Οι τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την τέλεια καταιγίδα όλα τα προηγούμενα χρόνια, δοκιμάστηκαν οι αντοχές τους, το ίδιο το οικονομικό μοντέλο που υπηρετούσαν κλονίστηκε συθέμελα, αποδέχεται με αυτοκριτική διάθεση σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank κ. Βασίλης Ψάλτης, αλλά πλέον εκτιμά ότι έχουν κάνει τις απαιτούμενες προσαρμογές και είναι έτοιμες να πρωταγωνιστήσουν στη νέα εποχή ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας. Ο ίδιος πιστεύει ότι μετά τις οδυνηρές εμπειρίες της κρίσης άπαντες επιβάλλεται να επαναπροσανατολίσουν τη στρατηγική τους και να υποστηρίξουν την παραγωγική στροφή της οικονομίας ξεπερνώντας το προηγούμενο καταναλωτικό πρότυπο. Πιστεύει ακράδαντα ότι το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει αναπτυξιακή ευκαιρία ιστορικών διαστάσεων. Ο κ. Ψάλτης, με την ευκαιρία της πρώτης επιτυχημένης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας για καθαρά επενδυτικούς σκοπούς, δηλώνει πως χρέος των τραπεζών είναι να κινητοποιήσουν και να εμπλέξουν τον επιχειρηματικό κόσμο στη διαδικασία ανάπτυξης και επενδύσεων και υπόσχεται πως η τράπεζά του θα λειτουργήσει ως σύμβουλος και καθοδηγητής για την εκπόνηση χρηματοδοτήσιμων επενδυτικών σχεδίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ανήκετε σε μια γενιά νεότερων τραπεζικών στελεχών που ανέλαβε να διαχειριστεί πληγωμένα από τη μακρά οικονομική κρίση πιστωτικά ιδρύματα. Κατά βάση, ζημιογόνες τράπεζες, με άπειρα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και έλλειμμα κεφαλαίων. Πώς είναι να διαχειρίζεται κανείς προβληματικά σχήματα;
«Η παγκόσμια οικονομική κρίση σάρωσε κυριολεκτικά το επιχειρηματικό μοντέλο των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρωτόγνωρη, εν καιρώ ειρήνης, πτώση του ΑΕΠ, η εξ αυτού του λόγου ραγδαία άνοδος των κόκκινων δανείων, οι φόβοι για Grexit που προκάλεσαν εκροή των μισών καταθέσεων και βέβαια η αναδιάρθωση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου συγκρότησαν την… τέλεια καταιγίδα για την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες. Σας διαβεβαιώνω πως ουδείς εκ των ομολόγων μας στην Ευρώπη δεν αντιμετώπισε, ποτέ, τόσο πολυεπίπεδη κρίση. Η εμπειρία, ωστόσο, που αποκόμισαν όσοι από τη γενιά μου έζησαν αυτή την περίοδο από θέση ευθύνης είναι ανεκτίμητη. Τολμώ να πω πως σε σημαδεύει. Διότι καλείσαι να διαχειριστείς τα πάντα με διαφορετικό τρόπο. Πρέπει να δείξεις αποφασιστικότητα, αποδεχόμενος π.χ. ότι μια τράπεζα μπορεί να μικρύνει, αλλά μπορεί και πάλι να είναι κερδοφόρα. Δίνεις έμφαση στην ουσιαστική κατανόηση του περιβάλλοντος και στην ενδελεχή ανάλυση των σχετικών προκλήσεων, μακριά από τη λογική του «θα δούμε» ή των ευσεβών πόθων. Αρα επικεντρώνεσαι στον λεπτομερή σχεδιασμό με κριτήριο τον ρεαλισμό και στηρίζεσαι σε συναδέλφους που δεν συμβιβάζονται με τίποτα λιγότερο από το βέλτιστο αποτέλεσμα. Τέλος, απόρροια της αλλαγής του εποπτικού μοντέλου που μας έφερε στο επίκεντρο της προσοχής της Φρανκφούρτης αλλά και των δανειστών είναι και το γεγονός ότι κληθήκαμε να ξαναδούμε τους εαυτούς μας μέσα από πανευρωπαϊκή οπτική, αφήνοντας πίσω ελαφρυντικά ή δικαιολογίες, και να ακονίσουμε την επιχειρηματολογία μας απέναντι σε ενίοτε υπερβολικές απαιτήσεις των εταίρων μας».
