Σημαντικά υψηλότερο κόστος μετάβασης, από σημερινό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, καταγράφουν μελετητές της κοινωνικής ασφάλισης, αντικρούοντας τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης του υπουργείου Εργασίας, που προσδιόρισαν το ύψος του στα 56 δισ. ευρώ σε βάθος 50ετίας.
«Το κόστος θα κυμανθεί από 57 έως 65 δισ. ευρώ αναλόγως με το ύψος της σύνταξης που θα χορηγείται και το επιτόκιο προεξόφλησης», αντιτείνουν ο πανεπιστημιακός κ. Σ. Ρομπόλης (ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου) και ο αναλογιστής κ. Β. Μπέτσης (υποψήφιος διδάκτορας στο ίδιο πανεπιστήμιο) και υπογραμμίζουν ότι οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης ενδέχεται να υποκρύπτουν μελλοντικά «μεγάλη μείωση των υφιστάμενων επικουρικών συντάξεων».
Οι παρατηρήσεις και οι ενστάσεις των δύο πανεπιστημιακών αναφέρονται σε όλα τα βασικά στοιχεία του κυβερνητικού σχεδίου, για τον τρόπο με τον οποία θα λειτουργεί – μελλοντικά – το επικουρικό ασφαλιστικό σύστημα.
Εάν ισχύσουν οι κυβερνητικές εγγυήσεις για διατήρηση των παλαιών συντάξεων στα υφιστάμενα επίπεδα, δηλαδή χωρίς μείωση, και αν επίσης ισχύσουν οι εγγυήσεις για μη αρνητικές αποδόσεις στις εισφορές που θα επενδυθούν στις αγορές, η επιστροφή εισφορών μετά την 15ετία ή ακόμη και η χορήγηση επικουρικών συντάξεων χηρείας και αναπηρίας, τότε η δαπάνη για τη δημιουργία αυτού του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος θα αυξηθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα αφορά νέους ασφαλισμένους, αλλά προαιρετικά θα μπορούν να ενταχθούν και ήδη εργαζόμενοι μέχρι μίας ορισμένης ηλικίας, πιθανότατα τα 35 έτη. Προαιρετικά μπορούν να ενταχθούν και ορισμένες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων και αγροτών που δεν έχουν σήμερα επικουρική ασφάλιση.
Οι παροχές θα είναι αυξημένες, λόγω της επένδυσης των ατομικών εισφορών, ενώ θα καλύπτονται επικουρικά και οι συντάξεις θανάτου (χηρείας) όπως και οι αναπηρικές, ενώ θα υπάρχει μίνιμουμ εγγύηση των παροχών αναλόγως με τις συσσωρευμένες εισφορές του ατομικού κουμπαρά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την δημιουργία του νέου ταμείου αποτελεί το λεγόμενο «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα, δηλαδή το κόστος κάλυψης των παροχών των παλαιών ασφαλισμένων. Συγκεκριμένα οι συντάξεις των ήδη ασφαλισμένων και συνταξιούχων, δεν θα μπορούν πλέον να χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων, οι οποίες θα συσσωρεύονται στον ατομικό κουμπαρά και θα επενδύονται αναλόγως.
Το κόστος μετάβασης υπολογίζεται στα 56 δισ. έως το 2070 από τα οποία – η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα 50 δισ. – θα αντισταθμιστούν από τα επιπρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν εξαιτίας της μεταρρύθμισης.
Ο αντίλογος
Οι δύο μελετητές διαπιστώνουν «σοβαρά λάθη, παραλείψεις και παρανοήσεις» στα στοιχεία με τα οποία η κυβέρνηση «ανοίγει» το δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής επικουρικής ασφάλισης. Οι παρατηρήσεις και οι ενστάσεις των δύο πανεπιστημιακών αναφέρονται σε όλα τα βασικά στοιχεία του εγχειρήματος:
1. Είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι υιοθετείται το Σουηδικό μοντέλο με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Δεν υπάρχει καμία σχέση του ενός με το άλλο.
2. Η ένταξη των ήδη εργαζόμενων έως 35 ετών θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το ισχύον σύστημα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος μετάβασης.
3. Η ένταξη αγροτών και αυτοαπασχολούμενων δεν αποτελεί ορθολογική επιλογή γιατί οι συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες μπορούν να δημιουργήσουν προαιρετικά και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κεφαλαιοποιητικά επαγγελματικά ταμεία από το μηδέν, χωρίς την πρόκληση του κόστους μετάβασης.
4. Ο ισχυρισμός ότι το νέο σύστημα συμβάλει στην διαφοροποίηση του «δημογραφικού κινδύνου» (γήρανση του πληθυσμού – υπογεννητικότητα) δεν ευσταθεί. Ο δημογραφικός κίνδυνος είναι εγγενής, σε όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα, είτε λειτουργούν με το αναδιανεμητικό, είτε με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
5. Το κόστος μετάβασης δεν θα είναι 56 δισ. ευρώ σε βάθος 50 ετών, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά εκτιμάται από 57 μέχρι 67 δισ. ευρώ, ανάλογα με το μέσο ύψος της σύνταξης που θα χορηγείται στους ασφαλισμένους και το επιτόκιο, προκειμένου να υπολογισθούν οι μελλοντικές παροχές σε παρούσες αξίες. Η μικρότερη εκτίμηση της κυβέρνησης, είτε υπονοεί μεγάλη μελλοντική μείωση των επικουρικών συντάξεων (κάτω των 140 ευρώ), είτε χρησιμοποιεί υψηλό επιτόκιο προεξόφλησης, που είναι εκτός τρέχουσας οικονομικής πραγματικότητας.
Πηγή ot.gr