Ο περιστασιακός κοινωνιολόγος λοιπόν δεν εκπλήσσεται ούτε για τα κέρδη (έως 71.000 ευρώ ημερησίως) των ελλήνων εφοπλιστών που δραστηριοποιούνται στην αγορά των container ships ούτε για την επετειακή, δημοσκοπική ποσοστολογία επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης δύο ετών από τις εθνικές εκλογές. Τον θλίβει όμως ότι το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας του που βρίσκεται σε «κίνδυνο φτώχειας» αντιστοιχεί στο 28,9% του πληθυσμού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Και προφανώς δεν αρκείται στο «Είναι η οικονομία, ηλίθιε», διά στόματος κατ’ αρχάς του Τζέιμς Κάρβιλ στην προεκλογική καμπάνια του Κλίντον και έκτοτε διά στόματος σειράς ηλιθίων.

Αλλο τον ανησυχεί κατά τις μοναχικές ονειροπολήσεις του και την αναμενόμενη σε κάθε ιδιόμορφα πολιτευόμενο εσωστρέφεια -αφού την εξωστρέφεια την αφήνει για τον εκάστοτε φουκαρά Θανασάκη. Ο χειρισμός, για παράδειγμα, της διανοητικής και της συναισθηματικής υπόστασης πλουσίων και φτωχών από τις «αντισταθμιστικές» – ως προς την κατάθλιψη – ψυχαγωγικές προσφορές του παντοκράτορα καπιταλισμού: διαφήμιση, σόσιαλ μίντια, μπόνους, οπαδισμός, ευτελισμένα θεάματα, προσθετικά νύχια. Το χειρότερο; Η γενικευμένη και καθ’ όλα νομιμοποιημένη από το «οπλοστάσιο» της Δημοκρατίας ανάπλαση των χαρακτήρων. Οχι απλώς μια «εφαρμογή» της βιοπολιτικής στο πρωινάδικο της Φαίης Σκορδά αλλά μια ανθρωπολογική μετάλλαξη, όπου οι αναπαραστάσεις και τα ιδεώδη – η «φάρσα» της επαναλαμβανόμενης Ιστορίας – μετατρέπονται σε πρωτοποριακό μιούζικαλ στα Ιδρύματα Πολιτισμού ή σε «μαθήματα» προς κοσμικές κυρίες από τους μοραλιστές της εποχής.

Το πιο τελεσίδικο χαρακτηριστικό των ημερών όμως είναι η φωταγώγηση των ερειπίων που είμαστε.

Και αλίμονο σε όποιον έχει επίγνωση της ερήμωσης. «Δεν θα αργήσει να επικαλεστεί», γράφει ο Μπένγιαμιν, «κάποια ιδιαίτερη δικαιολογία για την παραμονή, τη δράση και τη συμμετοχή του σε αυτό το χάος».

Το ότι στα φυτώρια των φοινίκων για τα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου δοκιμάζονται και τα υβρίδια των απολιτικών μας νέων όταν εκθέτουν στα τηλεπαιχνίδια τα μυώδη σώματα με τρομάζει πιο πολύ απ’ ό,τι το κόκκινο, αφρικανικό, σκαθάρι που καιροφυλακτεί στον χουρμά.

Μου είναι δύσκολο να τελειώνω τα κείμενά μου σε τόνο ερωτηματικό – όπως είναι της μόδας – αφήνοντας μετέωρες τις προτάσεις μου ως προς το δέον γενέσθαι. Και δεν μπορώ καν να υποθέσω με ποιες συμμαχίες και με ποια στρατηγική το «αντίπαλο δέος» θα συγκροτηθεί απέναντι στη βαρβαρότητα αυτής της ασήμαντης ιδιωτικής ζωής. Προτιμώ λοιπόν – αμφιβάλλοντας ακόμα και για τη σημασία που έχει στις ημέρες μας η περιβόητη διάζευξη «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» – να δείχνω την κατ’ εξοχήν προϋπόθεση της αλλαγής: τα γράμματα! Δηλαδή τη σημασία της ανάγνωσης και της γραφής.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως με αφήνουν αδιάφορο και οι σκέψεις του Αντώνη Λιάκου για την «ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού». Ισως όμως θα πρέπει πρώτα να γίνει λόγος για τη συγκρότηση του αυτισμού. Δηλαδή, της κομπορρημονούσας αμορφωσιάς του χρηματοπιστωτικού μεγαλοαστισμού – που λειτουργεί μόνο με όρους τζόγου -, καθώς και του κομματικού μικροαστισμού -που αναπτύσσεται με όρους βολής και ίντριγκας. Η εντολή του παλαιού γκρουπιέρη «rien ne va plus» δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Ολα πάνε και όλα έρχονται συναιρούμενα εσαεί.

Ο,τι βλέπω μπροστά μου και ό,τι τολμώ να περιγράψω – αλλά μόνο σε τόνο Λυδικό – είναι τα απομεινάρια αισιοδοξίας άλλων εποχών – πριν από την Google.

Και επειδή ο χρόνος δεν είναι κανένα «meccano» συναρμολόγησης – διότι είναι φτιαγμένος από συντρίμμια -, πασχίζω κι εγώ «να βρω μια στάση ως προς το θνήσκειν που να μην είναι αυτοχειρία μα ούτε κι επιβίωση».

Ο Μοντάλε, για παράδειγμα, με τον «αναχρονιστικό ρεαλισμό» που του προσάπτει ο φλογερός Παζολίνι, αρκέστηκε μια ζωή «στο κουβούκλιο του υποβολέα».

Στη Monopoly των παιδικών μας χρόνων, θυμίζω, η εντολή σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν: «Μπες φυλακή!».