«Μερικοί με συγχαίρουν για το γεγονός ότι σας κάλεσα και μερικοί με συλλυπούνται» είχε πει το 1995 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Με προτροπή του άλλωστε είχε επιστρέψει τον Ιανουάριο του 1961 από την Αμερική ο καθηγητής Παπανδρέου για να οργανώσει ως πρώτος επιστημονικός διευθυντής και πρόεδρός του το «Κέντρον Οικονομικών Ερευνών», μετέπειτα (1964) Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). «Εσείς πάντως είστε η αιτία του καλού ή του κακού…» του είχε απαντήσει χαμογελώντας ο Ανδρέας.
Πρωταγωνιστικός ρόλος στη Mεταπολίτευση
Κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ορμητικά θα εισέβαλλε στην πολιτική ζωή της χώρας ο γιος του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις και βάζοντας τη σφραγίδα του στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Μπαίνοντας δυναμικά στο προσκήνιο μετά την πολυετή κυριαρχία της μετεμφυλιακής Δεξιάς και ενώ η χώρα έβγαινε από τον «γύψο» της χουντικής επταετίας, ο Παπανδρέου εξέφρασε τα ανερχόμενα μικρο-μεσαία κοινωνικά στρώματα και την κοινωνική πλειοψηφία απαντώντας στις ώριμες ανάγκες των καιρών για εκδημοκρατισμό, κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική ανεξαρτησία.
Καθόρισε την κοινωνική πραγματικότητα
Ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ όσο δοξάστηκε άλλο τόσο μισήθηκε από τους αντιπάλους του. Υπήρξε οραματιστής, λαοφιλής και δημεγέρτης, ηγέτης με ισχυρό διεθνές προφίλ και εκτόπισμα, ενώ για τους εχθρούς του λαοπλάνος, αμφιλεγόμενος και δημαγωγός. Ωστόσο, καθόρισε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του επιτυγχάνοντας να ανατρέψει τους συσχετισμούς, να αναδιατάξει τον πολιτικό χάρτη ως κυρίαρχος εκφραστής της ευρείας δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης και του Κέντρου επισκιάζοντας την Αριστερά, κατόρθωσε να αλλάξει ριζικά το σκηνικό διαμορφώνοντας νέες κοινωνικές ισορροπίες και δυναμικές σε μια Ελλάδα που έβγαινε από το τέλμα και σε μια χρονική φάση μεγάλων προκλήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρόσωπο που συνεχίζει να συναρπάζει
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του (23 Ιουνίου 1996) το «φαινόμενο Ανδρέας Παπανδρέου» συνεχίζει να απασχολεί και να συζητείται. Υπό το βάρος της δεκαετούς οικονομικής κρίσης αλλά και των πρωτόγνωρων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών που διαμορφώνει η πανδημία, σε μια εποχή που οι αντοχές του εγχώριου πολιτικού συστήματος δοκιμάστηκαν οριακά, που οι πολιτικοί μύθοι κατέρρευσαν και οι αυθεντίες των ηγεσιών αποκαθηλώθηκαν, το φαινόμενο του ιδρυτή του ΠαΣοΚ, παρά τις αντιφάσεις, τα λάθη και τα αδιέξοδα που δημιούργησε στην πολυτάραχη πολιτική διαδρομή του, εξακολουθεί να συνεπαίρνει και μάλιστα να αποτελεί σημείο αναφοράς, ακόμα και προς… ετεροχρονισμένη «αναπαραγωγή».
