Μολονότι έχουν εκδοθεί και στα ελληνικά πολλά σημαντικά βιβλία για το Γ΄ Ράιχ και τη ναζιστική εποχή, έπρεπε να περάσει πάνω από μισός αιώνας από το 1967 που πρωτοκυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, για να έχουμε και στη γλώσσα μας τα συγκλονιστικά απομνημονεύματα του επιζώντος του εβραϊκού ολοκαυτώματος Σιμόν Βίζενταλ.

Εκδόθηκαν βέβαια κάποιες συγκλονιστικές μαρτυρίας, όπως το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι για το Αουσβιτς, του Χόρχε Σεμπρούν Τι ωραία Κυριακή! για το Μπούχενβαλντ και του Ιάκωβου Καμπανέλλη για το Μαουτχάουζεν.

Η μεγάλη συμβολή του Βίζενταλ ωστόσο, που πέθανε το 2005 στα 96 του χρόνια, είναι ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε ο ίδιος στον εντοπισμό των ναζιστών εγκληματιών πολέμου, οι οποίοι μετά την κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ είτε παρέμειναν στην Ευρώπη είτε μετανάστευσαν στη Μέση Ανατολή (στη Συρία κυρίως) και στη Λατινική Αμερική.

Simon Wiesenthal

Οι δολοφόνοι ανάμεσά μας. Απομνημονεύματα

Μετάφραση Γεωργία Μίχα.

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2021

σελ. 336, τιμή 22 ευρώ

Τα απομνημονεύματα του Βίζενταλ καλύπτουν την περίοδο από τις 5 Μαΐου του 1945 στο Μαουτχάουζεν (όπου ήταν κρατούμενος), όταν οι Αμερικανοί έμπαιναν στο στρατόπεδο και απελευθέρωναν όσους κρατουμένους είχαν επιζήσει, ως το 1967. Ο ίδιος είχε περάσει κι από άλλα στρατόπεδα, το μεγαλύτερο μέρος των συγγενών του είχε εξοντωθεί (ανάμεσά τους και η μητέρα του) και τώρα ήταν τόσο εξαντλημένος που μετά βίας στεκόταν στα πόδια του. Από εδώ και πέρα αρχίζει η ιστορία του ανθρώπου που έταξε σκοπό της ζωής του να βρεθούν και να προσαχθούν σε δίκη όσοι συνέβαλαν στην εξόντωση στα στρατόπεδα θανάτου ενός ασύλληπτου αριθμού αθώων, ανδρών, γυναικών και παιδιών αδιακρίτως, από τους οποίους τα πέντε εκατομμύρια ήταν Eβραίοι (ακόμη ένα εκατομμύριο εκτελέστηκαν διά τυφεκισμού). Το βιβλίο αυτό ο αναγνώστης το διαβάζει με κομμένη ανάσα – και με απέχθεια και αγανάκτηση, όχι μόνο για τα φοβερά εγκλήματα αλλά και για τις μεταπολεμικές προσπάθειες συγκάλυψής τους από τις τοπικές κοινωνίες και την αδιαφορία, συχνά, των Αρχών.

Εντόπισε τον Αϊχμαν

Πλήθος ιστορίες διαπλέκονται στην αφήγηση του Βίζενταλ: ιστορίες εγκληματιών πολέμου που διέφυγαν αλλάζοντας το όνομά τους, άλλων που με πλαστά έγγραφα εξαπάτησαν τις Αρχές και διέφυγαν εκτός Ευρώπης, άλλων που απέκρυβαν το ναζιστικό παρελθόν τους και έκαναν μια ήρεμη οικογενειακή ζωή ώσπου τους εντόπισε η ερευνητική ομάδα που συνέστησε ο Βίζενταλ, αυτών που κατέφυγαν στην Παραγουάη του Στρέσνερ, στη Βραζιλία ή στην Αργεντινή του Περόν και έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Ο Βίζενταλ έπειτα από μεγάλη έρευνα κατάφερε να εντοπίσει στην Αργεντινή τον Αϊχμαν, τον «αρχιτέκτονα» του Ολοκαυτώματος, και να ειδοποιήσει τους Ισραηλινούς που με μυθιστορηματικό τρόπο τον απήγαγαν και τον μετέφεραν στο Ισραήλ όπου δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες να βρει τα αναγκαία στοιχεία και τη συχνή απροθυμία των Αρχών να τον βοηθήσουν, ο Σιμόν Βίζενταλ κατάφερε να στείλει στα δικαστήρια περί τους χίλιους ναζί εγκληματίες

