«Είμαι αρκετά σπασίκλα» λέει η νορβηγή συγγραφέας Μάγια Λούντε μέσα από την οθόνη της στο Οσλο, στους λίγους έλληνες δημοσιογράφους που συγκεντρώθηκαν – με μάσκες, αποστάσεις και αντισηπτικά – με πρωτοβουλία των εκδόσεων Κλειδάριθμος, για να την «ανακρίνουν» από την Αθήνα, με αφορμή την κυκλοφορία της Ιστορίας των αλόγων, του πιο πρόσφατου βιβλίου της, σε εξαιρετική μετάφραση της Δέσπως Παπαγρηγοράκη. Η «σπασίκλα» Λούντε κατάφερε, το 2015, με την Ιστορία των μελισσών, το πρώτο βιβλίο της «Τετραλογίας για το περιβάλλον», να εξελιχθεί στο πιο πρόσφατο φαινόμενο της νορβηγικής λογοτεχνίας: το βιβλίο πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα, μεταφράστηκε σε 40 γλώσσες και έγινε διεθνές μπεστ σέλερ.
Ο διεθνής Τύπος έσπευσε να χαρακτηρίσει τη Λούντε την πιο επιτυχημένη εκπρόσωπο του νέου είδους, το οποίο αποκαλείται climate fiction, λογοτεχνία με επίκεντρο τα ζητήματα του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.
Είναι ωστόσο περιοριστική για το έργο της Λούντε η συγκεκριμένη λογοτεχνική ετικέτα. Η Λούντε υπήρξε επιτυχημένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων καθώς και σεναριογράφος προτού ασχοληθεί με λογοτεχνία για ενηλίκους. «Η επαφή μου με τη φύση αρχίζει με την παιδική μου ηλικία, ως παιδί πήγαινα βόλτες με το ποδήλατό μου στο δάσος, μάζευα λουλούδια, έφτιαχνα βοτανολόγια, ζωγράφιζα φυτά, μιλούσαμε πολύ με τους γονείς μου για τη φύση, το περιβάλλον και τη σημασία του». Η αγάπη της για τη φύση ωστόσο δεν ήταν το αποκλειστικό κίνητρο για να αρχίσει να γράφει λογοτεχνία με επίκεντρο το περιβάλλον. Η ίδια πιστεύει ότι γράφει απλώς μυθιστορήματα και ότι εναπόκειται στον αναγνώστη να τα διαβάσει όπως εκείνος νομίζει: ως βιβλία για το περιβάλλον, ως βιβλία για τις σχέσεις γονέων και παιδιών, ως ερωτικές ιστορίες, ως δυστοπίες.
Μάγια Λούντε
Η ιστορία των αλόγων
Μετάφραση Δέσπω Παπαγρηγοράκη.
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2021,
σελ. 592, τιμή 18,80 ευρώ
Η διάσωση των ζώων
Διαβάζοντας την Ιστορία των αλόγων, το τρίτο βιβλίο της «Τετραλογίας για το περιβάλλον», αντιλαμβάνεται κανείς ότι η λογοτεχνία της είναι όλα αυτά μαζί. Και ότι το βιβλίο, όπως και τα προηγούμενά της, έχει πίσω του πολλές ώρες έρευνας, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «σπασίκλα». Η πλοκή εκτείνεται από τη Ρωσία του 1880 ως τη Νορβηγία του 2064, διά μέσου της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Μογγολίας του 1992. Είναι η αληθινή, μυθοπλαστικά δοσμένη, ιστορία μιας διάσωσης: των αλόγων Πρζεβάλσκι, των άγριων αλόγων της Μογγολίας τα οποία χάρη στην επιμονή επιστημόνων σώθηκαν ενώ ήταν είδος υπό εξαφάνιση.
Η ιστορία ξεκινά από τον ζωολογικό κήπο της Αγίας Πετρούπολης το 1880, όπου ο ζωολόγος Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Κοβρόφ πληροφορείται έκπληκτος την ύπαρξη αλόγων Πρζεβάλσκι στη Μογγολία, τα οποία θεωρούσε αφανισμένα. Με τη βοήθεια του Βίλχελμ Βολφ, γερμανού εξερευνητή και κυνηγού, οργανώνει αποστολή στη Μογγολία για τη μεταφορά των αλόγων σε ζωολογικούς κήπους και καταφύγια ζώων στην Ευρώπη.
