«Πριν από την κατάρρευση της ιδέας της προόδου, το αύριο ήταν πάντα φωτεινό». Ετσι ξεκινούσε το θέμα των πανελλαδικών εξετάσεων στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Με δεδομένη την κατάρρευση της προόδου το ερώτημα αφορούσε το αν επαληθεύεται ή διαψεύδεται το ότι στο παρελθόν «οι άνθρωποι έβλεπαν με αισιοδοξία το μέλλον». Για το παρόν ούτε κουβέντα. Αν δεν σημειωνόταν πως είναι διασκευή άρθρου που δημοσιεύτηκε στον Τύπο μέσα στο 2021, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως είναι απόσπασμα από άρθρο του μακαριστού Χριστόδουλου.
Κατά τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν στη ρευστή κοινωνία των καταναλωτών η ανθρώπινη βούληση για πρόοδο από αρετή γίνεται μεγάλο ελάττωμα. Σε αυτή την κοινωνία δεν υπάρχει χώρος για στέρεες διακρίσεις. Εύλογα το μόνο που απομένει είναι το ρευστό «Κέντρο». Αυτό είναι το Ιερό Δισκοπότηρο όλων όσοι πιστεύουν στην κατάργηση των διακρίσεων Αριστερά – Δεξιά και πρόοδος – συντήρηση. Το να τσαλαβουτά κανείς στα βρώμικα νερά της ρευστής κοινωνίας σημαίνει να ακολουθεί το «Κέντρο» ως σύγχρονη μορφή εξαφάνισης του Πολιτικού. Ολα είναι Κέντρο. Ακόμη και τις εποχές του Γεωργίου Παπανδρέου το Κέντρο δεν είχε γνωρίσει τέτοιες δόξες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ποτέ δεν είχε αυτοπροσδιοριστεί ως κεντρώος, ενώ αν έλεγε κανείς στον Ανδρέα Παπανδρέου ότι είναι «κεντρώος», όπως θέλουν κάποιοι να γίνει η ελληνική Σοσιαλδημοκρατία, θα τον πέταγε με τις κλωτσιές. Βεβαίως και ο σοσιαλδημοκράτης Κώστας Σημίτης ποτέ στα γραπτά και στις πρακτικές του δεν εξέλαβε τη Σοσιαλδημοκρατία ως Κέντρο.
Οι πρεσβευτές του «Κέντρου» και της «προόδου ως ταμπού» απαξιώνουν ως «αναχρονιστές», «μαμούθ», «απολιθώματα» όλους όσοι δεν κατατάσσονται σε αυτό. Οι ίδιοι θεωρούν τις διακρίσεις της Γαλλικής Επανάστασης ξεπερασμένες, αφού η «πρόοδος έχει καταρρεύσει». Διάβασα μάλιστα και αυτό. Οι Γιρονδίνοι ήταν το Κέντρο στη Συμβατική (sic). Σε μια εποχή που δεν υπήρχε Κέντρο ούτε καν στη σκέψη των ανθρώπων. Ανιστόρητοι αναγωγισμοί. Οι περισσότεροι εκ των Γιρονδίνων, μεταξύ αυτών και ο εκτελεσθείς την περίοδο της Τρομοκρατίας, το 1793, Κοντορσέ, είχαν ψηφίσει υπέρ της θανάτωσης του βασιλιά. Εχουμε να κάνουμε με μια «ιστορία» που τροποποιεί το ερώτημα του Γούντι Αλεν από «έχω μια απάντηση, έχετε μια ερώτηση;», σε «έχω μια άποψη, φτιάξτε μου μια ιστορία να την τεκμηριώσω». Είναι όμως η πραγματική άμβλυνση αυτών των διακρίσεων που λειτουργεί ως λαγός σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων, όπως είναι οι Δημοκρατίες, για να βγει μπροστά η Ακροδεξιά. Αγνοια και εμπάθεια από κοινού στήνουν το νέο σκηνικό του «Κέντρου». Σημάδια των καιρών, της απαξίωσης των ιδεολογικών διαφορών υπέρ της ανάδειξης απολιτικών ρευμάτων του τύπου «δημοκράτες κατά σταλινικών», τα οποία σε αυτή τη φάση ευνοούν μόνο τη μετατροπή των διπολικών συστημάτων σε μονοπολικά.