«Το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του για την ανοχή του στη δημιουργία επίπλαστης ευημερίας»
Σήμερα μπορείτε να πείτε με ασφάλεια ότι οι τράπεζες και εν προκειμένω η Alpha έχουν εξυγιανθεί και δεν θα αντιμετωπίσουν στο άμεσο μέλλον αντίστοιχες κρίσεις;
«Θα ήταν υπερφίαλο να δήλωνε κάποιος πως μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Αποστομωτικό παράδειγμα η πανδημία που ακόμη αντιμετωπίζουμε. Ωστόσο, ένα πράγμα μπορώ να πω σήμερα με ασφάλεια: ότι, ως τράπεζα και ως κλάδος, έχουμε τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις. Με σχέδιο, συνέπεια και, αν θέλετε, επανεφευρίσκοντας τον τρόπο που δουλεύουμε. Οταν ενέσκηψε η πανδημική κρίση, κάποιοι αμφέβαλλαν για την ικανότητά μας να υλοποιήσουμε το στρατηγικό σχέδιο εξυγίανσης που μόλις είχαμε δημοσιοποιήσει. Και όμως, εν μέσω διαδοχικών lockdown, επιτύχαμε την τρίτη μεγαλύτερη συναλλαγή τιτλοποίησης κόκκινων δανείων στην Ευρώπη, απαραίτητη προϋπόθεση για να βρεθούμε σήμερα σε θέση ισχύος. Ολοκληρώσαμε μια συναλλαγή αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ με έναν αμερικανικό επενδυτή κύρους, όχι διά ζώσης αλλά μέσω τηλεδιασκέψεων που εκτείνονταν, πολύ συχνά, μεταμεσονύχτιες ώρες. Την ίδια στιγμή, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, αξιοποιήσαμε όλες τις ψηφιακές μας υποδομές, επιτυγχάνοντας ποσοστό περί το 95% των εγχρήματων συναλλαγών μας να διεξάγονται μέσα από τα εναλλακτικά μας δίκτυα, προστατεύοντας τους πελάτες και το προσωπικό μας από τον κίνδυνο έκθεσης στον COVID. Και, βεβαίως, σταθήκαμε στο πλευρό δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, προσφέροντας ρευστότητα και τα αναγκαία moratoria για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αρα δεν χρειάζεται κάποιος να είναι μάντης. Αρκεί να έχει ανοικτούς ορίζοντες, σχέδιο για την αντιμετώπιση των όποιων προκλήσεων και, φυσικά, την ομάδα να το υλοποιήσει. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και τις πλέον αντίξοες συνθήκες».