Ανατριχιαστικές ιστορίες

Αυτός ο «κυνηγός των Ναζί», όπως έμεινε στην Ιστορία, έκανε ένα έργο σχεδόν υπεράνθρωπο. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες να βρει τα αναγκαία στοιχεία και τη συχνή απροθυμία των Αρχών να τον βοηθήσουν, κατάφερε να στείλει στα δικαστήρια περί τους χίλιους ναζί εγκληματίες. Δεχόταν αμέτρητες απειλές για τη ζωή του και μετά βίας σώθηκε από μια βομβιστική επίθεση εναντίον του. Επρεπε όμως να απαντήσει και σε κρίσιμα ερωτήματα: πόσοι από όσους είχαν εκτελέσει κρατουμένους το έκαναν γιατί τους υποχρέωναν, αλλιώς θα το πλήρωναν με τη ζωή τους, και πόσοι ήταν οι εθελοντές δολοφόνοι; Είχε να αντιμετωπίσει και ένα πρόβλημα ακόμη σοβαρότερο: μετά το τέλος του πολέμου στη Γερμανία και στην Αυστρία επικρατούσε η άποψη πως το παρελθόν θα έπρεπε να «ξεχαστεί» για να μη διαλυθούν οι κοινωνίες. Ακόμη και πολλοί από όσους είχαν διασωθεί δίσταζαν να καταθέσουν δημοσίως τη μαρτυρία τους. Δεν ήθελαν έστω και νοερά να ξαναζήσουν τα όσα πέρασαν και έπρεπε ο ίδιος να κάνει πολλές προσπάθειες για να τους μεταπείσει.

Ο Σιμόν Βίζενταλ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον εντοπισμό των ναζιστών εγκληματιών πολέμου, οι οποίοι μετά την πτώση του Γ΄ Ράιχ είτε παρέμειναν στην Ευρώπη είτε μετανάστευσαν στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική Αμερική

Διαβάζουμε ιστορίες που ξεπερνούν την ευρηματικότητα και του πιο ευφάνταστου μυθιστοριογράφου, όπως αυτή κάποιας φράου Κέλερ, που το 1952 γνώρισε «έναν ήρεμο, καλό και έντιμο άνδρα», με αξιοπρεπή δουλειά σε εργοστάσιο της Φρανκφούρτης και τον παντρεύτηκε. Τον Ιανουάριο του 1961, έναν μήνα και πλέον μετά τη σύλληψη του Αϊχμαν, ο άνδρας της εξαφανίστηκε «χωρίς λόγο». Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς πήγε στο κομμωτήριο και εκεί σε κάποιο περιοδικό είδε ένα εικονογραφημένο άρθρο για τις εκτελέσεις των Εβραίων στη Βίνιτσα της Ουκρανίας. Κάποιο από τα θύματα βρισκόταν όρθιο στην άκρη ενός τάφου και πίσω του ένας γερμανός στρατιώτης που είχε φωτογραφηθεί λίγο πριν πυροβολήσει. Εξι άλλοι στρατιώτες τον κοιτούσαν χαμογελώντας. Ο εκτελεστής ήταν ο άνδρας της φράου Κέλερ. «Δεν ξέρουμε καν το πραγματικό όνομα του αγνοούμενου συζύγου της φράου Κέλερ. Παραμένει ένας δολοφόνος ανάμεσά μας» λέει ο Βίζενταλ.

 

Οι οδοί διαφυγής των Ναζί

Από το 1947 ο Βίζενταλ άρχισε να ερευνά τις οδούς διαφυγής των στελεχών της Γκεστάπο και των Ες Ες. Τρεις ήταν οι κυριότερες: η πρώτη οδηγούσε από τη Γερμανία στην Αυστρία, μετά στην Ιταλία και κατόπιν στη φρανκική Ισπανία.

Η δεύτερη κατευθυνόταν στη Μέση Ανατολή και η τρίτη οδηγούσε στη Λατινική Αμερική, όπου η Αργεντινή ήταν η «γη της επαγγελίας» των ναζιστών. Βέβαια, υπήρχε ένα ολόκληρο δίκτυο και μια μυστική οργάνωση ονόματι «Οντέσα» που το συντόνιζε. Διέθετε άφθονα χρήματα, πληροφοριοδότες και φιλοναζιστές παντού: σε πανδοχεία, σε συνοριακά φυλάκια, σε κρατικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον Βίζενταλ, οι Ναζί είχαν φροντίσει για τη διαφυγή τους πριν από την κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ. Κι αυτό εξηγεί πολλά… Κυρίως, το πώς ο ρατσισμός και η ναζιστική ιδεολογία είχε δηλητηριάσει τόσο μεγάλα στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης.

Ο Βίζενταλ βεβαίως δεν συμμερίζεται τα περί «συλλογικής ενοχής» Γερμανών και Αυστριακών. Ολος του ο αγώνας ήταν να αποδοθεί δικαιοσύνη στα θύματα: να δικαστούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Περισσότερο από απομνημονεύματα θα χαρακτήριζα αυτό το βιβλίο, που ο Βίζενταλ το έγραψε σε συνεργασία με τον συντάκτη του «New Yorker» Γιόζεφ Βέχσμπεργκ, χρονικό ντροπής και θανάτου. Ντροπής όχι μόνο για τα ειδεχθή εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν εν ψυχρώ αλλά και για τις προσπάθειες συγκάλυψής τους. Θα πρέπει να το διαβάσουν κυρίως οι νεότεροι. Αν μη τι άλλο, γιατί σήμερα η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη αποδεικνύει πως η φαιά πανούκλα δεν έχει χαθεί από τη Γηραιά Ηπειρο.