Συναντήσαμε για πρώτη φορά την Κριστίνε Οπολάις πριν από μερικούς μήνες, με αφορμή την εμφάνισή της ως «Μαντάμα Μπατερφλάι» (έναν από τους πιο διάσημους ρόλους της), στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Η χαρά της που επέστρεφε στην Ελλάδα (είχε εμφανιστεί και παλαιότερα στη Λυρική, το 2007, με την «Τόσκα») ήταν μεγάλη. «Εχω εξάλλου μέσα μου αίμα ελληνικό», μας θύμισε αναφερόμενη στον έλληνα παππού της και μιλώντας με συγκινητικό ενθουσιασμό και αγάπη για τη χώρα μας και τους ανθρώπους της. Αυτή η αγάπη τη σπρώχνει ως φαίνεται να επιστρέφει ξανά και ξανά. Μπορεί η προγραμματισμένη εμφάνισή της με την «Τόσκα» στο Ηρώδειο να μετατέθηκε από τη Λυρική για την περίοδο 2021/22, όμως στο μεταξύ η Οπολάις έκανε το ντεμπούτο της στη Λευκωσία της Κύπρου δίνοντας ρεσιτάλ με άριες και με τον μουσικό και καλλιτεχνικό διευθυντή της ΦΑ (Φιλαρμονικής Αθηνών) Γιάννη Χατζηλοΐζου να τη συνοδεύει στο πιάνο. Ακολούθως, πέρασε και πάλι από την Αθήνα, όπου τιμήθηκε από την Κυπριακή Ακαδημία της Μουσικής με honorary doctorate. Την ίδια βραδιά, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στη «Μεγάλη Βρεταννία», ανακηρύχθηκε η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνης-μέλος της ΦΑ. Αυτή ήταν και η αφορµή για τη δεύτερη συνάντησή µας (και την εντυπωσιακή φωτογράφιση στο Grecotel Cape Sounio), µε τη διάσηµη σοπράνο να εξοµολογείται: «Αυτό που συνέβη είναι πραγματικά απίστευτο. Το τιμητικό διδακτορικό σημαίνει πολλά για εμένα. Ποιος καλλιτέχνης δεν θα συγκινούνταν από μια τέτοια, εντελώς ανέλπιστη, τιμή; Ομως, το ταξίδι μου στην Κύπρο τώρα ξεκινά! Με μεγάλη χαρά κάθε χρόνο θα επιστρέφω για να δίνω ένα σεμινάριο τραγουδιού και ένα ρεσιτάλ. Θέλω να μοιραστώ την τέχνη και την εμπειρία μου με άλλους ανθρώπους, και στην Κύπρο υπάρχουν μουσικοί υψηλού επιπέδου που το αξίζουν!».

Η συνεργασία σας µε τον κ. Χατζηλοΐζου και τη Φιλαρµονική Αθηνών πώς προέκυψε;

«Με τη βοήθεια του Instagram και του Facebook. Ο μαέστρος μού έγραψε, αν θυμάμαι καλά, τον Δεκέμβριο του 2020. Δεν προφταίνω να ανοίγω όλα τα μηνύματα που μου στέλνουν, ανοίγω όμως πάντα εκείνα που καταλαβαίνω πως προέρχονται από την Ελλάδα και την Κύπρο. Μου ζήτησε να κάνουμε μια συναυλία. Στο μεταξύ, είχα ήδη επισκεφθεί την Κύπρο για διακοπές με την κόρη μου και με φίλους και μου άρεσε πολύ. Ηθελα να επιστρέψω. Απάντησα θετικά, είχαμε μία εξαιρετική επικοινωνία, βρήκαμε και τις κατάλληλες ημερομηνίες. Ενιωσα πως με τον κύριο Χατζηλοΐζου γνωριζόμασταν από χρόνια, είχαμε μια θαυμάσια συνεργασία!».