Η κληρονομιά, ωστόσο, που παραλάβατε ενσωματώνει και περιόδους ισχυρής ανάπτυξης και σημαντικής προσφοράς στην οικονομία και στο κοινωνικό σύνολο. Πώς αποτιμάτε την παρουσία των ελληνικών τραπεζών;
«Είναι, όντως, έτσι. Παραλαμβάνουμε μεγάλη κληρονομιά προσφοράς στον τόπο, που μπορεί να αποτελέσει οδηγό και για το αύριο. Το μεταπολεμικό αναπτυξιακό θαύμα στηρίχθηκε σε ένα περιβάλλον αναδημιουργίας μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα βγαίνουμε από τη δεκαετή οικονομική κρίση, που μάλιστα επιμηκύνθηκε από το πανδημικό σοκ. Πρωταγωνιστής εκείνης της περιόδου δυναμικής ανάπτυξης ήταν ο ιδιωτικός τομέας σε συνδυασμό με την εισροή κεφαλαίων μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Σήμερα διαθέτουμε τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ο ρόλος των τραπεζών ήταν τότε καθοριστικός, διοχετεύοντας τους αποταμιευτικούς πόρους της χώρας σε επενδυτικά σχέδια που άλλαξαν την Ελλάδα. Σήμερα καλούμαστε να πράξουμε ακριβώς το ίδιο! Πιο πρόσφατα, λίγο πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν εκτεθειμένες, πρώτον, σε μεγάλες – στρατηγικής και γεωπολιτικής φύσεως – επενδύσεις στη βαλκανική ενδοχώρα, δεύτερον, στην κατοχή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία είχαν αποκτήσει σε μια περίοδο που η χώρα βρισκόταν σε επενδυτική βαθμίδα, και, τρίτον, σε μια ραγδαία πιστωτική επέκταση, καθοδηγούμενη από υψηλή ζήτηση και ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην κατανάλωση. Και αν οι τράπεζες για τα δύο πρώτα πεδία έκθεσης σε κινδύνους δεν φέρουν το κύριο μέρος της ευθύνης, για το τελευταίο το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του για την ανοχή του στη δημιουργία επίπλαστης ευημερίας που, σε συνδυασμό με την κρίση χρέους και τη βαθιά ύφεση, επιδείνωσε τις συνέπειες της κρίσης».
Οι προηγούμενες θετικές και αρνητικές εμπειρίες πόσο επηρεάζουν την τρέχουσα στρατηγική σας;
«Η ανάλυση των ιστορικών εμπειριών μάς εμπνέει και μας διδάσκει. Οφείλουμε να την εντάξουμε στη στρατηγική μας. Καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε σημείο καμπής, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας πρέπει να αλλάξει και το τραπεζικό σύστημα οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Εχουμε μια μοναδική ευκαιρία να επιτύχουμε τον οικονομικό, τεχνολογικό και θεσμικό μετασχηματισμό της οικονομίας μας, με γνώμονα την εξωστρέφεια και την παραγωγή, αντί για τον εύκολο πλουτισμό. Αρκεί, όλοι μας, τράπεζες, επιχειρήσεις και φυσικά το πολιτικό σύστημα να επιλέξουμε μια ουσιαστική τομή με το παρελθόν, μια ριζική αλλαγή προσανατολισμού. Ειδικά οι τράπεζες πρέπει να εστιάσουμε ενεργά στη στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας. Με ορθολογική αξιολόγηση επιχειρηματικών σχεδίων και δανεισμό που δεν στοχεύει στην κατανάλωση, επιδιώκουμε τη δημιουργία αξίας για τους μετόχους, θέσεις μόνιμης απασχόλησης και διάχυση της ανάπτυξης στο κοινωνικό σύνολο».
«Η τράπεζα που οραματίζομαι είναι ενεργός φορέας προόδου και πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και στη βελτίωση της ζωής των συμπολιτών μας»
Πώς φαντάζεστε την τράπεζα της νέας εποχής και ποιο μοντέλο οικονομίας καλείται να υπηρετήσει;
«Οι βασικές παράμετροι που περιγράφουν το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ με ολοένα ισχυρότερο το αποτύπωμα της επενδυτικής έναντι της καταναλωτικής δαπάνης, η διαρκής ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών, η έμφαση στη βιωσιμότητα και στην πράσινη μετάβαση που μετασχηματίζει την παραγωγική διαδικασία και, βέβαια, η αναβάθμιση του ρόλου του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω της διαρκούς εκπαίδευσης και ανάπτυξης των δεξιοτήτων του. Ο δικός μας, συνεπώς, ρόλος δεν περιορίζεται σε αυτόν ενός τυπικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος παλαιάς κοπής. Η τράπεζα που οραματίζομαι είναι ενεργός φορέας προόδου και πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και στη βελτίωση της ζωής των συμπολιτών μας. Εχει ισχυρό αποτύπωμα στηρίζοντας την κοινωνία και αναγνωρίζοντας την απαίτηση, ειδικά των νεότερων γενεών, για βιωσιμότητα, διαφάνεια και ισχυρή εταιρική διακυβέρνηση. Είναι πυλώνας προσέλκυσης και ανάπτυξης ταλέντου και, τελικά, εταίρος αλλαγής, δίπλα σε εκείνους που θέλουν να προχωρήσουν, που τολμούν να θέσουν στόχους και να τους συνδέσουν με νέες ευκαιρίες και συνεργασίες».
