Στον συνεχιζόμενο «πόλεμο» με την πανδημία του νέου κορωνοϊού το εμβόλιο αποτελεί το βασικό προληπτικό «όπλο», ωστόσο ερευνητές ανά τον κόσμο συνεχίζουν να αναζητούν αποτελεσματικά «κατασταλτικά όπλα», κοινώς θεραπείες, για όσους νοσούν (και θα εξακολουθούν να νοσούν, όπως δείχνει η πανδημική πορεία που δεν λέει να κοπάσει).
Τα υπάρχοντα φάρμακα στην κλινική πράξη
Η έρευνα στρέφεται τόσο σε νέες ουσίες όσο και στο υπάρχον φαρμακευτικό «οπλοστάσιο» προκειμένου να αποδειχθεί αν κάποια εγκεκριμένα φάρμακα μπορούν να είναι αποτελεσματικά ενάντια στην COVID-19. Ορισμένα τέτοια φάρμακα όπως η υδροξυχλωροκίνη, η λοπιναβίρη και η ιντερφερόνη χρησιμοποιούνται ήδη στην κλινική πράξη χωρίς όμως να έχουν πάντα αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους. Μόνο η ρεμδεσιβίρη έχει λάβει έγκριση ενάντια στη σοβαρή COVID-19 με την αποτελεσματικότητά της όμως να αμφισβητείται.
Τώρα ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τόκιο για την Επιστήμη σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το Εθνικό Ινστιτούτο Μεταδιδόμενων Νοσημάτων της Ιαπωνία, το Πανεπιστήμιο Kyushu, το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, το Πανεπιστήμιο του Κιότο, το Ιαπωνικό Ιδρυμα για την Ερευνα στον Καρκίνο και την εταιρεία Science Groove, ανακάλυψαν ότι ένα ανθελονοσιακό φάρμακο, η μεφλοκίνη (η οποία μάλιστα αποτελεί παράγωγο της υδροχλωροκίνης), είναι αποτελεσματικό ενάντια στον SARS-CoV-2, όπως αναφέρουν στην επιθεώρηση «Frontiers in Microbiology».
Συγκριτική υπεροχή
Οπως περιέγραψε ο επικεφαλής ερευνητής της ομάδας δρ Κοΐτσι Βατάσι από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο για την Επιστήμη «προκειμένου να εντοπίσουμε φάρμακα με μεγαλύτερη αντι-ιική δράση σε σύγκριση με τα υπάρχοντα αντι-ιικά, αρχικώς εξετάσαμε εγκεκριμένα αντιπαρασιτικά φάρμακα. Βρήκαμε ότι η μεφλοκίνη είχε τη μεγαλύτερη δραστικότητα ενάντια στον SARS-CoV-2 μεταξύ των ουσιών που μελετήσαμε. Μάλιστα όταν δοκιμάστηκε έναντι σε άλλα παράγωγα της κινολίνης, όπως η υδροχλωροκίνη, σε μια κυτταρική σειρά η οποία μιμείτο το περιβάλλον των ανθρώπινων κυττάρων των πνευμόνων, φάνηκε να υπερτερεί».
Αποτελεσματική στη φάση εισόδου του ιού στα κύτταρα
Η ερευνητική ομάδα πήγε όμως ένα βήμα πιο πέρα και εξερεύνησε τον μηχανισμό δράσης της μεφλοκίνης. Οπως εξήγησε ο δρ Bατάσι «στα πειράματά μας στις κυτταρικές σειρές η μεφλοκίνη μείωσε τα επίπεδα του ιικού RNA όταν εφαρμόστηκε στη φάση εισόδου του ιού στα κύτταρα – ωστόσο δεν είχε κάποια θετική επίδραση όταν χορηγήθηκε κατά τη φάση της πρόσδεσης στα κύτταρα. Αυτό δείχνει ότι το συγκεκριμένο φάρμακο είναι αποτελεσματικό όταν χορηγείται μετά την πρόσδεση του SARS-CoV-2 στην επιφάνεια των κυττάρων τη στιγμή που ο ιός εισέρχεται στα κύτταρα».
Αποτελεσματικός συνδυασμός
Μάλιστα, προκειμένου να αυξήσουν την αντι-ιική δράση της μεφλοκίνης, οι επιστήμονες σκέφτηκαν να τη συνδυάσουν με ένα άλλο φάρμακο το οποίο αναστέλλει το βήμα του πολλαπλασιασμού του νέου κορωνοϊού: επρόκειτο για το φάρμακο νελφιναβίρη. Οπως προέκυψε, τα δύο φάρμακα είχαν συνεργική δράση εμφανίζοντας καλύτερο αντι-ιικό προφίλ όταν συνδυάζονταν από ό,τι όταν χορηγείτο το καθένα μόνο του, χωρίς να είναι τοξικά στα κύτταρα.
Πρόβλεψη αποτελεσματικότητας σε πραγματικές συνθήκες
Επιπλέον, χρησιμοποιώντας ένα μαθηματικό μοντέλο, οι ερευνητές υπολόγισαν την αποτελεσματικότητα της μεφλοκίνης αν χορηγείτο σε πραγματικές συνθήκες για τη θεραπεία της COVID-19. Με βάση την πρόβλεψή τους, η μεφλοκίνη θα μπορούσε να μειώσει το συνολικό ιικό φορτίο στους ασθενείς σε κάτω από 7% και να ελαττώσει το διάστημα έως ότου ο ιός εξαφανιστεί από τον οργανισμό των ασθενών κατά 6,1 ημέρες.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να επιβεβαιωθούν μέσα από κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους. Προσέθεσαν πάντως ότι μπορούμε να ελπίζουμε ότι η μεφλοκίνη θα μετατραπεί σε ένα αποτελεσματικό θεραπευτικό «όπλο» ενάντια στην COVID-19.