Στις «ανοιχτές πληγές» που άφησε η πανδημία στην Ελλάδα αλλά και στα «διδάγματα» που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή κατεύθυνσης για μια νέα, καλύτερη πορεία για τη χώρα και την κοινωνία» αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας στο μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του στο 25ο συνέδριο του Economist.
Ο Αλ. Τσίπρας εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό, καθώς είπε ότι «ακούγοντας χθες τον κ. Μητσοτάκη να μιλά από αυτό εδώ το βήμα» νόμιζε ότι «αναφέρεται σε κάποια άλλη χώρα». «Μια χώρα στην οποία το κράτος μοίρασε χρήμα και συγκράτησε την ύφεση, μια χώρα που η οικονομία της ανθεί και ανοίγουν δουλειές, μια χώρα που θωράκισε το σύστημα υγείας, αναμόρφωσε το κράτος και ήδη εκτοξεύεται στο μέλλον», σημείωσε, κάνοντας λόγο για «παράλληλο σύμπαν που διαμορφώνει η εκκωφαντική απουσία αυτοκριτικής» και που «αφήνει τη χώρα στην πραγματικότητα ακέφαλη απέναντι στα μεγάλα ζητήματα και τις μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ χαρακτήρισε «διαστρέβλωση της πραγματικότητας» τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού περί «ενυπωσιακών», όπως είπε, ρυθμών ανάπτυξης και επιστροφή σε «πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, στηρίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνία». Αντίθετα, εκτίμησε ότι πρόκειται για «μια δυσθεώρητη δημοσιονομική προσαρμογή», την οποία «θα επωμιστεί το σύνολο του ελληνικού λαού». Όπως ανέφερε, για να καλυφθεί ένα τέτοιο κενό, που προβλέπει η ίδια η κυβέρνηση χωρίς «νέα μέτρα» θα πρέπει να καταργηθούν άμεσα «όλα τα μέτρα στήριξης προς πάσα κατεύθυνση». «Όλα τα μέτρα – ακόμη κι αυτά τα επιλεκτικά και ανεπαρκή που έλαβε – στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, θα παύσουν, αλλά θα παύσουν – κι εδώ είναι το πιο κρίσιμο – και όλες οι φοροελαφρύνσεις, που τόσο καιρό παρουσιάζονται ως μόνιμες και μάλιστα διευρυνόμενες», εξήγησε, καταγγέλλοντας ότι «την ώρα που υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις δίνουν αγώνα επιβίωσης, ο κ. Μητσοτάκης και το οικονομικό επιτελείο όχι απλώς αποφασίζουν ότι δεν χρειάζονται καμία στήριξη, αλλά ότι θα είναι και σε θέση να πληρώνουν πολλαπλάσια». «Πόσο εκτός πραγματικότητας, οικονομικής και κοινωνικής, πρέπει να βρίσκεται ένας πρωθυπουργός για να κάνει τέτοιους υπολογισμούς και σχεδιασμούς;», διερωτήθηκε, «εκτός αν έχει την σιγουριά ότι δε θα κληθεί σύντομα να δώσει λογαριασμό για αυτούς τους υπολογισμούς», ενώ άφησε αιχμές για «πολιτικές εξελίξεις».
Επανέλαβε, δε, τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η τρέχουσα κυβέρνηση «έχει στη διάθεσή της περισσότερα όπλα», όπως το «μαξιλάρι ασφαλείας» και τις «δημοσιονομικές διευκολύνσεις» λόγω κορονοϊου. Επέρριψε, λοιπόν, την «απόλυτη ευθύνη» στην κυβέρνηση «για την οικονομική και κοινωνική κρίση στην οποία βρισκόμαστε» και που «δυστυχώς», όπως είπε, «θα βαθύνει, αν δεν υπάρξει ριζική στροφή στην εφαρμοζόμενη πολιτική».
Ως «χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το λάθος δρόμο» που ακολουθεί η κυβέρνηση έφερε «το σχέδιό της για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης», «ένα μνημείο ερασιτεχνισμού, που διογκώνει δυσθεώρητα το χρέος και θέτει σε διακινδύνευση τους κόπους σημερινών και μελλοντικών συνταξιούχων και εργαζόμενων».
«Η ιδεοληπτική εμμονή για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης θα κοστίσει στο ελληνικό δημόσιο και τους φορολογούμενους σωρευτικά πάνω από 50 δισ.», σημείωσε, τονίζοντας ότι «ο μόνος λόγος είναι η κερδοφορία ελάχιστων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών» και εκφράζοντας την ελπίδα «σύντομα να μιλάμε όχι για πρόσκαιρη υποχώρηση αλλά για οριστική ματαίωση του σχεδίου αυτού».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρέπεμψε στη συνέχεια και στις «σημερινές αποκαλύψεις για τις ενστάσεις της Κομισιόν στο ελληνικό σχέδιο», οι οποίες όπως είπε «επιβεβαιώνουν μέχρι κεραίας τις ανησυχίες και την κριτική μας». Συγκεκριμένα ανέφερε ότι το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει ότι η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθεί σε «μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους» και θα αποκλειστεί «ένα πολύ μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας», «αφού τα δάνεια θα χορηγούνται από τις συστημικές τράπεζες με αποκλειστικά δικά τους κριτήρια» σε «αξιόχρεες επιχειρήσεις», ενώ κατήγγειλε ότι πρόκειται για διαδικασία που «στερείται διαφάνειας».