Η αφήγηση της ρωσο-γερμανικής αποστολής, διακόπτεται από τις εμβόλιμες ιστορίες της Κάριν, γερμανίδας κτηνιάτρου, η οποία το 1992 αποφασίζει να μεταφέρει άλογα Πρζεβάλσκι από τη Γαλλία και να τα επανεντάξει στο φυσικό τους περιβάλλον στη Μογγολία. Με την πένα της συγγραφέως, τα σπάνια άλογα διασώζονται και στην ερειπωμένη Νορβηγία του 2064, χάρη στις προσπάθειες της Εύας, η οποία επιμένει να μην εγκαταλείψει το αγρόκτημα όπου ζει με τη 14χρονη κόρη της την Ισα, και με μερικά ζώα, όσα έχει καταφέρει να σώσει, μετά την «Κατάρρευση» που έχει προηγηθεί: η Ευρώπη έχει διαλυθεί, οι καιρικές συνθήκες είναι ολοένα και πιο ακραίες, ατελείωτες περίοδοι βροχών διαδέχονται μεγάλες περιόδους ξηρασίας, η τροφή για τους ανθρώπους και τα ζώα είναι λιγοστή, το ηλεκτρικό ρεύμα ανύπαρκτο, όπως και τα καύσιμα. Οι σελίδες που η συγγραφέας αφιερώνει στη μελλοντική, ερειπωμένη Νορβηγία όπου οι άνθρωποι μετακινούνται βορειότερα για να επιβιώσουν, είναι η απόλυτη δυστοπία, η οποία πάντως ανατρέπεται με τη διάσωση των ζώων και όχι μόνον.
Η οδός της συνεργασίας
Εξαιρετικά πειστική είναι και η απεικόνιση της ατμόσφαιρας της τσαρικής Αγίας Πετρούπολης του τέλους του 19ου αιώνα: η «βιβλιοφάγος» Λούντε βυθίστηκε, όπως λέει, στον Τολστόι, για να μπει στο κλίμα της εποχής, όπως αντιστοίχως είχε βυθιστεί στον Ντίκενς για την Ιστορία των μελισσών. Η συγγραφέας ομολογεί ότι «δεν είχε ιδέα για τα άλογα ούτε για τη Μογγολία, αλλά όταν ένα ζήτημα μου προκαλεί το ενδιαφέρον, θέλω να μάθω όσο περισσότερα μπορώ για αυτό».
Η σημασία που αποδίδει η συγγραφέας στη γνώση και στην επιστήμη είναι τεράστια: «Χάρη στη γνώση και στην επιστήμη αλλά και στην ικανότητα του ανθρώπου ως είδους να προσαρμόζεται, μπορούμε να τα καταφέρουμε. Αυτό είναι και το μάθημα που μας δίδαξε, νομίζω, η πανδημία: ότι μπορούμε να συνεργαστούμε σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι μπορούμε να μάθουμε να συνεργαζόμαστε καλύτερα».
Η Μάγια Λούντε ωστόσο δεν έχει αυταπάτες, αντιλαμβάνεται ότι για το κρίσιμο ζήτημα του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής απαιτείται και πολιτική βούληση. «Ο Τζο Μπάιντεν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, έχει αποδειχθεί γενναίος ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, γεγονός που μου επιτρέπει να αισθάνομαι πιο αισιόδοξη» τονίζει. Σε αντίθεση με τη αισιοδοξία της συγγραφέως, η Κάριν, η επίμονη γερμανίδα κτηνίατρος που επαναφέρει τα άγρια μογγολικά άλογα στο φυσικό τους περιβάλλον αφήνοντάς τα να ζήσουν ελεύθερα, ισχυρίζεται ότι «η ελπίδα είναι ένα συναίσθημα χωρίς νόημα. Παθητικό. Η δική μου ελπίδα δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε τίποτε». Η Κάριν ωστόσο, όπως και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου, διασώζοντας τα άλογα, διασώζει ταυτόχρονα και τον εαυτό της. «Τα άγρια άλογα δεν μπορούν να εξημερωθούν», λέει η Λούντε, «και όμως βρέθηκαν άνθρωποι που τα διέσωσαν γιατί αυτό έπρεπε να κάνουν, γιατί αυτό ήταν το σωστό».
Σύντομο βιογραφικό
Η Μάγια Λούντε (γεν. 1975) εμφανίστηκε στα γράμματα το 2012 με ένα παιδικό βιβλίο που αφηγείτο την ιστορία δύο εβραιόπουλων που προσπαθούν να διαφύγουν από την κατεχόμενη από τους ναζί Νορβηγία, το 1942. Εχει σπουδάσει ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Οσλο και έχει ειδικευτεί στη σεναριογραφία και στην ιστορία του κινηματογράφου.