Υπάρχει η αίσθηση ότι οι τράπεζες απουσιάζουν από τη χρηματοδότηση της οικονομίας και πως έχουν χάσει τον βασικό τους ρόλο, που δεν είναι άλλος από αυτόν της υποστήριξης και ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας. Πώς θα επανασυνδεθούν με τις επιχειρήσεις και ποια η δική σας υποχρέωση;
«Οι ελληνικές τράπεζες ήταν παρούσες στη στήριξη των τρεχουσών δραστηριοτήτων της πελατείας τους με κεφάλαια κίνησης, τόσο κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης ύφεσης όσο, κυρίως, κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Το περιβάλλον της υψηλής αβεβαιότητας και υψηλής φορολογίας την περασμένη δεκαετία οδήγησε σε παρατεταμένη επενδυτική άπνοια, περιορίζοντας και τις τράπεζες στον σημαντικό – αλλά όχι βασικό – ρόλο της παροχής ρευστότητας. Θα σας έλεγα λοιπόν ότι εδώ είναι το κλειδί της επανασύνδεσής μας με τις επιχειρήσεις και την ελληνική κοινωνία. Να ανταποκριθούμε σε αυτή τη βασική μας υποχρέωση, τη χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών που δημιουργούν θέσεις εργασίας, εισοδήματα και υψηλές αποδόσεις. Μπορούμε; Η απάντηση είναι «ναι», διότι είμαστε ήδη σε ένα νέο περιβάλλον. Εχοντας εξυγιάνει την ποιότητα του ενεργητικού μας, μέσω του δραστικού περιορισμού των κόκκινων δανείων, και αξιοποιώντας τις συνθήκες ρευστότητας, ως αποτέλεσμα της αύξησης της αποταμίευσης και της στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στη ζήτηση πιστώσεων μακροχρόνιας διάρκειας για την υλοποίηση μακρόπνοων επενδυτικών σχεδίων».
Πώς συνδέεται η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με τους στόχους που θέσατε;
«Η αύξηση ήταν μια εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία, καθώς έπρεπε, μεταξύ άλλων, να διασκεδάσουμε την καχυποψία μερίδας επενδυτών, που τα τελευταία χρόνια, όχι αδικαιολόγητα, έχουν συνδέσει τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις τράπεζες με την κάλυψη κεφαλαιακών κενών. Το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας, με πλήρη προστασία της αξίας των μετόχων μας, αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στο σχέδιο που παρουσιάσαμε για την πρώτη αναπτυξιακή αύξηση κεφαλαίου στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα από το 2008. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που μας επιτρέπει να πρωταγωνιστήσουμε στη χρηματοδοτική στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας και, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δράσεις του στρατηγικού μας σχεδίου, να επιτύχουμε διψήφια ποσοστά κερδοφορίας, πάνω από 10%, και να μοιράσουμε πάλι, από τη χρήση του 2023, μέρισμα, ανταποδίδοντας την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν οι μέτοχοι».
«Είμαστε, ως οικονομία, μπροστά σε μια διαδικασία αποκατάστασης του επενδυτικού κενού, που εκτιμάται περί τα 80 δισ. ευρώ στην περίοδο 2011-2019. Το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να αποτελέσει τον καταλύτη αυτής της διαδικασίας»
Το ερώτημα βεβαίως είναι εάν θα πειστούν οι ιδιώτες επιχειρηματίες να επενδύσουν και τι σκοπεύετε να κάνετε προς αυτή την κατεύθυνση.
