοι συνταξιούχοι θα πάρουν πολύ πιο υψηλές συντάξεις, από αυτές που θα έπαιρναν με το υφιστάμενο σύστημα», τόνισε ο κ. Τσακλόγλου.
«Το νέο σύστημα εγγυάται το κεφάλαιο του ασφαλισμένου»
«Εγγυόμαστε το κεφάλαιο του ασφαλισμένου με το καινούργιο σύστημα, σε πραγματικούς όρους, ανάλογα και με τον πληθωρισμό. Νομίζω, όμως, ότι θα είναι απίθανο να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η εγγύηση. Ένα καλό παράδειγμα για αυτό το σύστημα είναι η Σουηδία. Εκεί η κύρια σύνταξη απονέμεται με το ίδιο σύστημα με το οποίο απονέμεται η επικουρική σύνταξη στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι είναι ασφαλισμένο σε ταμείο κεφαλαιοποιητικό, που μοιάζει πολύ με αυτό που πάμε να φτιάξουμε. Αυτά τα δύο συστήματα τρέχουν παράλληλα εδώ και 25 χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια ο μέσος όρος ετήσιας πραγματικής απόδοσης του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης ήταν 1,7% το χρόνο, ενώ του συστήματος πραγματικής κεφαλαιοποίησης ήταν 4,2% το χρόνο», σημείωσε ο κ. Τσακλόγλου.
Σχετικά με χώρες που εγκατέλειψαν το σύστημα, ο ίδιος ανέφερε ότι «Υπάρχουν χώρες που εγκατέλειψαν το σύστημα, καθώς έκαναν κάποια λάθη. Κοιτάζουμε να μαθαίνουμε από τα λάθη των άλλων. Σε αυτές τις χώρες προσπάθησαν να κάνουν κεφαλαιοποιητικό ολόκληρο το σύστημά τους. Εμείς δεν κάνουμε αυτό το πράγμα. Η σύνταξη που θα πάρει ο συνταξιούχος μετά από 30-40 χρόνια θα έχει ένα κομμάτι από τον προϋπολογισμό, δηλαδή η εθνική σύνταξη, ένα κομμάτι που θα είναι η ανταποδοτική, και ένα κομμάτι που θα είναι η επικουρική».
Σχολιάζοντας την κριτική της αντιπολίτευσης πάνω στο νέο ασφαλιστικό, ότι κινδυνεύουν οι υφιστάμενες συντάξεις, ο κ. Τσακλόγλου είπε ότι «Εγγυάται ο νόμος ότι οι συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος θα εξακολουθήσουν να πληρώνονται με τον ίδιο τρόπο που πληρώνονται και σήμερα. Αυτό δημιουργεί το κόστος μετάβασης. Αλλά ένα σημαντικό κομμάτι των εισφορών του νέου επικουρικού συστήματος πρόκειται να επενδυθεί μέσα στην οικονομία. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει ρίσκο.
Μιλώντας τέλος για το κόστος μετάβασης, ο κ. Τσακλόγλου τόνισε ότι «Το ακαθάριστο κόστος μετάβασης είναι περίπου 1 δισ. ευρώ το χρόνο. Αλλά το σημαντικό είναι αυτό που είπα προηγουμένως. Οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία είναι το καύσιμο της ανάπτυξης. Το καθαρό κόστος θα είναι γύρω στα 6 δισ. ευρώ συνολικά, γύρω στα 120 εκατ. ετησίως».