Ο νορβηγός σαξοφωνίστας Γιαν Γκαρμπάρεκ, ο οποίος θεωρείται θρυλικό όνομα της ευρωπαϊκής τζαζ, έχει ταυτίσει το όνομά του με τη φημισμένη δισκογραφική εταιρεία ECM που έχει εκδώσει το σύνολο σχεδόν της ηχογραφημένης μουσικής του. Γεννημένος το 1947, έχει συνεργαστεί στη μέχρι τώρα πορεία του με μια πλειάδα σπουδαίων μουσικών, από τον Κιθ Τζάρετ έως την Ελένη Καραΐνδρου. Στις 3 Ιουλίου θα δώσει μια πολυαναμενόμενη συναυλία στο Ηρώδειο (στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών) όπου θα συνοδεύεται από τους μακροχρόνιους μουσικούς του συντρόφους, τον Ράινερ Μπρίνινγκχαους στο πιάνο, τον μπασίστα Γιούρι Ντάνιελ και τον ινδό «μάγο των κρουστών», τον master ντράμερ Τράιλοκ Γκούρτου.
Κύριε Γκαρμπάρεκ, τι θα ακούσουμε στη συναυλία σας στο Ηρώδειο;
«Οπως πάντα μια μείξη παλιότερου και νεότερου υλικού, κάποια από τα αγαπημένα μου κομμάτια που πάντα βρίσκουν μια θέση στο πρόγραμμά μου. Αν δεν κάνω λάθος όμως, το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος που θα παρουσιάσω δεν έχει ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα ποτέ πριν».
Στην Ελλάδα ήρθατε πρώτη φορά για τη συνεργασία σας με την Ελένη Καραΐνδρου;
«Ημουν πολύ τυχερός που συνεργάστηκα μαζί της και που έχω έρθει στη χώρα σας πολλές φορές με αφορμή τη μουσική της. Δεν θα ξεχάσω φυσικά ποτέ την πρώτη φορά που έφτασα στην Αθήνα για τη «Ρόζα» με τη Μαρία Φαραντούρη. Μπήκα σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχε μια μικρή ορχήστρα και η Μαρία έκανε πρόβες για το κομμάτι, η ερμηνεία της μου έκοψε την ανάσα, μου έχει αποτυπωθεί πολύ έντονα αυτή η ανάμνηση».
Με τους μουσικούς του τρίο σας παίζετε πολλά χρόνια…
«Οταν πας σε περιοδεία θέλεις να νιώθεις άνετα, ότι μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στους μουσικούς σου. Φυσικά σε εξαιρετικές περιστάσεις θέλεις ενίοτε να τα ξεχνάς όλα αυτά, να παίζεις με κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά και να δεις απλώς τι θα γίνει. Οταν ωστόσο κάνω κάποια τουρνέ, η συνέπεια σε αυτό που παρουσιάζω είναι πολύ σημαντική, εξ ου και είναι αναγκαίες και η οικειότητα και η εμπιστοσύνη».
Τι κερδίζει και τι χάνει κανείς σε σχεδόν 60 χρόνια καριέρας;
«Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που έπαιξα με άλλους μουσικούς, ήμουν πολύ νέος, δεκατεσσάρων ετών, κάποιος πήρε κύμβαλα, κάποιος άλλος ένα μπάσο, και μόνο ο ήχος των οργάνων στον χώρο με συνεπήρε, μου προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Ηταν πολύ ξεχωριστό. Τώρα αυτό συμβαίνει πολύ δύσκολα, έχω ακούσει πάρα πολλή μουσική και παρασύρομαι δύσκολα. Από την άλλη, αυτό μου έχει δώσει μια άλλη οπτική, μπορώ να εντοπίσω λεπτομέρειες που παλιότερα ενδεχομένως και να μου ξέφευγαν. Μπορώ επίσης να διαβάσω τη στιγμή πιο καθαρά κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας και να αντιδράσω όπως αρμόζει».