Επαιξαν ρόλο, να υποθέσω, για άλλη µία φορά οι ελληνικές ρίζες σας στην απόφασή σας να τραγουδήσετε για το κυπριακό και για το ελληνικό κοινό;

«Πιθανώς! Ο παππούς μου ήταν, όπως έχω ξαναπεί, Ελληνας, οπότε η μαμά μου είναι μισή Ελληνίδα. Κρύβεται μια τραγική ιστορία πίσω από αυτό, καθώς ο παππούς μου εγκατέλειψε τη γιαγιά μου, νεότατη, με τη μητέρα μου στην κοιλιά της. Είχα ακούσει πως η μητέρα του παππού δεν ήθελε αυτή τη σχέση επειδή η γιαγιά μου ήταν από τη Λευκορωσία, προτιμούσε να τον παντρέψει με ένα κορίτσι με ελληνικές ρίζες. Εγώ πάντα μιλούσα με υπερηφάνεια για την καταγωγή μου, όσο μεγάλωνα όμως ένιωθα πως μεγάλωνε ακόμα περισσότερο το δέσιμό μου με την Ελλάδα. Εξάλλου η μητέρα μου έχει έντονα στοιχεία ελληνικού ταμπεραμέντου στον χαρακτήρα της και μοιάζει με όμορφη Ελληνίδα. Οπως κι αν έχει, μετά τις παραστάσεις με τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» στην Αθήνα, στην Εθνική Λυρική Σκηνή, αποφάσισα να μείνω λίγο περισσότερο στην Ελλάδα. Πήγα και σε ένα καταπληκτικό μέρος, στη Βουλιαγμένη, στο Four Seasons Astir Palace Hotel. Το ερωτεύτηκα! Οταν έπρεπε να φύγω, και ενώ περίμενα στη ρεσεψιόν το αυτοκίνητο που θα με μετέφερε στο αεροδρόμιο, έβαλα τα κλάματα. Συνήθως δεν κλαίω ποτέ αφήνοντας τη Λετονία! Ερωτεύτηκα την ελληνική γη και ένιωθα πως έφυγα από το σπίτι μου!».

Αν η αγάπη σας για την Ελλάδα προκύπτει από την καταγωγή σας, η αγάπη σας για τη µουσική πώς προέκυψε;

«Η μητέρα μου με έσπρωξε να ασχοληθώ με την όπερα. Εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, έστω τραγουδίστρια της ποπ και της ροκ. Είχα πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό για μοντέλα, και όταν έφτασε η ώρα να δείξουμε τις δεξιότητές μας βγήκα και ερμήνευσα ένα τραγούδι που είχα γράψει η ίδια. Η μαμά μου, που ήταν στο κοινό, εντυπωσιάστηκε. Ημουν δεκαέξι χρόνων, δεν είχα καμία σχέση με την όπερα. Αρχισα μαθήματα κλασικού τραγουδιού αλλά δεν τα απολάμβανα. Τότε η μητέρα μου αρρώστησε (ευτυχώς είναι καλά τώρα) και νόμισα πως θα την έχανα. Της υποσχέθηκα πως αν ζούσε θα γινόμουν τραγουδίστρια της όπερας γνωστή σε όλον τον κόσμο και θα την έκανα περήφανη! Εγινα ό,τι έγινα χάρη στη μαμά μου. Δεν θα ξεχάσω όμως και τη στιγμή που παρακολούθησα το βίντεο με τη διάσημη «Τόσκα» της Μαρίας Κάλλας και του Τίτο Γκόμπι από τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου. Τότε κατάλαβα πως δεν ήθελα να γίνω μόνο τραγουδίστρια, αλλά μία ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα πάνω στη σκηνή».