«Ασυνήθιστη εξαίρεση στην πολιτική ζωή»
Πώς εξηγείται όμως ότι τόσα χρόνια μετά το όνομά του συνεχίζει να επανέρχεται στον δημόσιο πολιτικό λόγο; Σε αυτό και σε άλλα ερωτήματα απαντά ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΠαΣοΚ Τηλέμαχος Χυτήρης, ένας από τους στενότερους και πιο έμπιστους συνεργάτες του Ανδρέα Παπανδρέου ως το τέλος. «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας καινοτόμος ριζοσπάστης πολιτικός, εκτός του κατεστημένου, που έφτιαξε ένα νέο πολιτικό κίνημα, το ΠαΣοΚ, για να έρθει στην κυβέρνηση και να αλλάξει τα πράγματα, να δημιουργήσει μια ουσιαστική Δημοκρατία, να υποστηρίξει, μετά από πάρα πολλά χρόνια κυριαρχίας της Δεξιάς, τα δικαιώματα ενός ολόκληρου λαού, χωρίς αποκλεισμούς, και να τον φέρει στο κέντρο της πολιτικής» αναφέρει. Για τον ίδιο «ο Ανδρέας, όπως τον αποκαλούσαν όλοι, ήταν μια ασυνήθιστη εξαίρεση στη πολιτική ζωή της Ελλάδας: μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα με γνώσεις και κρίση που έβαλε τη δική του διακριτή σφραγίδα στις εξελίξεις». Υπό αυτό το πρίσμα «είναι φυσικό μετά την τομή που επέφερε στο ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό σύστημα να χαρακτηρίζεται από όλους η περίοδος εκείνη ως εποχή Ανδρέα Παπανδρέου και ΠαΣοΚ και να αναφέρεται και σήμερα».
«Εποχή δημιουργίας και ανακατατάξεων»
Τι ήταν όμως αυτό το καινούργιο που έφερνε; «Με τον Ανδρέα και το ΠαΣοΚ γινόταν κάθε μέρα πολιτική στην πράξη που άγγιζε το σύνολο των Ελλήνων. Ηταν εποχή ανακατατάξεων και δημιουργίας. Ηταν η εποχή που κι ο πιο απλός πολίτης ένιωθε ότι είναι ελεύθερος κι ότι για πρώτη φορά στη ζωή του το κράτος νοιάζεται γι’ αυτόν» τονίζει ο κ. Χυτήρης, συμπληρώνοντας: «Είναι η εποχή που μεγάλα πλήθη βγήκαν από το περιθώριο, έφτιαξαν μια δουλειά, σπούδασαν τα παιδιά τους, βρήκαν την περπατησιά τους, αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, δεν φοβούνταν πια, συμμετείχαν δημόσια στις εξελίξεις, επιτέλους απέκτησαν κοινωνική υπόσταση, είχαν νοσοκομεία, κέντρα υγείας (το ΕΣΥ που τη σπουδαιότητά του τώρα θυμήθηκαν κάποιοι!), φροντίδα για τους γέρους, ισότητα γυναικών-ανδρών, σχολεία, δικαιώματα στη δουλειά και στη σύνταξη, αξιοπρεπείς όρους εργασίας και αδειών και τόσα άλλα».
«Το έβριζαν αλλά όλοι το μιμούνταν»
Και όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά «επί ΠαΣοΚ ο Ελληνας απέκτησε οντότητα ισότιμου πολίτη κι η χώρα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην περιοχή της ήταν ισχυρή με καλά εξοπλισμένες Ενοπλες Δυνάμεις, ισχυρές συμμαχίες, παρ’ όλο τον διπολισμό που επικρατούσε ακόμα – η πολιτική του με τη Λιβύη π.χ. λοιδορήθηκε επί χρόνια και μόνο εσχάτως και εκ των υστέρων μερικοί αναγνώρισαν τη σημασία της». Αλλά και η επιρροή που άσκησε ο Παπανδρέου στο πολιτικό σύστημα εν γένει ήταν σημαντική: «Ηταν τέτοια η επίδραση της πολιτικής του Ανδρέα που όλες οι πολιτικές δυνάμεις έκτοτε μιμήθηκαν το ΠαΣοΚ ακόμα και στη κομματική δομή τους» αναφέρει ο κ. Χυτήρης και προσθέτει: «Το ΠαΣοΚ το έβριζαν και όλοι το μιμούνταν, τον Ανδρέα μέχρι σήμερα τον απαξιώνουν στα λόγια και όλοι επιδιώκουν να του μοιάσουν!».