Η απαξίωση της «προοδευτικής διακυβέρνησης» είναι το άλλο πρόσωπο της «κατάρρευσης» της προόδου. Η «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν είναι εφεύρεση του ΣΥΡΙΖΑ, αν και στα καθ’ ημάς λανσάρεται ως τέτοια. Είναι μια συζήτηση που ξεκίνησε στους κόλπους της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας από τη δεκαετία του 1980 και η οποία αφορούσε την αναζήτηση τρόπων απάντησης στη θεωρία της αυτόματης διάχυσης του πλούτου. Παρά τα λάθη και τα κενά της παρέμεινε μια σοβαρή συζήτηση. Υπήρχαν εδώ ιδεοληψίες, υπήρχε όμως και προβληματισμός για το τι σημαίνει προοδευτική προσέγγιση του κοινωνικού ζητήματος. «Προοδευτική διακυβέρνηση» είναι η αναζήτηση σοσιαλδημοκρατικών λύσεων στα κέντρα των κοινωνιών. Και τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Το έχω υποστηρίξει πολλαπλώς. Σημαίνει εφαρμογή πολιτικών ενίσχυσης της παραγωγικής εργασίας από τη μια και συμμαχία των μεσαίων με τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, με το κοινωνικό κράτος και τις κοινωνικές του υπηρεσίες ως αναπτυξιακό άξονα, από την άλλη. Πολιτικά αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση συμμαχικών κυβερνήσεων, όπου κυρίαρχο στοιχείο ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συμπληρωματικό ορισμένα κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ετσι οι σοσιαλδημοκράτες, πέραν της επταετούς κυβερνητικής συνεργασίας τους με τους Πράσινους της Γερμανίας, συγκυβέρνησαν και με ριζοσπαστικά αριστερά και πράσινα κόμματα, όπως το Left Alliance και το Green League στη Φινλανδία, το Left – Green Movement στην Ισλανδία, το Danish Social Liberal Party και το Socialist People’s Party στη Δανία. Ολα πολύ πριν από το πρόσφατο πορτογαλικό παράδειγμα.
Υπήρξαν όμως εδώ δυο τεράστιες διαφορές με την ελληνική εκδοχή της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Πρώτον, οι σοσιαλδημοκράτες ήταν ο ισχυρός πόλος της συμμαχίας και δεύτερον και κυριότερο, οι αριστεροί ριζοσπάστες προέρχονταν από την κριτική στη Σοσιαλδημοκρατία και από τον Μάη του 1968, και όχι από την κομμουνιστογενή Αριστερά. Αυτό σήμαινε ότι η οποιαδήποτε κριτική τους στη φιλελεύθερη δημοκρατία ξεκινούσε από την ανάγκη συμπλήρωσης των κενών της και όχι από το λενινιστικό ολοκληρωτικό δόγμα «έχουμε την κυβέρνηση, όχι όμως και την εξουσία». Την άποψη δηλαδή που γεννά Παππάδες και πολιτικές κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών. Είναι πολύ σημαντικό να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Ελλάδα υπέρ ενός νέου κεντροαριστερού κόμματος για να μπορέσουμε σοβαρά να μιλήσουμε για «προοδευτική διακυβέρνηση». Από την αναγκαία συζήτηση τού ποια είναι σήμερα τα όρια της προόδου και της συντήρησης έως τη μετανεωτερική σχετικοποίηση και ρευστοποίησή τους, η απόσταση είναι όση από την Πολιτική στις πομφόλυγες περί Σοσιαλδημοκρατίας ως «Κέντρου».
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.