Την 1η Ιουλίου η Κίνα γιορτάζει την επέτειο των εκατό ετών από την ίδρυση του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Συμβολική επέτειος για να εξαρθεί το κινεζικό θαύμα και αφορμή για την εδραίωση του προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία για τρίτη συνεχή θητεία. «Το Βήμα» συνομίλησε με τον γάλλο σινολόγο Ζαν-Φιλίπ Μπεζά, διευθυντή ερευνών στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (Sciences Po) του Παρισιού, για την ανθεκτικότητα του Κόμματος και το μέλλον του.
Πώς εξηγείτε την αντοχή του Κόμματος και τη διατήρησή του στην εξουσία από το 1949;
«Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1921 από διανοούμενους αστούς. Μετά το 1927 και κυρίως μετά το 1934, μετασχηματίστηκε σε κόμμα χωρικών και αγροτών υπό τον Μάο τσε Τουνγκ, ο οποίος κατέκτησε την εξουσία το 1949. Η ισχύς του Κόμματος οφείλεται στην ικανότητά του να προσαρμόζεται σε διαφορετικές συνθήκες. Τα πρώτα 27 χρόνια στην εξουσία (1949-1976) ο Μάο έχτιζε τη σοσιαλιστική Κίνα όπου μόνο το ηθικό κίνητρο ήταν σημαντικό, ενώ η οικονομία ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Η μαοϊκή πολιτική προκάλεσε λιμό με 40 εκατομμύρια νεκρούς, τον μεγαλύτερο λιμό στην ανθρώπινη ιστορία. Από το 1976 μέχρι το 2012 η Κίνα έθεσε την οικονομία στο επίκεντρο, παραμένοντας ωστόσο δικτατορία. Κοινό σημείο των δύο ιστορικών περιόδων είναι η συνέπεια του Κόμματος, το οποίο δεν μοιράστηκε ποτέ την εξουσία, διατηρώντας τον απόλυτο πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο. Το 1978-1980 το Κόμμα αντελήφθη ότι για να αναπτυχθεί η οικονομία έπρεπε να χαλαρώσει κάπως τον έλεγχο στους πολίτες, να τους επιτρέψει να αναπτύξουν ένα είδος επιχειρηματικότητας. Υπό την καθοδήγηση του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας υπήρξε εντυπωσιακή».
Ο σημερινός ηγέτης της Κίνας Σι Τζινπίνγκ θα αναπροσαρμόσει την πολιτική του Κόμματος;
«Ο Σι προσέβαλε πολλούς στο Κόμμα και στην κοινωνία αναβιώνοντας την προσωπολατρεία – προς τον ίδιο -, εξαφανίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους, καταργώντας τη δυνατότητα παραμονής στην προεδρική εξουσία μόνον για δύο θητείες. Εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς τρόμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορετικές φωνές. O Σι είναι καταδικασμένος σε φυγή προς τα εμπρός, το είδαμε με τους χειρισμούς του στην πανδημία, αλλά και στην επαρχία Σιντζιάνγκ όπου ζουν οι μουσουλμάνοι Ουιγούροι και όπου λειτουργούν στρατόπεδα εκπαίδευσης, στην πραγματικότητα, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για τον Σι είναι πολύ δύσκολο να υπαναχωρήσει και να προσαρμοστεί. Σε περίπτωση κρίσης, το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει αντίδραση εναντίον του, στη χώρα και στο Κόμμα».
Την αντίδραση εναντίον του Σι θα πυροδοτήσει ενδεχόμενη σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης;
«Ασφαλώς. Από τους βασικούς λόγους της νομιμοποίησης του Κόμματος είναι η οικονομική ανάπτυξη. Για να διατηρήσει τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο, το Κόμμα δεν διστάζει να αποδυναμώσει πολύ αποδοτικές επιχειρήσεις: ο γενικός διευθυντής της εταιρείας-κολοσσού του ηλεκτρονικού εμπορίου, Alibaba, έχει εξαφανιστεί». [Σ.σ: η βρετανική εφημερίδα «The Independent» ανέφερε πρόσφατα ότι σύμφωνα με τον Τζο Τσάι, αντιπρόεδρο της εταιρείας, ο Τζακ Μα ασχολείται με τη ζωγραφική!]