«Αυτή είναι η μεγάλη φιλοδοξία μας, να μας ακολουθήσει σε αυτή την κίνηση το πιο δυναμικό τμήμα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου. Είμαστε, ως οικονομία, μπροστά σε μια διαδικασία αποκατάστασης του επενδυτικού κενού, που εκτιμάται περί τα 80 δισ. ευρώ στην περίοδο 2011-2019, έστω κι αν σημαντικό μέρος του συνδέεται με την κατάρρευση των επενδύσεων σε κατοικίες. Το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης αναμένεται να αποτελέσει τον καταλύτη αυτής της διαδικασίας και σύμφωνα με διεξοδική χαρτογράφηση των διαθέσιμων πόρων και των σχεδίων, εκτιμάμε ότι διαγράφεται μπροστά μας μια συνολική περίμετρος τραπεζικής χρηματοδότησης περί τα 33 δισ. ευρώ έως το 2026».
Υπάρχουν ώριμα επενδυτικά πλάνα;
«Οι μεγάλες επιχειρήσεις διακρίνονται από υψηλό βαθμό ετοιμότητας. Κατανοούν την ευκαιρία, έχουν ενστερνιστεί τις προοπτικές που ανοίγονται για τη χώρα, ενώ διαθέτουν ισχυρή οργάνωση και ανεπτυγμένες διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης για να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις των προγραμμάτων του Recovery and Resilience Facility (RRF). Εμείς, ως η πιο ιστορική ιδιωτική εμπορική τράπεζα της χώρας, θέτουμε στη διάθεσή τους όχι μόνο τους χρηματοδοτικούς πόρους, αλλά και την υψηλή μας εξειδίκευση σε έργα μεγάλου βεληνεκούς, προσφέροντας λύσεις «στα μέτρα» και στις ανάγκες κάθε επιχείρησης. Στόχος μας είναι να αποτελέσουμε τον εξειδικευμένο σύμβουλο που, σε συνεργασία με στρατηγικούς εταίρους, θα καθοδηγήσει κάθε επιχείρηση να διαμορφώσει επιλέξιμο προς χρηματοδότηση στρατηγικό σχέδιο».
«Το κλειδί της επανασύνδεσής μας με τις επιχειρήσεις και την ελληνική κοινωνία είναι να ανταποκριθούμε στη χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών που δημιουργούν θέσεις εργασίας, εισοδήματα και υψηλές αποδόσεις»
Aν υποθέσουμε ότι οι μεγάλες και ισχυρές επιχειρήσεις είναι καταλλήλως προετοιμασμένες, οι πολλές μικρότερες, που όλη την προηγούμενη δεκαετία δεν περνούσαν καν την πόρτα της τράπεζας, πώς θα μεταβληθούν ξαφνικά σε επενδυτές;
«Κινούμαι και συζητώ με την αγορά, γνωρίζω ιδιαιτερότητες και δυσκολίες. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε πρόσφατη έκθεσή της, υπογραμμίζει ως μείζον ζήτημα για την ελληνική επιχειρηματικότητα το υψηλό ποσοστό «αποθάρρυνσης» των επιχειρήσεων για τη μη λήψη πιστώσεων από τις ελληνικές τράπεζες. Πολλοί επιχειρηματίες όντως δεν περνούν την πόρτα της τράπεζας, ακόμη κι αν μπορούν να τύχουν χρηματοδοτικής στήριξης. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε υψηλό βαθμό – τόσο σε όρους παραγωγής όσο και σε όρους απασχόλησης – στις μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Προφανώς δεν επιτρέπεται να αφήσουμε αυτό το δυναμικό στην τύχη του. Με ρωτήσατε νωρίτερα για την επανασύνδεση με την κοινωνία και πιστεύω πως αυτή είναι η στιγμή να το επιτύχουμε. Εχουμε και τη γνώση, και τις ιδέες, και το εξειδικευμένο προσωπικό να στηρίξουμε μια νέα επιχειρηματικότητα που θέλει να υπερβεί τις αγκυλώσεις του παρελθόντος προκειμένου να εφαρμόσει σύγχρονα μοντέλα εταιρικής διακυβέρνησης, να αξιοποιήσει επιχειρηματικές συνεργασίες με άλλες οικονομικές μονάδες για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και, τελικά, να διαμορφώσει αξιόπιστα επιχειρησιακά σχέδια. Μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου των 800 εκατ. ευρώ ανέλαβα προσωπικά, και αναλαμβάνουμε συνολικά ως όμιλος, την ευθύνη να στηρίξουμε το άλμα της ελληνικής οικονομίας προς το αύριο. Οπως εμείς τολμήσαμε, έτσι προσδοκούμε οι νέοι επιχειρηματίες να καλύψουν το δικό τους μέρος της διαδρομής. Δηλαδή να υιοθετήσουν μια κουλτούρα ανάπτυξης ισχυρής υποδομής και όχι κατ’ ανάγκη άμεσης απόδοσης και, βεβαίως, να δείξουν εμπράκτως και με τόλμη ότι πιστεύουν στις δυνάμεις τους και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το επιχειρηματικό ρίσκο που αναλογεί στις φιλοδοξίες αυτές».