Υπάρχει κάποιος από τους ρόλους σας που τον αγαπάτε περισσότερο; Που σας εκφράζει πιο έντονα από τους άλλους;

«Ο ρόλος που βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματική Κριστίνε είναι η «Ρουσάλκα», η νύμφη του νερού του Ντβόρζακ. Ο δεύτερος ρόλος είναι η «Μπατερφλάι». Μου αρέσει να τραγουδώ την «Τόσκα», αλλά τη βρίσκω πολύ επιθετική, ίσως επειδή έτσι επιμένουν να την παρουσιάζουν οι περισσότεροι σκηνοθέτες. Νομίζω όμως πως χάνουν το πραγματικό δράμα αυτής της γυναίκας, το οποίο αφορά τα λάθη που κάνει παρασυρμένη από τον έρωτά της. Η ιστορία της θα μπορούσε να έχει άλλο τέλος. Μου αρέσει επίσης να τραγουδώ τη «Μανόν Λεσκώ» λόγω της υπέροχης μουσικής, δεν νιώθω όμως πως έχουμε ομοιότητες στον χαρακτήρα».

Ο πιο απαιτητικός ρόλος σας ποιος είναι;

«Από τεχνική άποψη πιθανώς η «Μπατερφλάι». Αλλά και συναισθηματικά, ειδικά να είσαι μητέρα και έχεις ένα μόνο παιδί όπως εγώ… Κατά τα άλλα – δεν θα μιλήσω για ρόλο αλλά για παραγωγή -, ό,τι δυσκολότερο έχω κάνει είναι η «Ρουσάλκα» στην Κρατική Οπερα της Βαυαρίας στη σκηνοθεσία του Μάρτιν Κούσεϊ. Το βίντεο με την άρια προς το φεγγάρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο YouTube. Ηταν μια πολύ δυνατή παραγωγή, μου πήρε καιρό να συνέλθω σωματικά και ψυχολογικά, θα την επαναλάβω όμως μάλλον αυτό το καλοκαίρι στο Μόναχο».

Πώς λειτουργείτε πάνω στη σκηνή; Πώς αντιµετωπίζετε κάθε νέο ρόλο, κάθε νέα παράσταση;

«Πάντα με καθοδηγούν το δράμα, ο ρόλος, ο χαρακτήρας που ερμηνεύω, το παίξιμο. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν και τη φωνή μου, η οποία στην πραγματικότητα έρχεται ως τελευταία ψηφίδα για να ολοκληρώσει το παζλ. Επιπλέον, όσο καλύτεροι είναι οι συνάδελφοι με τους οποίους συνεργάζομαι τόσο καλύτερα τραγουδάω. Λατρεύω τη συνεργασία με προικισμένους καλλιτέχνες».

Είναι αυστηρά τα κριτήρια µε τα οποία επιλέγετε τους ρόλους σας;

«Ακολουθώ με έναν τρόπο τη διαίσθησή μου, προσπαθώ να ακούσω τι μου λέει η εσωτερική φωνή μου. Ξέρω πως η μουσική του Πουτσίνι, για να αναφερθώ σε έναν συνθέτη που τον τραγουδάω πολύ, μου ταιριάζει. Υπήρξαν και μερικές φορές που ένιωσα πως ο ρόλος δεν ήταν ο σωστός. Αυτό συνέβη με τη Νέντα από τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο στη Σκάλα του Μιλάνου το 2010. Πήγα για την εμπειρία, απήλαυσα τη μουσική και τη συνεργασία, αλλά δεν τραγούδησα ξανά τον ρόλο. Λατρεύω τη «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους, έχω όμως πει «όχι» και τις τέσσερις-πέντε φορές που μου την πρότειναν! Η διαίσθησή μου μού λέει να κρατηθώ μακριά της για να σώσω τον εαυτό μου, και φωνητικά και ψυχολογικά».