Στη σημερινή Κίνα δεν μπορεί να εκφραστεί καμιά δυσαρέσκεια;
«Από τη στιγμή της ανόδου του Σι στην εξουσία, το Κόμμα απαντά στους διαφωνούντες με καταστολή. Για πόσο ακόμη όμως; Οσο μεγαλώνει η δυσαρέσκεια, τόσο δυσκολότερο θα είναι για το κινεζικό καθεστώς να απαντά με καταστολή. Υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι του Κόμματος διαφωνούν και με τη σκληρή στάση του Σι έναντι των ΗΠΑ, θεωρώντας ότι η Κίνα δεν μπορεί να παρακάμψει την παγκοσμιοποίηση ούτε τις νέες τεχνολογίες».
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ μπορούν να ασκήσουν σοβαρές πιέσεις στην Κίνα;
«Αυτό είναι το ζήτημα, αν θα υπάρξει συνέπεια στις πιέσεις της Δύσης έναντι της Κίνας. Το Κόμμα γνωρίζει καλά ότι μετά από εκλογές η Δύση μπορεί να αλλάξει γνώμη έναντι του Πεκίνου. Με τις παλινωδίες της η ΕΕ δίνει την ευκαιρία στην Κίνα να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες των Ευρωπαίων. Στις ΗΠΑ, με την κυβέρνηση Μπάιντεν, υπάρχει συναίνεση ως προς τον κίνδυνο που συνιστά η Κίνα για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Δύση θα πρέπει να αντιληφθεί τη φύση του κινεζικού καθεστώτος το οποίο εδραιώνεται περαιτέρω όταν δεν συναντά αντίσταση. Οταν συναντούν αντίσταση, οι ηγέτες της Κίνας είναι πραγματιστές, προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες και υποχωρούν. Αν η Δύση τηρούσε ενιαία και σταθερή στάση έναντι της Κίνας, η θέση του Σι θα εξασθενούσε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα εκφράζονταν. Το Κόμμα δεν στοιχίζεται πίσω από τον αρχηγό του».
Μιλάτε κινεζικά, έχετε εργαστεί στην Κίνα. Πώς είναι η σημερινή πραγματικότητα στη χώρα;
«Ο μέσος πολίτης δεν θα σας εκφράσει τη δυσαρέσκειά του από το καθεστώς. Αν όμως γνωριστείτε καλύτερα με τους Κινέζους, θα διακρίνετε αντιδράσεις. Στους νέους των πόλεων παρατηρείται σήμερα το φαινόμενο tan ping («ξαπλώνω», «ξεκουράζομαι»): οι νέοι αρνούνται πλέον να σκοτώνονται στη δουλειά 24 ώρες το 24ωρο, επτά μέρες την εβδομάδα».
Στα εκατό χρόνια του Κόμματος, ποιον θεωρείτε σημαντικότερο ηγέτη μετά τον Μάο;
«Τον Ντενγκ Χσιαοπίνγκ, ο οποίος πρωτοστάτησε στο άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας. Ο πιο αγαπητός ωστόσο στον κινεζικό λαό ήταν ο μεταρρυθμιστής Χου Γιαομπάνγκ, γενικός γραμματέας του Κόμματος (1982-1987), ο οποίος επέκρινε την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, την κινεζική πολιτική στο Θιβέτ. Οταν πέθανε, τον Απρίλιο του 1989, η κηδεία του πυροδότησε αντιδράσεις εναντίον του καθεστώτος οι οποίες εξελίχθηκαν στα γεγονότα της πλατείας Τιανανμέν, υπέρ του εκδημοκρατισμού της Κίνας, τον Ιούνιο του ίδιου έτους».
Πού αποδίδετε τη γοητεία που άσκησε ο μαοϊσμός σε ένα τμήμα της ευρωπαϊκής διανόησης (Ζαν-Πολ Σαρτρ) και της τότε νεολαίας, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής;
«Στον ρομαντισμό και την έλλειψη πληροφόρησης. Οταν ο Μάο καλούσε σε επανάσταση, είχε απήχηση στους νέους που θεωρούσαν δίκαιη την ιδέα της επανάστασης. Ονειρεύονταν μια Κίνα που δεν υπήρχε και όταν συνειδητοποίησαν ότι η δικτατορία του Μάο ήταν χειρότερη από των ελλήνων συνταγματαρχών, αναθεώρησαν».