Η παρακαταθήκη του υφίσταται και σήμερα
Ενα ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι αν με τη χρονική απόσταση ενός τετάρτου του αιώνα και με όσες συγκλονιστικές αλλαγές έχουν μεσολαβήσει, η παρακαταθήκη του Ανδρέα Παπανδρέου υφίσταται στις μέρες μας. Ο κ. Χυτήρης είναι κατηγορηματικός: «Βέβαια, πάντα, αρκεί να τον τοποθετήσεις στην εποχή του». «Ο Ανδρέας ήταν γνήσιος και ειλικρινής πολιτικός. Αυτό που επεδίωκε, το υποστήριζε μπροστά στον λαό και στους άλλους ηγέτες. Ηξερε ότι η πολιτική δεν βγαίνει από παρθενογένεση κι ότι κάπου στηρίζεται, δεν είναι ποτέ μετέωρη. Ηξερε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι στο παρελθόν στήριζαν την πολιτική τους στην οικονομική ολιγαρχία, στην ξένη εξάρτηση, στα σώματα ασφάλειας. Ο ίδιος επέλεξε να στηρίζει την πολιτική του στη δύναμη του λαού και στην ενότητα του πολιτικού χώρου που δημιούργησε. Δεν ήθελε να παίρνει άδεια από κανέναν ιδιώτη, όσο δυνατός και να ήταν αυτός, για να εφαρμόσει την πολιτική της χώρας» σημειώνει.
«Ξέχναγε το παρελθόν, αντιμετώπιζε το μέλλον»
Πώς όμως έβλεπε ένας πολιτικός ηγέτης του δικού του βεληνεκούς τους αντιπάλους του; «Πάντα τους αντιμετώπιζε στο πεδίο της πολιτικής και των επιχειρημάτων. Καμιά φορά υπερέβαλλε, αλλά μόνο λεκτικώς. Ενώ του δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία (και τον παρακινούσαν γι’ αυτό) να κινηθεί ποινικά κατά των αντιπάλων του, ουδέποτε το διέπραξε. Ενώ είχε στοιχεία επιβαρυντικά των μεθοδεύσεων της Δεξιάς και Αριστεράς που συνέπραξαν εναντίον του (γιατί άραγε;), ουδέποτε τα χρησιμοποίησε. Ξέχναγε το παρελθόν κι αντιμετώπιζε το μέλλον. Θεωρούσε την Πατρίδα και τη Δημοκρατία αξίες πρώτες κι αδιαπραγμάτευτες» υπογραμμίζει ενώ αναδεικνύει άλλο ένα χαρακτηριστικό που ξεχώριζε στην ηγετική φυσιογνωμία του Παπανδρέου – τη διαπραγματευτική δεινότητά του: «Για τον Ανδρέα η διαπραγμάτευση είναι υψηλή τέχνη και μπορεί κι ο αντικειμενικά αδύνατος να πετύχει αν χρησιμοποιήσει τις κατάλληλες ενέργειες και τα κατάλληλα επιχειρήματα. Και το έκανε. Πέτυχε τόσα για την Ελλάδα που ακόμα και η Θάτσερ τού το αναγνώριζε!».
Η πολιτική οντότητα και το μίσος των μικροπρεπών
Αποτιμώντας την πολιτική οντότητα του Ανδρέα Παπανδρέου και το γεγονός ότι υμνήθηκε ενώ ταυτόχρονα λοιδορήθηκε από τους αντιπάλους του, ο κ. Χυτήρης σημειώνει: «Οι ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες στην πολιτική είτε λατρεύονται, είτε μισούνται. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε παράδοση σε αυτό ακόμα από την αρχαιότητα. Στα διακόσια χρόνια που γιορτάζουμε από την Ανεξαρτησία μας αρκεί να σκεφτούμε την τύχη του Καποδίστρια, του Τρικούπη, του Βενιζέλου, δηλαδή των καλυτέρων ιστορικών ηγετών της χώρας μας». Για τον ίδιο άλλωστε, «ο Ανδρέας είχε την αποδοχή της πλειοψηφίας των Ελλήνων, την αναγνώριση από ξένους σπουδαίους πολιτικούς, ακόμα και αντιπάλους του, και το μίσος, δυστυχώς ακόμα μέχρι και σήμερα, από ορισμένους μικροπρεπείς, αφελείς και φανατικούς». «Δεν πειράζει, μπροστά στα μεγάλα πολιτικά αναστήματα, υπάρχουν κι αυτοί. Υπάρχουν επίσης και μερικοί δημοσιογράφοι ή και ακαδημαϊκοί που είτε τον λοιδορούν για προσωπικά θέματα οι πρώτοι, είτε εσκεμμένως υποβαθμίζουν την προσφορά του οι δεύτεροι. Μάλλον βλάπτουν τον εαυτό τους γιατί ξεκινούν από την τρέχουσα ιδεολογική κατάσταση και προθύμως τοποθετούνται αναλόγως, πράγμα ευτελές κι επιστημονικώς απαράδεκτο. Τα κριτήρια του χρόνου (timing) και της Ιστορίας ευτυχώς είναι διαφορετικά…» συμπεραίνει.
