Μέσα σε όλες τις αρνητικές παρενέργειες της πανδημίας υπάρχει και μια θετική. Είναι αυτή του τέλους «του τέλους της πολιτικής». Στη δεκαετία του 1980 κυριαρχούσε η απαίτηση για λιγότερο κράτος, ενώ μετά το 2000 κυρίαρχο ήταν το αίτημα για λιγότερη πολιτική. Διαχείριση και όχι πολιτική διακυβέρνηση ήταν το ζητούμενο ή, με άλλα λόγια, διαχείριση και όχι δημοκρατία. Μια διαχείριση που ήθελε η πολιτική να παράγεται ιδιωτικά, με διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στους κουτσουρεμένους από σοβαρές αρμοδιότητες εκλεγμένους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και στην κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας και συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων. Αν η απάντηση στο τεχνητό δίλημμα «Πιερρακάκης ή Πολάκης» είναι αυτονόητη, γίνεται το ίδιο αυτονόητη στο πραγματικό δίλημμα «διαχείριση ή δημοκρατία» ή, με άλλα λόγια, ΤΙΝΑ (Δεν υπάρχει εναλλακτική) ή επαναφορά του κοινωνικού ζητήματος;
Ο προ της πανδημίας κόσμος είχε χαρακτηριστεί ως κόσμος της ρευστής νεωτερικότητας (Ζίγκμουντ Μπάουμαν). Σε αυτόν ο κανόνας ήταν πως τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές. Σε αυτόν τον κόσμο κυρίαρχες δεν είναι οι σταθερές σχέσεις, αλλά οι εφήμεροι δεσμοί του Διαδικτύου. Το ενδιαφέρον για την απόκτηση ατομικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων για να αντιμετωπιστούν οι λόγω των νέων τεχνολογιών απώλειες θέσεων εργασίας συνοδεύεται από την αδιαφορία για την απώλεια κάθε κοινωνικής δεξιότητας και ικανότητας. Ετσι η σωστή θέση του Μαρξ πως ο άνθρωπος είναι το «σύνολο των σχέσεών του» αντικαθίσταται από τον άνθρωπο χωρίς σχέσεις, μόνο με «διαδικτυακούς φίλους», επαφές και διασυνδέσεις. Στον «ρευστό κόσμο» τα προϊόντα χάνουν γρήγορα την ανταλλακτική τους αξία και αντικαθίστανται από νέα, «φρέσκα». Το ίδιο και οι άνθρωποι. Το τελικό αποτέλεσμα της ρευστής κοινωνίας των καταναλωτών, της οποίας ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί – θεωρώ – την αρχή νομιμοποίησης και όχι συγκρότησης, είναι ο μετασχηματισμός και των καταναλωτών σε εμπορεύματα. Εκείνοι δε που σταματούν να καταναλώνουν γίνονται ανθρώπινα «απορρίμματα». Ζωγράφος αυτού του κόσμου δεν είναι ο δημιουργικός άνθρωπος αλλά οι μεγάλες εταιρείες που επιδιώκει ο Μπάιντεν να φορολογήσει, και δεν ξέρω αν θα μπορούσε να το κάνει, αν είχε σκοπό να διεκδικήσει και δεύτερη θητεία. Γιατί η πολιτική ως διαφήμιση και ο προεκλογικός αγώνας ως ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που κατευθύνεται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς (Κόλιν Κράουτς – «Μεταδημοκρατία»), είναι πράγματα πολύ ακριβά. Και πολιτική σήμερα χωρίς αυτά τα «ακριβά πράγματα» δεν γίνεται.
Δεν είναι όμως μόνο ρευστός ο σημερινός μεταδημοκρατικός κόσμος, είναι και ριψοκίνδυνος. Η σημερινή κοινωνία του ρίσκου, όπως έδειξε ο Ούλριχ Μπεκ, δεν είναι ο φόβος από τις προκλήσεις του νέου. Είναι ο φόβος από αόρατους κινδύνους. Οι «παλιές» διακινδυνεύσεις, όπως η ανισότητα, η φτώχεια, οι κοινωνικές τάξεις, ήταν ορατές· ενώ η ραδιενέργεια, οι τοξίνες, η ρύπανση του αέρα και των υδάτων είναι αόρατες και κατά συνέπεια εξαιρετικά ανοιχτές στην κατασκευή τους.