Οταν δεν είστε καλά στην υγεία σας αλλά πρέπει να βγείτε και να τραγουδήσετε; Πώς αντιµετωπίζετε µια τέτοια κατάσταση;

«Δεν είναι ευχάριστο να τραγουδάς άρρωστος, π.χ. κρυωμένος, αλλά όταν έχεις μια καλή τεχνική μπορείς να βασιστείς επάνω της και σχεδόν να το ξεχάσεις. Η φωνή σε οδηγεί. Δεν είμαι πάντως από τους τραγουδιστές που ελέγχουν την κατάσταση της φωνής τους κάθε πρωί. Την εμπιστεύομαι. Ακόμα και αν νωρίς το πρωί δεν νιώθω καλά, πιστεύω πως στη συνέχεια η κατάσταση θα βελτιωθεί και θα τα καταφέρω».

Ακούγεστε αρκετά σίγουρη και άνετη. Δεν νιώθετε άγχος και τρακ όταν πατάτε στη σκηνή;

«Πάντα είχα και πάντα θα έχω άγχος! Πιστεύω όμως πως πρέπει όλοι όσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά να προσπαθούμε να είμαστε ήρεμοι, είναι και αυτό μέρος του επαγγελματισμού που πρέπει να δείχνουμε. Δεν είναι εύκολο. Γιατί θέλουμε πάντα να είμαστε τέλειοι. Φοβάμαι όμως πως ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί ποτέ να είναι ευχαριστημένος, απόλυτα ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Κάνουμε εκείνο που αγαπάμε, δεν παύει όμως να είναι μία ιδιαίτερα σκληρή δουλειά. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος πως ήσουν αρκετά καλός. Εγώ πριν από κάθε παράσταση δεν μπορώ να φάω τίποτα. Το μυαλό μου είναι πάντα πάνω στη σκηνή, το άγχος δεν μου αφήνει το περιθώριο να απολαύσω τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Το δημιουργικό άγχος είναι, θα έλεγα, το πεπρωμένο των καλλιτεχνών. Οταν δεν έχεις κανένα άγχος είναι σαν να χάνεις τη σύνδεσή σου με την πραγματική τέχνη. Κάθε στιγμή που ανεβαίνεις στη σκηνή πρέπει να είναι σαν να είναι η πρώτη φορά».

Ποια είναι τα ινδάλµατά σας;

«Είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που θαυμάζω! Θα αναφερθώ πάλι στη Μαρία Κάλλας, το νούμερο ένα! Εξαιτίας της ερωτεύτηκα την όπερα. Επηρεάστηκα επίσης πολύ από τη Ρενάτα Σκότο, από την καλλιτεχνική προσωπικότητα που ξεδιπλώνει επάνω στη σκηνή. Η Μιρέλα Φρένι είχε συγκλονιστική τεχνική, παραμένει πάντα εξαιρετικό παράδειγμα για κάθε νέο τραγουδιστή. Από σκηνοθέτες αγαπώ πολύ να συνεργάζομαι με τον Ντμίτρι Τσερνιάκοφ και τον Μάρτι Κούσεϊ».

Πώς είναι µία συνηθισµένη ηµέρα από τη ζωή σας;

«Κάθε ημέρα που περνά μελετώ όλο και πιο σκληρά, καθώς τον τελευταίο χρόνο βρέθηκα ελάχιστες φορές επάνω στη σκηνή. Τώρα πια γνωρίζω καλύτερα το σώμα μου και τις ανάγκες του, και αφιερώνω χρόνο για να το βελτιώσω. Τραγουδάω περίπου δύο ώρες καθημερινά, κυρίως ετοιμάζοντας τους ρόλους που με περιμένουν. Περνώ αρκετό χρόνο με την κόρη μου. Τη βοηθώ στο σχολείο, πράγμα που μου αρέσει πολύ, και μετά παίζουμε μαζί τένις. Περπατώ επίσης πολύ. Ζω σε μία υπέροχη παραλία της Βαλτικής και κάθε απόγευμα απολαμβάνω από το σπίτι μου το ηλιοβασίλεμα. Προσπαθώ να τρώω υγιεινά και να πίνω λιγότερο αλκοόλ. Δεν λέω όμως «όχι» σε ένα ποτήρι καλό κρασί, ειδικά αν είναι ελληνικό».

