Σε τούτο το βιβλίο προτάσσεται μια γλαφυρή ρωσική παροιμία. «Η σκουριά τρώει το σίδερο» διαβάζουμε και, ενόσω ακόμη τελούμε υπό την επήρεια της λαϊκής σοφίας, δεν αργούμε να γίνουμε μάρτυρες μιας συνηθισμένης, για την εποχή εκείνη, διαφωνίας. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος είχε περάσει, η ηττοπάθεια των Ρώσων ωστόσο δεν περνούσε τόσο εύκολα.

Nikolai Leskov

Σιδερένια θέληση

Μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου

Εκδόσεις Ποταμός, 2021, σελ. 176,

τιμή 14 ευρώ

Ο Φιόντορ Αφανάσιεβιτς Βότσνιεφ κρυφάκουγε κάποιους συμπατριώτες του να κουβεντιάζουν για την ακλόνητη δύναμη του γερμανικού χαρακτήρα που, αλίμονο, θα μπορούσε να αποδειχθεί απειλητικός ή και καταστροφικός για τη δική τους χώρα σε μια ενδεχόμενη σύρραξη. Ο γέρος, ο οποίος εμφανίζεται μάλλον ως ένας μετρημένος άντρας, αλλά και κάπως ενοχλημένος από τους υπερβολικούς φόβους των υπολοίπων, αποφασίζει να τους μιλήσει, επιστρατεύοντας την πείρα του, σχετικά με το τι συμβαίνει «όταν συναντιούνται το γερμανικό σίδερο με τη ρωσική ζύμη». Ενα βουνό ζύμης, τους εξηγεί, δεν το κόβουμε με τον μπαλτά, διότι το πιθανότερο είναι, κοντολογίς, να χάσουμε εκεί πέρα μέσα και τον ίδιο τον μπαλτά. Δίνει, λοιπόν, αυτό το πολύ πρακτικό παράδειγμα ώστε να βοηθήσει τους άλλους να κατανοήσουν τη βαθύτερη ουσία της αρκούντως διδακτικής ιστορίας την οποία, δίχως καθυστέρηση, προτίθεται να τους διηγηθεί.

Σάτιρα δύο λαών

Ετσι αρχίζει η σπαρταριστή νουβέλα Σιδερένια θέληση του Νικολάι Λεσκόφ (1831-1895), ένα έργο προδήλως σατιρικό (και ευφυές συνάμα, γιατί η επίκριση συνυφαίνεται με τον αυτοσαρκασμό) που έχει στο επίκεντρό του την αναπόδραστη πολιτισμική σύγκρουση δύο λαών, των Γερμανών και των Ρώσων. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο του κειμένου, δεν υπάρχει αμφιβολία. Και οφείλουμε να σταθούμε σε αυτή τη διάσταση και να τη ζυγιάσουμε αναλόγως, να δούμε δηλαδή την κάθε συλλογική κουλτούρα και νοοτροπία, ακόμη και εκείνη την περιβόητη «εθνική ψυχή» ένθεν κακείθεν, αν όντως υφίσταται κάτι τέτοιο. Πάντως ο συγγραφέας, ένας κλασικός του 19ου αιώνα που σήμερα πλέον έχει εξασφαλίσει τη θέση του στο πάνθεο των ρωσικών γραμμάτων, φαίνεται να ενδιαφέρεται και για κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, το πεπρωμένο της ανθρωπότητας σε επίπεδο ατομικό, πυρηνικό σχεδόν, όπως αυτό ενσαρκώνεται, εν προκειμένω, στην περίπτωση ενός απίστευτου οιηματία ο οποίος συντρίβεται από τον ίδιο του τον χαρακτήρα.

Η σπαρταριστή νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ είναι ένα έργο προδήλως σατιρικό και ευφυές συνάμα, γιατί η επίκριση συνυφαίνεται με τον αυτοσαρκασμό

 

Νωθρότητα και θέληση

«Ηταν σε όλα επίμονος, απαιτητικός και ανυποχώρητος στα μικροπράγματα όσο και στα σοβαρά θέματα. Εξασκούσε τη θέλησή του, όπως άλλοι εξασκούνται με τη γυμναστική για αύξηση της ρώμης τους, και εξασκείτο συστηματικά […] σαν αυτός να ήταν ο προορισμός του. Οι σημαντικές νίκες επί του εαυτού του τον έκαναν παράλογα επηρμένο και ενίοτε τον οδηγούσαν σε εξαιρετικά θλιβερές και άλλοτε σε αδιανόητα κωμικές καταστάσεις». Αυτό είναι, θα λέγαμε, το σύντομο αλλά αποκαλυπτικό πορτρέτο του Ούγκο Πεκτοράλις, ενός νεαρού γερμανού μηχανικού ο οποίος, όπου κι αν σταθεί, όπου κι αν βρεθεί, εκθειάζει με τρόπο πομπωδέστατο ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει, τη σιδερένια του θέληση. Καμία δυσκολία, το πιστεύει ακράδαντα αυτό, δεν πρόκειται να σταθεί εμπόδιο στην ονειροπόλα φύση του, στον φιλόδοξο δρόμο που οδηγεί στην αυτοπραγμάτωσή του. «Ηταν τόσο ευτυχισμένο το παλιόπαιδο που ήταν δυσάρεστο και να τον κοιτάς και ήθελες να του τραβήξεις μια τρίχα για να πονέσει λίγο». Ανετα θα τον έχριζε κανείς και πρωταγωνιστή της νουβέλας τον Πεκτοράλις, δεν θα ήταν καθόλου άστοχο.