Οι προκάτοχοί σας, ιδιαιτέρως ο Γιάννης Κωστόπουλος, έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις, οραματίστηκαν και ως έναν βαθμό πέτυχαν ένα μεγάλο άνοιγμα στην ευρύτερη οικονομική ζώνη των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η οικονομική κρίση και οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικράτησαν την περασμένη δεκαετία κατέστησαν σχεδόν ανενεργό εκείνο το άνοιγμα. Μπορεί άραγε να υπηρετηθεί στο μέλλον ένα αντίστοιχο όραμα οικονομικής διεύρυνσης;
«Η προηγούμενη γενιά τραπεζιτών στοχοθέτησε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Επέλεξε να επενδύσει την ελληνική τραπεζική τεχνογνωσία στις γειτονικές χώρες κατά τη φάση μετάβασής τους στην ανοικτή οικονομία, στηρίζοντας παράλληλα τις ελληνικές επιχειρήσεις που αναπτύσσονταν εκεί. Η κρίση χρέους επέβαλε, στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης, την αποχώρηση των ελληνικών τραπεζών από πολλές αγορές. Είναι πλέον η ώρα να ξαναδούμε, ως σύστημα, τις εναπομείνασες θυγατρικές και τις δυνατότητες ανάπτυξής τους, εξετάζοντας προσεκτικά τη διαφαινόμενη δυναμική κάθε χώρας ξεχωριστά. Το σημερινό διεθνές περιβάλλον είναι εντελώς διαφορετικό. Κυριαρχείται από την πίεση στην κερδοφορία αλλά και από τον εντεινόμενο, υπερεθνικό ανταγωνισμό μεταξύ τραπεζών και όχι μόνο, με όχημα τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Κάθε γενιά θέτει τους δικούς της στόχους. Της δικής μας γενιάς το όραμα δεν μπορεί παρά να είναι η αναβάθμιση της επιχειρηματικότητας και ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας. Πρόκειται για ηράκλειο άθλο, η επίτευξη του οποίου θα οδηγήσει επιχειρήσεις και τράπεζες σε ρόλο πρωταγωνιστικό όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά. Το όραμά μας λοιπόν έχει να κάνει με τη χρηματοδότηση επενδυτικών έργων που θα διασφαλίσουν τη μακροχρόνια και βιώσιμη ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά και με την εμπέδωση νέας κουλτούρας στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Κύριε Καρακούση, γνωρίσατε προσωπικά τον Γιάννη Κωστόπουλο, τον μεγαλύτερο έλληνα τραπεζίτη της Μεταπολίτευσης. Είχα την τιμή να εργαστώ επί έτη στο πλευρό του και να τον συμβουλεύομαι. Δεν έχω αμφιβολία πως, όπως πάντοτε έπραττε, το βλέμμα του σήμερα θα ήταν στραμμένο στην αναγέννηση της πατρίδας μας».