Πώς επηρέασε η πανδηµία την καθηµερινότητά σας;

«Θα έλεγα πως με προσγείωσε. Μου θύμισε πόσο όμορφος είναι ο κόσμος αλλά και πόσο σημαντική είναι η κόρη μου. Ταξίδευα συνέχεια, δεν είχα την επαφή που θα ήθελα να έχω μαζί της. Και ξαφνικά βρέθηκα μαζί της όλη την ημέρα, για να γίνω εκτός από μαμά της και φίλη της. Είναι εννέα χρόνων και είμαι τόσο χαρούμενη με την επικοινωνία που έχουμε τώρα. Η πανδημία με έφερε επίσης δύο φορές στην Ελλάδα. Και μου έδωσε τον χρόνο να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Σκέφτηκα πράγματα που, τολμώ να πω, δεν είχα το χρόνο να σκεφτώ λόγω του επιβαρυμένου προγράμματός μου. Επανεκτίμησα τη ζωή μου. Γιατί ναι, έχουμε μόνο μία ζωή, γεγονός που κάνει τη σχέση μας με τους δικούς μας, με την οικογένεια και με τους φίλους μας, ιδιαίτερα σημαντική. Είμαι ευγνώμων! Δεν λυπάμαι για αυτά που έχασα. Εχω χρήματα για να αγοράσω φαγητό και για να εξασφαλίσω άνετες συνθήκες διαβίωσης. Θέλω να ακούσω, να δω, να μυρίσω, να δοκιμάσω όλα αυτά τα όμορφα πράγματα γύρω μου. Κάτι ακόμα: Αυτή η περίοδος αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων γύρω μας. Κατάλαβα ποιος είναι ποιος στη ζωή μου. Μπόρεσα να εξετάσω τα συναισθήματά μου σε βάθος και ανακάλυψα σημαντικά πράγματα για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό μου».

Φαίνεται πως τα ταξίδια αρχίζουν πάλι. Πώς νιώθετε που λόγω επαγγέλµατος είστε αναγκασµένη να βρίσκεστε για µεγάλα χρονικά διαστήµατα µακριά από το σπίτι σας;

«Μου λείπει η κόρη μου, μου λείπει το μωρό μου και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μου κατά τις περιόδους των ταξιδιών. Κατά τα άλλα, αυτό που προσπαθώ να κάνω αυτή την εποχή είναι να έχω και ένα δεύτερο σπίτι, όχι μόνο στη Λετονία αλλά τώρα και στην Ελλάδα, κοντά στην Αθήνα, πάντα κοντά στο νερό».

Τα σχέδιά σας για το µέλλον;

«Οπως σας είπα, θα επιστρέψω με μεγάλη αγάπη και λαχτάρα στη «Ρουσάλκα» του Μονάχου, στις 18 Ιουλίου, σε μία παραγωγή που μου άνοιξε τις πόρτες στα θέατρα όλου το κόσμου! Θα ξαναδουλέψω, επίσης, με τον σπουδαίο συνάδελφό μου, τον τενόρο Γιόνας Κάουφμαν. Θα κάνουμε μαζί την «Τόσκα» στο Γκρατς, τον Αύγουστο – οι συνεργασίες μαζί του είναι οι καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου. Τον Σκάρπια θα ερμηνεύσει ένας ακόμα σπουδαίος συνάδελφος, ο βαρύτονος Μπριν Τέρφελ. Τον επόμενο χρόνο θα τραγουδήσω ξανά την «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Τσιλέα που πρόσφατα την κάναμε ταινία. Θα επιστρέψω και στην Μπολόνια και στη Δρέσδη με την «Μπατερφλάι». Ελπίζω μόνο, αυτή τη δύσκολη εποχή, όλα αυτά να γίνουν εφικτά!».

INFO

Η φωτογράφιση πραγµατοποιήθηκε στους χώρους του ξενοδοχείου Grecotel Cape Sounio.