«Δεν γνωρίζουμε ούτε τους όρους με τους οποίους θα δίνεται αυτή η χρηματοδότηση, ούτε ποιοι θα ωφεληθούν, ούτε γιατί, ούτε πόσο. Δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα», τόνισε.
Συνεχίζοντας την ομιλία του, ο Αλ. Τσίπρας αναφέρθηκε αναλυτικά στις «μεγάλες προκλήσεις» που επιφυλλάσσει το μέλλον για την Ελλάδα. Η πρώτη πρόκληση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η οποία έχει αποφασιστεί ότι θα γίνει, αλλά όχι το πώς θα γίνει. Στο πλαίσιο αυτό, στηλίτευση την αντίληψη, «που υιοθετεί η σημερινή κυβέρνηση είναι ότι αυτή θα προκύψει μέσα από τις ιδιωτικές επενδύσεις». «Μπορεί ο καθένας να κατανοήσει ότι αυτή η οπτική ανοίγει το δρόμο για να καταστεί η πράσινη μετάβαση η χειρότερη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού», σχολίασε και αντιπαρέβαλε την πεποίθηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι «η πράσινη μετάβαση είναι μια ανάγκη που πρέπει να υλοποιηθεί όχι μόνο χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις αλλά με τις πλατύτερες δυνατές συναινέσεις».
Ως «δεύτερη πρόκληση» παρουσίασε την «αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης» και αναφέρθηκε αρχικά στην εργασία, παραπέμποντας στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για «αύξηση του κατώτατου μισθού», «επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσων», «μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας πιλοτικά στις 35 ώρες», «ενίσχυση των Ελεγκτικών Μηχανισμών». Επίσης, τόνισε την ανάγκη για «ένα ισχυρό και αξιόπιστο κοινωνικό κράτος, με σχέδιο, πόρους και όραμα για την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική αλληλεγγύη και το ασφαλιστικό σύστημα».
Όσον αφορά το ζήτημα της οικονομίας, την τρίτη πρόκληση, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημείωσε ότι το βασικό πρόβλημα είναι «τα 17 δισ. που προστέθηκαν στο ιδιωτικό χρέος στα χρόνια της πανδημίας και ο νέος πτωχευτικός που ρευστοποιεί την περιουσία πολιτών και επιχειρήσεων» τα οποία χαρακτήρισε «βόμβες στα θεμέλια οποιασδήποτε αναπτυξιακής στρατηγικής». Επομένως, επανέλαβε την πρότασή του, για «διαγραφή μέρους οφειλών και ευνοϊκό διακανονισμό για τις υπόλοιπες οφειλές, προστασία πρώτης κατοικίας, νέο πλαίσιο ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τραπεζικές οφειλές».
Περνώντας στο ζήτημα των διαθέσιμων πόρων για αυτά, καταλόγισε στις τράπεζες ότι «απουσιάζουν ηθελημένα από την παραγωγική δραστηριότητα, δεν στηρίζουν με ρευστότητα την πραγματική οικονομία». Για το λόγο αυτό, δήλωσε ότι «προτεραιότητα» για το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα είναι να ασκήσει το δικαίωμα «του κράτους ως μέτοχος στη διοίκηση των ιδρυμάτων για να γίνει ο τραπεζικός τομέας αρωγός της παραγωγικής δραστηριότητας». «Το μεγάλο όπλο της χώρας για τα επόμενα χρόνια είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης», είπε, τονίζοντας, ωστόσο, ότι «δυστυχώς, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει άλλους σκοπούς, θέλοντας να χρησιμοποιήσει τους πόρους για να στήσει ένα νέο πελατειακό κράτος και να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα φιλικά σε αυτή επιχειρηματικά συμφέροντα».
Αναφερόμενος, δε στην ανάγκη για «φορολογική δικαιοσύνη», υπογράμμισε πως πρέπει να δημιουργηθεί ένα φορολογικό σύστημα που θα «διορθώνει την εξόφθαλμη αδικία» που ισχύει τώρα και δε θα αφήνει «περιθώριο για κόλπα, εξαιρέσεις, φοροαποφυγές, φοροδιαφυγή».
Ως «τέταρτη μεγάλη πρόκληση» χαρακτήρισε τη «θεσμική εξέλιξη της χώρας, ως μία σύγχρονη, ευρωπαϊκή, δημοκρατία» και αναφέρθηκε στην ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών, όπως των προσφύγων και των μεταναστών ή των ομόφυλων ζευγαριών. «Πρέπει να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας και δικαιωμάτων όχι αστυνομοκρατίας, όπως βιώσαμε την περίοδο του λοκντάουν», υπογράμμισε.
«Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι σήμερα το αναγκαίο αντίδοτο τόσο στην απόγνωση, τον ατομισμό αλλά και τον διχασμό που πάει να δημιουργηθεί με τις τελευταίες εξελίξεις με τον εμβολιασμό και τον κοινωνικό αυτοματισμό», κατέληξε ο Αλ. Τσίπρας., παραπέμποντας στον τίτλο του του φετινού Roundtable του Economist: «Από την κοινωνική αποστασιοποίηση, στην κοινωνική αλληλεγγύη».