Ποδόσφαιρο: τρέλα, πάθος, αδρεναλίνη στα ύψη, φωνές, συνθήματα, σημαίες, κασκόλ, γέλιο, χαρά, λύπη, δάκρυα. Αλησμόνητες εικόνες που σε ακολουθούν μια ζωή. Από τότε που ο καθένας και η καθεμία διάλεξαν τα χρώματα της αγαπημένης τους ομάδας. Και δεν την άλλαξαν ποτέ. Γιατί όπως λέει και ένας λαϊκός μύθος, «κόμμα (πολιτικό) μπορεί να αλλάξεις, ομάδα ποτέ». Για όλα τα παραπάνω και για δεκάδες ακόμη λόγους, αποτελεί το δημοφιλέστερο άθλημα στον κόσμο, αν και επί της ουσίας μιλάμε για κοινωνικό φαινόμενο. Εκατομμύρια οπαδών σε όλον τον κόσμο ορκίζονται στο όνομα της αγαπημένης τους ομάδας, κατακλύζουν τα γήπεδα και είναι δίπλα της στα καλά και στα κακά. Ενα κοινωνικό φαινόμενο, μια διαφορετική μορφή Τέχνης για πολλούς. Αλλωστε κατά μία έννοια, το καλό ποδόσφαιρο είναι ύψιστη μορφή Τέχνης.
Αντίπαλες χορωδίες
Στις 5 και 6 Ιουλίου, στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, θα παρουσιαστεί ένα όχι και τόσο συνηθισμένο θέαμα. Τίτλος: «The Soccer Opera / Οπερα ποδοσφαίρου», σε μουσική και σκηνική σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη και σε λιμπρέτο Gerhild Steinbuch. Ο συνθέτης αντλεί υλικό από τις ποδοσφαιρικές αναμνήσεις του και τις ανασυνθέτει σε μια πρωτότυπη όπερα. Πώς θα σας φαινόταν ένας αγώνας ποδοσφαίρου 3×3 όπου οι ποδοσφαιριστές είναι λυρικοί τραγουδιστές και χορευτές; Και όπου δύο αντίπαλες χορωδίες, στη θέση των φιλάθλων, τραγουδούν, αντί για συνθήματα, δύσκολα πολυφωνικά τραγούδια; Και τι γίνεται όταν ο παρουσιαστής του αγώνα ξεπερνά τον απλό σχολιασμό και αρχίζει τα πολιτικά σχόλια πάνω στην παγκόσμια επικαιρότητα; Τους τραγουδιστές-ποδοσφαιριστές συνοδεύουν επί σκηνής το μουσικό συγκρότημα Ventus Ensemble και η νεανική χορωδία ομοίων φωνών Sonorae του Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας «Μαρία Κάλλας». Σε μουσική διεύθυνση της Φαίδρας Γιαννέλου.
Τέχνη και ποδόσφαιρο
Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», ο Λευτέρης Βενιάδης σημειώνει ότι μεγάλωσε «παίζοντας ποδόσφαιρο και κάνοντας μουσική. Ηταν δύο κόσμοι φαινομενικά αντίθετοι, ωστόσο ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον κατά κάποιον τρόπο. Αυτό που έχει μείνει είναι η ανάμνηση του καθημερινού μεγάλου τελικού με τους φίλους. Ο αγώνας για τη νίκη που στο τέλος δεν σε ενδιαφέρει ωστόσο αν κέρδισες, σε ενδιαφέρει το παιχνίδι, πάνω από όλα είναι το παιχνίδι, η μεγάλη φάση, το γκολ, η ντρίμπλα. Είναι η παιδική οπτική ότι εκείνη τη στιγμή που παίζεις μοιάζεις σαν τον Σαραβάκο, ή τον Μαραντόνα ή το όποιο μεγάλο σου είδωλο. Αυτό που με μαγεύει είναι η ένταση, η αγωνία, το θέαμα και ο συνδυασμός όλων αυτών με την προσωπική ανάμνηση που προανέφερα. Αυτό το θέμα πραγματεύεται εν μέρει και η όπερα». Ο συνθέτης επίσης βρίσκει ομοιότητες μεταξύ της Τέχνης και του ποδοσφαίρου.