Καινούργια μουσική γράφετε; Μπήκατε σε τέτοια διαδικασία κατά το lockdown;
«Ανέκαθεν ήταν δύσκολη αυτή η διαδικασία για μένα. Κατά την πανδημία, έμεινα κλεισμένος σπίτι βλέποντας ελάχιστους ανθρώπους, η Νορβηγία είχε άλλωστε σκληρό lockdown. Τα καταστήματα, τα εστιατόρια, τα μπαρ, όλα ήταν κλειστά για επτά μήνες και μόλις που αρχίσαμε να επιστρέφουμε σε μια πιο κανονική ζωή. Εχω ένα σπίτι στα βουνά εδώ και μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω εκεί και να μείνω για καιρό, κάτι που συνήθως δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω λόγω περιορισμένου ελεύθερου χρόνου».
Υπάρχει ένας λυγμός στο παίξιμό σας που δεν τον ταυτίζουμε συνήθως με τη σκανδιναβική ιδιοσυγκρασία…
«Είμαι σίγουρος ότι αν ακούγατε κάποια κομμάτια της νορβηγικής λαϊκής μουσικής θα ξαφνιαζόσασταν, μπορεί να λέγατε ότι προέρχονται από κάποια άλλη ήπειρο. Το καλό αυτή την περίοδο είναι ότι μπορούμε εύκολα να έρθουμε σε επαφή με άλλες κουλτούρες, με μουσική από το Μάλι ή από τη Βραζιλία. Δεν είναι όπως τότε που έπρεπε να γίνει κάποια διεθνής έκθεση για να ακούσουν ο Ντεμπισί ή ο Ραβέλ μουσική από την Απω Ανατολή».
Εχετε προσαρμοστεί στην ψηφιακή τεχνολογία όσον αφορά τη μουσική;
«Μου αρέσουν τα CD και χρησιμοποιώ το iTunes διότι εκεί μπορείς να αγοράσεις τη μουσική. Από τις άλλες μεγάλες πλατφόρμες δεν αμείβονται οι καλλιτέχνες, μόνο ονόματα σαν την Μπιγιονσέ βγάζουν χρήματα.
Ειδικά για τους μουσικούς είναι καταστροφή και ελπίζω το κίνημα που έχει δημιουργηθεί με την απαίτηση για καλύτερες αμοιβές στους δημιουργούς να έχει αποτέλεσμα. Είμαι κατά τού να διατίθεται η μουσική έναντι τόσο μικρού αντιτίμου».
Από τη νεότερη γενιά μουσικών ποιους εκτιμάτε;
«Δεν έχω ακούσει πάρα πολλούς. Υπάρχει μια αναβίωση νομίζω της τζαζ των 50s και των 60s, μιας εποχής που τη γνωρίζω πολύ καλά. Μιλάμε για μουσικούς όπως ο Τζον Κολτρέιν, ο Ντέξτερ Γκόρντον, ο Τζόνι Γκρίφιν, ο Ορνέτ Κόλμαν. Υπάρχει μια νεότερη γενιά που προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος τους, έχουν απίστευτες γνώσεις αυτά τα νέα παιδιά και φοβερή τεχνική, αλλά θα πρέπει να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο. Μπορεί να θέλουν να προσεγγίσουν τον πυρήνα της τζαζ για να φτιάξουν κάτι νέο. Δεν μπορώ όμως να προσποιηθώ ότι παρακολουθώ πολύ ό,τι καινούργιο γίνεται. Οι παλιότεροι μουσικοί ήταν ξεχωριστοί, μπορούσες να αναγνωρίσεις αμέσως το παίξιμό τους. Κάτι που δεν συμβαίνει πια».
Πείτε μας λίγα λόγια και για τη σχετικά πρόσφατη συνεργασία με την κόρη σας Ανια στο άλμπουμ της με τίτλο «The Road is Just a Surface».
«Αισθάνομαι πολύ τυχερός που μπόρεσα να το κάνω αυτό: δεν παρουσιάζεται σε όλους μια τέτοια ευκαιρία, ούτε έχουν τα μέλη όλων των οικογενειών καλές σχέσεις μεταξύ τους. Χαίρομαι πολύ που μπορέσαμε να καθίσουμε δίπλα-δίπλα και να συμπράξουμε σε κάτι δημιουργικό».