Θεωρώ όμως πως η κοινωνία του ρίσκου δεν είναι μόνο αυτό. Είναι το ότι ο άνθρωπος ρίχνεται μόνος στην αρένα με τα λιοντάρια των κινδύνων. Είναι ο εξατομικευμένος τρόπος (ατομικές συμβάσεις, ατομικό επικουρικό) αντιμετώπισης των κινδύνων και των ανασφαλειών που προκαλούνται και εισάγονται από τις αλλαγές στον κοινωνικό ιστό και στη διάρθρωση των κεφαλαίων. Ενώ οι παλιές κάθετες ταξικές διακινδυνεύσεις δεν καταργούνται, αυτές της δεύτερης νεωτερικότητας είναι ατομικές. Οι κοινωνικές συνέπειες του ρίσκου εμφανίζονται ατομικά. Εχει προ πολλού παρέλθει η βεβαιότητα της εξασφαλισμένης εργασιακής θέσης, καριέρας και ανοδικής κινητικότητας. Επειδή η ύπαρξη σταθερού εργασιακού και επαγγελματικού περιβάλλοντος δεν μπορεί να είναι καθολική, ζητείται αυτή να καταργηθεί και όπου ακόμη υπάρχει. Το ρίσκο της πρώτης νεωτερικότητας ήταν κοινωνικοποιημένο. Αυτό της δεύτερης είναι εξατομικευμένο.
Πού τελικά οδηγούν η «ρευστή» ή η κοινωνία του ρίσκου, ιδιαίτερα μετά την πανδημία; Μα φυσικά στην αρχή της αβεβαιότητας. Ο ρευστός ή ο ριψοκίνδυνος κόσμος είναι ο σημερινός αβέβαιος κόσμος, τον οποίο «ξεγύμνωσε» ακόμα περισσότερο η πανδημία. Ακόμα και αν επιστρέψει η πολιτική, τίποτα δεν εγγυάται πως η ζωή των λεγόμενων «παράπλευρων απωλειών» της παγκοσμιοποίησης θα βελτιωθεί. Παρότι σήμερα όλοι ζητούν την κρατική προστασία, ορισμένες αντιλήψεις θα παραμείνουν και μετά την πανδημία. Αναφέρομαι στην ιδέα του «κοινωνικού αυτοματισμού» που καταγράφει τη φτώχεια, την υπόταξη και τον κοινωνικό αποκλεισμό ως πρόβλημα που γεννάται από κάποιους «τεμπέληδες», οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τις υψηλές δαπάνες και χρέη. Θα τεθεί όμως και ζήτημα επιστροφής στη θαλπωρή των κλειστών κοινοτήτων και του εθνικισμού.
Για να μη συμβούν αυτά, χρειάζεται νέο πολιτικό υποκείμενο, υποστηρίζουν ορισμένοι. Αμφιβάλλω αν αρκεί. Ενας φαύλος κύκλος είναι μπροστά μας, από τον οποίο δεν μπορεί να μας βγάλει η πολιτική χωρίς κριτική σκέψη. Ακόμα και ο καλύτερος πολιτικός/πολιτική χρειάζεται την αρωγή αυτής της σκέψης. Επομένως μαζί με τα νέα πολιτικά υποκείμενα χρειάζεται να αναδειχθούν νέα «επαρκή νοηματικά, αξιακά και πολιτικά εργαλεία» (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς), δηλαδή χρειάζεται μια νέα γενιά κριτικών διανοουμένων. Αυτό εξάλλου δεν ήταν ο Διαφωτισμός που οδήγησε στην Αγγλική και στη Γαλλική Επανάσταση; Χρειάζονται μεταρρυθμιστικές πρακτικές, αλλά πιο πολύ είναι απαραίτητες μεταρρυθμιστικές ιδέες και πνοή. Ο αβέβαιος άνθρωπος χρειάζεται μια πολιτική αφήγηση για να πιαστεί απ’ αυτήν και να σταθεροποιηθεί κάπου.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.