Μετά από σχεδόν 20 χρόνια παρουσίας στο Αφγανιστάν αποχώρησαν τη νύχτα οι σχεδόν 600 εναπομείναντες άνδρες και γυναίκες του γερμανικού στρατού. «Με την αποχώρηση τους», δήλωσε η υπουργός Άμυνας Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, «ολοκληρώνεται ένα ιστορικό κεφάλαιο, μια ενεργή συμμετοχή, η οποία ήταν απαιτητική άφησε σημάδια και κατά την οποία ο γερμανικός στρατός απέδειξε την αποτελεσματικότητα του στη μάχη». Σχεδόν 160.000 γερμανοί στρατιώτες υπηρέτησαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες στο Αφγανιστάν, 59 έχασαν τη ζωή τους. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν μέρος των νατοϊκών αποστολών «Διεθνής Δύναμη Αρωγής και Ασφάλειας» (ISAF) μεταξύ 2001 και 2014 και «Αποφασιστική Υποστήριξη» (Resolute Support) από το 2015.
Από την Ουάσιγκτον όπου πραγματοποιεί επίσκεψη, η γερμανίδα υπουργός Άμυνας ανακοίνωσε μια «ανοιχτή συζήτηση» για τη γερμανική στρατιωτική συμμετοχή στο Αφγανιστάν. Την κριτική αξιολόγηση της αποστολής ζητούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και η Εύα Χογκλ, εντεταλμένη της γερμανικής βουλής για θέματα του στρατού και πολιτικός των Σοσιαλδημοκρατών. Επειδή οι στρατιώτες είχαν σταλεί με απόφαση της βουλής, οι βουλευτές έχουν μια ιδιαίτερη ευθύνη να προβούν σε έναν «ειλικρινή απολογισμό» αλλά και να βγάλουν συμπεράσματα για μελλοντικές στρατιωτικές αποστολές, τόνισε. Η κ.Χογκλ πρότεινε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής από τη νέα βουλή που θα εκλεγεί το Σεπτέμβριο. Δεδομένης της διαφαινόμενης επιστροφής των Ταλιμπάν στην εξουσία, ένα από τα επίμαχα ζητήματα της επικείμενης συζήτησης θα είναι η σημασία της αποστολής.
Θεωρήσεις για ντόπιους συνεργάτες
Προκειμένου να προστατευτούν από αντίποινα των Ταλιμπάν, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να χορηγήσει θεωρήσεις σε αφγανούς συνεργάτες του γερμανικού στρατού και στις οικογένειες τους προκειμένου να έρθουν στη Γερμανία. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του γερμανικού στρατού μέχρι στιγμής έχουν κατατεθεί πάνω από 470 αιτήσεις. Επειδή συμπεριλαμβάνουν τόσο τους συνεργάτες όσο και τις οικογένειες τους, ο συνολικός αριθμός που αιτούνται να έρθουν στη Γερμανία ανέρχεται στα 2.380 άτομα. Το 95% από αυτούς έχουν ήδη λάβει τα αναγκαία πιστοποιητικά. Αναμένεται όμως ότι θα κατατεθούν και άλλες αιτήσεις για τη χορήγηση θεώρησης.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο