Ο Τζαν Ντουντάρ, ένας τούρκος δημοσιογράφος, που έχει διαφύγει στο Βερολίνο κυνηγημένος από τον Ταγίπ Ερντογάν, είναι σίγουρος ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν θα είναι στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα.
Ο Ντουντάρ θεωρεί κομβικό σημείο την διπλή ήττα του Ερντογάν στις εκλογές για την δημαρχία στην Κωνσταντινούπολη, όταν το δικαστήριο διέταξε επαναληπτικές εκλογές, καθώς στις πρώτες είχε χάσει ο υποψήφιος του τούρκου προέδρου
Τελικά, στις επαναληπτικές εκλογές, ο Εκρέμ Ιμάμογλου, αντίπαλος του Μπιναλί Γιλντιρίμ, κέρδισε με ακόμα μεγαλύτερη διαφορά. Ηταν μια πολύ σημαντική νίκη, λέει ο Ντουντάρ στους Times του Λονδίνου καθώς μετά από «20 άγονα χρόνια», εμφανίστηκαν ικανοί αντίπαλοι του Ερντογάν, όπως οι δήμαρχοι της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας.
Ο Ντουντάρ διέφυγε από την Τουρκία το 2016, «μόνο με κάποια βιβλία και μία οδοντόβουρτσα» και από τότε μένει στο Βερολίνο. Οι τουρκικές αρχές έχουν ζητήσει αρκετές φορές από την Interpol να τον συλλάβει, αλλά η υπηρεσία δεν δίνει σημασία. Αλλωστε, δέχεται εκατοντάδες «πολιτικά» αιτήματα από την Αγκυρα για να συλλάβει αντιφρονούντες Τούρκους που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό.
Η τουρκική κυβέρνηση κατέσχεσε λογαριασμούς και ακίνητη περιουσία της οικογένειας του Ντουντάρ και σιγά σιγά όλοι του οι στενοί συγγενείς έφυγαν από τη χώρα.
Επέζησε απόπειρας δολοφονίας
Ο δημοσιογράφος κινδύνευε στην Τουρκία καθώς δεν δίσταζε να επικρίνει το καθεστώς Ερντογάν. Επέζησε μίας απόπειρας δολοφονίας εναντίον του, έμεινε στη φυλακή, παραιτήθηκε από τη δουλειά του ως διευθυντής της καθημερινής αντιπολιτευτικής εφημερίδας Cumhuriyet. Αλλά και στη Γερμανία έχει αντιμετωπίσει κινδύνους από ακροδεξιούς ακτιβιστές τουρκικής καταγωγής που είναι υπέρ του Ερντογάν. Κι αυτό γιατί δεν κρύφθηκε, ούτε στο Βερολίνο.
Ισα ίσα που έγραψε βιβλίο για τις περιπέτειές του, το οποίο έγινε θεατρικό έργο από την βρετανική Βασιλική Θεατρική Εταιρεία του Σαίξπηρ, ενώ έκανε και καλλιτεχνική έκθεση-εγκατάσταση στο Θέατρο Μάξιμ Γκόρκι του Βερολίνου, με θέμα το κλειστοφοβικό κελί του στην Τουρκία, το οποίο ονόμασε «φυλακή της σκέψης».
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, τον περασμένο Δεκέμβριο, ένα τουρκικό δικαστήριο τον καταδίκασε σε 27,5 χρόνια φυλακή για κατασκοπεία και παροχή βοήθειας σε τρομοκράτες, επειδή έγραψε ένα θέμα για αποστολή όπλων σε ισλαμιστές αντάρτες στη Συρία από την υπηρεσία αντικατασκοπείας της Τουρκίας, την ΜΙΤ.
Ο Ντουντάρ άσκησε έφεση, αλλά αμέσως κάποιος τούρκος πολίτης κατέθεσε παράπονο στις αρχές εναντίον του, για κάτι που έγραψε στην ιστοσελίδα του εναντίον του Ερντογάν. Γεγονός που φυσικά δεν τον εξέπληξε, καθώς, όπως λέει ο ίδιος, το AKP (το κόμμα του Ερντογάν) έχει 20 εκατ. ψηφοφόρους, άρα 20 εκατ. υποθέσεις εναντίον του.
Ο δημοσιογράφος βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο χάρη στα βίντεο του αρχιμαφιόζου Σεντάτ Πεκέρ, στα οποία αποκαλύπτει σκάνδαλα κατά αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης. Ο Πεκέρ αναφέρθηκε στο θέμα του Ντουντάρ για τη Συρία, λέγοντας ότι τα φορτηγά που μετέφεραν τα όπλα ήταν δικά του και ότι τα όπλα πήγαν στο ισλαμιστικό Μέτωπο Αλ Νούσρα, κατ’ εντολή του συμβούλου εθνικής ασφαλείας του Ερντογάν.
Ο Ντουντάρ θεωρεί ότι τα βίντεο αυτά θα βλάψουν τον τούρκο πρόεδρο, ο οποίος βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, σύμφωνα με τον ίδιο, λόγω της κακής κατάστασης της οικονομίας και της διαχείρισης της πανδημίας.
Ακόμα και η εκστρατεία εναντίον του φιλοκουρδικού κόμματος, Δημοκρατία των Λαών, θα γυρίσει μπούμερανγκ στον Ερντογάν, εκτιμά ο Ντουντάρ, ο οποίος προσπαθεί να οργανώσει κίνημα εναντίον του τούρκου προέδρου, στρατολογώντας ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και συγγραφείς αντιφρονούντες που έχουν διαφύγει κατά χιλιάδες στη Γερμανία μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Επικεφαλής της κίνησης είναι ένα συμβούλιο οκτώ «γνωστών» ανθρώπων, είπε ο ίδιος, που ετοιμάζει έτσι την επιστροφή του στην Τουρκία, καθώς η πτώση του Ερντογάν «δεν αργεί».
«Τη δεκαετία του 1930 μερικοί Γερμανοί επιστήμονες διέφυγαν από το καθεστώς του Χίτλερ βρίσκοντας καταφύγιο στην Τουρκία. Διατήρησαν ανοιχτή επικοινωνία με τη Γερμανία. Μετά τον πόλεμο επέστρεψαν στις χώρες τους και ανέλαβαν ρόλους στην ανοικοδόμησή τους» δηλώνει. «Ογδόντα χρόνια αργότερα, αυτό το παράδειγμα δείχνει ξεκάθαρα τι πρέπει να γίνει» καταλήγει με νόημα.