Οι αντιπαραθέσεις και το… «copy paste»
Ενα από τα στοιχεία που προκαλούν εντύπωση είναι το γεγονός ότι τόσα χρόνια μετά το όνομά του συνεχίζει να προκαλεί αντιπαραθέσεις αλλά και να γίνεται αντικείμενο «διεκδίκησης», εν είδει μιας απόπειρας «copy paste» του πολιτικού μοντέλου που διαμόρφωσε και των χαρακτηριστικών της ηγετικής του φυσιογνωμίας. Είναι άραγε κάτι τέτοιο εφικτό; Ο κ. Χυτήρης είναι κάθετος: «Οχι βέβαια, ο καθένας είναι μοναδικός και είναι ο εαυτός του. Να διδαχθεί κάποιος μπορεί, να μοιάσει όμως όχι! Γίνεται ένα κακόγουστο αντίγραφο, μια καρικατούρα, που αν έχει συναίσθηση εύκολα θα καταλάβει ότι δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο. Παρ’ όλα αυτά επιδιώκεται κατά κόρον κι από πολιτικούς της Δεξιάς και βέβαια της Αριστεράς που, επιτρέψτε μου να πω, δεν φτάνουν ούτε στο νυχάκι του…».
Η αλήθεια για την τελευταία άγνωστη ομιλία
Ο Τηλέμαχος Χυτήρης ήταν ένα από τα τελευταία άτομα που είδαν τον Ανδρέα Παπανδρέου πριν φύγει από τη ζωή, το μοιραίο εκείνο βράδυ της 23ης Ιουνίου του 1996 – για την ακρίβεια ήταν ο άνθρωπος που του έκλεισε τα μάτια. Μαζί με τον Νίκο Αθανασάκη είχαν αναλάβει να συντάξουν το κείμενο της σύντομης ομιλίας-παρέμβασής του στο συνέδριο του κόμματος λίγες μέρες μετά. Ηταν η τελευταία ομιλία του που ποτέ δεν μάθαμε. «Με τον Νίκο Αθανασάκη από την αρχή είπαμε την απλή αλήθεια. Με υπόδειξη του Ανδρέα γράφηκε η ματαιωμένη τελικώς παρέμβασή του στο συνέδριο του ΠαΣοΚ. Ηταν λιγόλογη και υποστήριζε την ενότητα του ΠαΣοΚ, πράγμα που τον απασχολούσε συνεχώς, γιατί προφανώς ήξερε πώς το έφτιαξε και τι σήμαινε να υπάρχει στην ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτική ζωή» αναφέρει, επισημαίνοντας ότι τότε ήταν «το μεγαλύτερο κεντροαριστερό κόμμα της Ενωμένης Ευρώπης και είχε δυναμική προοδευτικών μετασχηματισμών που συνεχίστηκαν και μετά τον Ανδρέα». «Το βράδυ εκείνο στο σπίτι του είχε επισκέψεις και δεν προλάβαμε. Μας είπε να ξαναπάμε την επομένη, που δυστυχώς δεν υπήρξε ποτέ. Αφού δεν είχε την έγκρισή του το κείμενο εκείνο, δεν δόθηκε και στη δημοσιότητα, όπως ήταν και το σωστό» εκμυστηρεύεται ο στενός συνεργάτης του ιδρυτή του ΠαΣοΚ.