«Κατά κάποιον τρόπο μοιάζει τουλάχιστον με Τέχνη ή θυμίζει. Πόσες φορές δεν λέμε ένα γκολ έργο τέχνης, μια χορογραφία με άψογη εκτέλεση; Υπάρχουν πολλές ομοιότητες: η προετοιμασία για να βγούμε στον κόσμο – στους θεατές, μετά το ματς – η παράσταση».
Ο Λευτέρης Βενιάδης μεγάλωσε τη δεκαετία του ΄80 στη Χίο, μεσουρανούσαν τότε, μεταξύ άλλων, οι Ζάετς, Ρότσα, Σαραβάκος και αποφάσισε να υποστηρίξει την ομάδα, στην οποία έπαιζαν: «Παναθηναϊκός λοιπόν. Δεν ξεκολλούσα από πάνω μου τη φανέλα, με το ραμμένο από τη μητέρα μου νούμερο 7 στην πλάτη. Επίσης, μου αρέσει να χαζεύω ομάδες από χαμηλές κατηγορίες. Ακόμα και τοπικά παιχνίδια. Επιπλέον, είναι ωραίο να παρατηρείς τα μικρά παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο».
Μαέστρος και διαιτητής
Οσον αφορά την παράσταση στην Πειραιώς 260, σημειώνει τα εξής: «Με τη γερμανοελληνίδα σκηνοθέτρια Sofia Simitzis δουλέψαμε μήνες ώστε να υπάρξει μια καθαρή δραματουργία σε ένα έργο που είναι όλα νέα. Κείμενο, μουσική, κεντρική ιδέα. Το σκηνικό του Thomas George βασίζεται σε μια παιδική μου φωτογραφία του δημοτικού, όπου ποζάρουμε όλοι οι μαθητές σαν μεγάλοι ποδοσφαιριστές, η ανάμνηση που λέγαμε. Τη μουσική διεύθυνση την έχει αναλάβει η μαέστρος Φαίδρα Γιαννέλου, που έχει και τον ρόλο του διαιτητή του αγώνα!. Η νεανική Χορωδία Sonorae της Κατερίνας Τσίτσα δημιουργεί την οπαδική ατμόσφαιρα αλλά με αναμνησιακή και όχι γηπεδική αίσθηση. Αυτή την παράσταση την ονειρεύομαι πάρα πολλά χρόνια, έχει τη δομή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που φωτίζει μέσω της μουσικής πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Στις συνθέσεις μου με αφορά πολύ η μεταφορά. Η μεταφορά ενός κόσμου σε έναν μουσικό κόσμο».
Η άρια του επιθετικού
Και όλα γυρίζουν γύρω από το ποδόσφαιρο: «Ακούγοντας τα συνθήματα στο γήπεδο όταν πήγαινα, τα φανταζόμουν πολυφωνικά και άρτια εκτελεσμένα χορωδιακά μουσικά έργα, αναρωτιόμουν πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να αναλύσουμε και να ακούσουμε τις αγωνίες ενός ποδοσφαιριστή μουσικά, έβλεπα τον διαιτητή να ελέγχει το παιχνίδι, να διευθύνει, να είναι ο μαέστρος της βραδιάς. Στο έργο ακούγεται η άρια του επιθετικού, που βγαίνει διαρκώς οφσάιντ και που θα ήθελε να είναι κάποιος καλύτερος, θα ήθελε να είναι κάποιος άλλος από αυτόν που είναι, η άρια των fake news που κερδίζει διαρκώς φάουλ και πέναλτι με ψεύτικο τρόπο, η άρια της χαμένης ευκαιρίας που μεταφέρεται και μας μεταφέρει στη μεγάλη χαμένη ευκαιρία της ζωής. Η χορωδία όταν μπαίνει το πρώτο γκολ τραγουδάει την Ουτοπία, για έναν κόσμο έτσι όπως τον φαντάζεται, ιδανικό, ουτοπικό. Υπάρχει το μοτίβο της επανάληψης, που τραγουδιέται για να ξαναδούμε τη φάση προτρέποντας τους ποδοσφαιριστές-τραγουδιστές να ξανακάνουν το ίδιο σε αργή κίνηση τραγουδώντας τους «θυμήσου πώς το έκανες αυτό» και άλλα πολλά! Βεβαίως όλα ξεκινούν με τον Υμνο στη θεά Μπάλα».
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με τα προγνωστικά του για το εφετινό Euro: «Το κόβω να το σηκώνει η Ιταλία» (σ.σ.: Η συνέντευξη έγινε πριν από τον προημιτελικό Βέλγιο – Ιταλία).