Διαβάζω την είδηση γα το διάταγμα που υπέγραψε την Παρασκευή 9 Ιουλίου ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και το οποίο επιτρέπει στις ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ ένα μεγάλο φάσμα παρεμβάσεων για να υποχρεώσουν τις μεγάλες μονοπωλιακές εταιρείες να αποδεχτούν περισσότερο ανταγωνισμό και να προσφέρουν περισσότερες επιλογές και στους πελάτες και στους εργαζομένους τους.
Η απόφαση αυτή ήρθε μετά από προειδοποιήσεις αρκετών οικονομολόγων ότι σήμερα η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας διακυβεύεται από τον τρόπο που υπάρχει λιγότερος ανταγωνισμός στην οικονομία, με αποτέλεσμα υψηλότερες τιμές, λιγότερες επιλογές για τους καταναλωτές, αλλά και χαμηλότερους μισθούς και περισσότερους περιορισμούς στη δυνατότητα των εργαζομένων να αναζητήσουν καλύτερη εργασία.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά Μέσα το διάταγμα αυτό θα επιτρέψει παρεμβάσεις σε διάφορα επίπεδα, από την δυνατότητα των Πολιτειών να εισάγουν φθηνότερα φάρμακα από τον Καναδά, έως την απαλλαγή των εργαζομένων από ρήτρες σε ατομικές συμβάσεις που δεν τους επιτρέπουν να αναζητούν εργασία σε «ανταγωνιστικές» εταιρείες.
Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ένα υπαρκτό πρόβλημα: η τεράστια ισχύς που αποκτούν οι μεγάλες επιχειρήσεις. Το εάν και κατά πόσο στο περίπλοκο αμερικανικό θεσμικό σύστημα θα έχει αποτελέσματα αυτό το διάταγμα είναι ένα ερώτημα. Όμως, το ζήτημα έχει τεθεί.
Και έχει τεθεί γιατί είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Αυτή τη στιγμή όταν μιλάμε για τις μεγάλες επιχειρήσεις του τεχνολογικού κλάδου ή των εφοδιαστικών αλυσίδων ή του εμπορίου μιλάμε για κολοσσούς που έχουν ετήσιο τζίρο που συγκρίνεται με το ΑΕΠ αναπτυγμένων οικονομιών.
Ακόμη περισσότερο μιλάμε για εταιρείες που ελέγχουν ένα τεράστιο μέρος της τεχνολογικής υποδομής της ίδιας μας της καθημερινότητας: από τους υπολογιστές και τα λειτουργικά συστήματα μέχρι τις μηχανές αναζήτησης και τους χάρτες που χρησιμοποιούμε.
Και βέβαια μιλάμε και για εταιρείες που διαχειρίζονται έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών για όλες τις όψεις των ζωών των ανθρώπων.
Την ίδια στιγμή βλέπουμε το παράδοξο ενώ οι εταιρείες αυτές στην αφετηρία τους έχουν την τάση προς καινοτομία που δημιουργεί ο ανταγωνισμός στην αγορά, στην εξέλιξή τους γίνονται μονοπώλια και καταλήγουν να καταπνίγουν την ίδια τη δυναμική του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Το μονοπώλιο γίνεται έτσι μια εκδοχή καπιταλισμού και αναιρεί αυτό που κάνει τον καπιταλισμό ένα δυναμικό σύστημα.
Αυτό εξηγεί γιατί δεν μπορούμε και δεν πρέπει να φτάσουμε σε μια συνθήκη όπου οι εταιρείες θα είναι πάνω από τα κράτη και τις κοινωνίες.
Ή τουλάχιστον να μην την αφήσουμε να παγιωθεί, γιατί βλέποντας κάποιες φορές την αλαζονεία των ηγετών τέτοιων επιχειρηματικών κολοσσών, αυτή την αίσθηση ότι είναι οι «βασιλιάδες του σύμπαντος», αντιλαμβάνομαι ότι ο συσχετισμός είναι άνισος.
Και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα αφήνουμε όλα στην «αυτορρύθμιση» της αγοράς.
Πιο σωστά: για να μπορεί η αγορά να λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που όντως βοηθάει στην οικονομική πρόοδο, χρειάζονται ρυθμιστικές παρεμβάσεις που να βάζουν όρια στην ανεξέλεγκτη επιχειρηματική επιθυμία για κυριαρχία.
Με τον ίδιο τρόπο που έχουμε αποδεχτεί ότι χρειάζεται και ένας βαθμός κοινωνικής αναδιανομής, κοινωνικής προστασίας και βέβαια περιβαλλοντικών περιορισμών.
Σε τελική ανάλυση, η νεωτερικότητα δεν έφερε μόνο τον καπιταλισμό, αλλά και την αντίληψη ότι το κράτος μπορεί να είναι αυτό που εκπροσωπεί τη συλλογική βούληση και τις ανάγκες των μελών της κοινωνίας.
Κάτι που παραμένει επίκαιρο ως αίτημα.