Στον αντίποδα, ο έτερος βασικός ήρωας, ο συμπρωταγωνιστής ας πούμε, είναι ο Ρώσος Βασίλι Σαφρόνιτς, κάτοικος της ίδιας επαρχιακής πόλης, ένας τυπικός μουζίκος, ένας φουκαράς που πασχίζει να διατηρήσει ένα μικρό χυτήριο καθώς οι φοβερές αναδουλειές τον γονατίζουν οικονομικά. Ο Πεκτοράλις είχε καταφθάσει στη Ρωσία ως καινούργιος μέτοικος, προκειμένου να εργαστεί σε μια αγγλική εταιρεία. Μάλιστα χωρίς να καταλαβαίνει ούτε λέξη από τα ρωσικά, περιπλανήθηκε για κάνα δίμηνο, μες στο παγερό καταχείμωνο, με ένα μουσαμαδένιο αδιάβροχο μονάχα. Ξύλιασε, ταλαιπωρήθηκε, αλλά δεν το παραδέχθηκε αυτό ούτε όταν τον εντόπισε τυχαία σε κάποιον σταθμό ο αφηγητής της νουβέλας. Και η αιτία ήταν, όπως σωστά μαντεύετε, η σιδερένια του θέληση. Στην πραγματικότητα, το πείσμα του Γερμανού ταυτιζόταν με την ξιπασιά του. Υπέφερε τα πάντα εκεί που βρέθηκε ο Πεκτοράλις, κοροϊδίες, εμπαιγμούς, καψώνια και δοκιμασίες. Αλλά με το κεφάλι και τη μύτη ψηλά, δουλεύοντας με προνοητικότητα, έβγαλε κάμποσα χρήματα και κατάφερε να γίνει αφεντικό. Προσέξτε όμως τι έπαθε, η πίσω μεριά του εξωτερικού χώρου που είχε αγοράσει για να στήσει τη δική του φάμπρικα, εκείνη η μεριά εκτός κτηματολογίου, ανήκε με μακροχρόνια μίσθωση στον άκακο Σαφρόνιτς, τον οποίο, μολονότι σφόδρα το επιθυμούσε, αδυνατούσε να εκδιώξει. «Ο τεμπέλης, νωθρός και ξέγνοιαστος Σαφρόνιτς τα είχε στυλώσει και δήλωνε ότι πριν τη λήξη του συμβολαίου του δεν θα φύγει με τίποτε από τον χώρο, και οι ειρηνοδίκες, αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του σ’ αυτή την επιμονή, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα».

«Ο πιο Ρώσος από τους Ρώσους»

Εκανε κάτι ο Πεκτοράλις ωστόσο, που αρνήθηκε να σταυρώσει τα χέρια του μπροστά στον ανεπρόκοπο και μέθυσο Σαφρόνιτς. Στρατηγικά σκεπτόμενος υποτίθεται, ο Γερμανός σφάλισε τη μοναδική διέξοδο του Ρώσου προς τον κόσμο, περιόρισε δηλαδή κυριολεκτικά τον ζωτικό του χώρο. Επομένως, για να βγει ο Σαφρόνιτς και να περάσει απέναντι, έπρεπε αναγκαστικά να σκαρφαλώσει στον φράχτη με μια σκάλα. Ο Σαφρόνιτς απελπίστηκε αλλά όχι για πολύ, επειδή ένας παμπόνηρος φίλος του, ο γραμματικός Ζίγκα, τον συμβούλευσε να μην αντιδράσει, να μην κουνηθεί, καθότι «εμείς αυτόν τον Γερμανό θα τον συνθλίψουμε με το να καθόμαστε». Με τούτα και με κείνα, ο ανυποψίαστος και αμετανόητα αλαζόνας Πεκτοράλις, παγιδευμένος μέσα στην ίδια του την περηφάνια, θα εμπλακεί σε μια δικαστική διαμάχη που θα επισπεύσει την υπονόμευση της σιδερένιας του θέλησης και θα τον οδηγήσει σε μια παταγώδη και μοιραία κατάρρευση. Οπως λέει και ένας ορθόδοξος διάκος, ο Σάββας, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, «ο Θεός πάντα τιμωρεί για τους Ρώσους». Η πεπειραμένη Ελένη Μπακοπούλου επιδόθηκε σε μία ακόμη αξιέπαινη μετάφραση από το πρωτότυπο, αποδίδοντας το δόκιμο ύφος του Λεσκόφ, του «πιο Ρώσου από τους ρώσους συγγραφείς», ο οποίος έχαιρε της απεριόριστης εκτίμησης τόσο του Τολστόι όσο και του Τσέχοφ. Οσοι δεν τον έχουν διαβάσει, έχουν τη χρυσή ευκαιρία να το κάνουν με αυτή την όμορφη νουβέλα του 1876. Να μην παραλείψουν όμως να αναζητήσουν και τη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, το αριστούργημά του.